Αλιεύσαμε από το facebook του Γιάννη Ανδρουλιδάκη
Ο αναρχισμός συγκροτήθηκε ιστορικά ως αντίβαρο σε τρία αρνητικά χαρακτηριστικά του επαναστατικού κινήματος.
Ενάντια στον κυνισμό, ενάντια στον ελιτισμό και την αντίληψη της φωτισμένης δεσποτείας και τέλος, ενάντια στην ανευθυνότητα.
Η πάλη ενάντια στον κυνισμό εκφράζεται στον αναρχισμό ως άρνηση χρήσης οποιουδήποτε μέσου μοιάζει αποτελεσματικό στη μάχη για την επίτευξη του οποιουδήποτε σκοπού, θέση που συνδυάζεται τελικά με την άρνηση της εξουσίας της ίδιας. Η διάσημη φράση του Μαλατέστα «εάν πρόκειται να γεμίσουμε τις πλατείες με γκιλοτίνες για να κερδίσουμε, προτιμώ να χάσουμε», η ματαίωση επιθέσεων Ρώσων αναρχικών στον Τσάρο όταν διαπίστωσαν ότι συνοδευόταν από τα παιδιά του κ.ά., εγγράφονται σε αυτή την παράδοση.
Η πάλη ενάντια στον ελιτισμό και την αντίληψη της φωτισμένης δεσποτείας (ή «πρωτοπορίας»), εκφράζεται μέσα από την αντίληψη ότι οι αναρχικοί δεν θεωρούμε τις κοινωνίες και τον λαό αδαείς τους οποίους πρέπει να απελευθερώσουμε εμείς για λογαριασμό τους, αλλά φορείς της ίδιας της χειραφέτησής τους, η οποία θα είναι συλλογική ή δεν θα είναι χειραφέτηση. Αυτό σημαίνει πχ το σύνθημα «η απελευθέρωση των εργαζομένων θα είναι έργο των ίδιων», το οποίο ο Μπακούνιν υπερασπιζόταν στη Διεθνή συγκρουόμενος με τον Μαρξ, και το οποίο αποκλείει κάθε υποτίμηση των μαζών ή ειρωνική παράκμψή τους.
Η πάλη ενάντια στην ανευθυνότητα, τέλος, προέρχεται ακριβώς από την πάλη ενάντια στον ελιτισμό και εκφράζεται από τη θέση ότι οι κοινωνίες είναι υπεύθυνες για τη διατήρηση όσων κερδίζουν και καταφέρνουν και τα οποία σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εμπιστευτούν σε οποιονδήποτε ειδικό, αυθεντία ή -με σημερινούς όρους- τεχνοκράτη. Ότι όλοι μας έχουμε την προσωπική και τελικά συλλογική υπευθυνότητα αυτών για τα οποία παλέψαμε.
Τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται μια δράση στα Εξάρχεια, η οποία βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της αντίληψης. Περιλαμβάνει την καταστροφή μιας κατοικημένης περιοχής και τον υποχρεωτικό εγκλεισμό των κατοίκων της στα σπίτια τους. Περιλαμβάνει την αδιαφορία σχετικά με τις ανάγκες των ανθρώπων αυτής της γειτονιάς και τον σαρκασμό αμάχων και περαστικών που που τρόμαξαν ή τραυματίστηκαν κατά τη διάρκεια ενός σε μεγάλο βαθμό ακατανόητου για αυτούς «πολέμου». Πέρσι, γυναίκα που κόντεψε να χάσει το πόδι της, έγινε στη συνέχεια αντικείμενο μιας συκοφαντικής επίθεσης τύπου Στέφανου Χίου («θα σας αποκαλύψουμε πολλά στοιχεία για το ποια ήταν αυτή») ή της αντίληψης ότι οι άνθρωποι που δεν συμμετέχουν στην «εξέγερση» είναι ασήμαντοι και αναλώσιμοι και καλά θα κάνουν να προσέχουν μη φάνε και καμιά ξώφαλτση, γιατί ο «κοινωνικός πόλεμος» δεν έχει χρόνο για αυτούς. Εφέτος άλλη μία βρέθηκε στο νοσοκομείο από φωτοβολίδα ευθείας βολής.
Τέλος, στην ίδια γειτονιά, η εκδίωξη της αστυνομίας αντιμετωπίζεται ως τελικός σκοπός, χωρίς να θεωρεί κανείς ότι η αρμονία της περιοχής απαιτεί σταθερή κοινωνική παρουσία. Το αποτέλεσμα είναι τη θέση της αστυνομίας στη γειτονιά να έχουν καταλάβει οι λογής λογής μαφιόζοι και η καθημερινότητα της πλατείας να περιλαμβάνει μαχαιρώματα και ανελέητο ξύλο μεταξύ τους, μπροστά στα έντρομα μάτια παιδιών ή ασυνήθιστων στην εικόνα ανθρώπων.
Δεν βρίσκω κανένα λόγο να κρύβουμε ότι αυτή η πρακτική βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα του αναρχισμού και είναι βαθύτατα αντι-ελευθεριακή, γιατί είναι ταυτόχρονα κυνική, ελιτίστικη και ανεύθυνη.
Ελπίζω να μην βρεθούμε σύντομα στο σημείο να δούμε τους καταστολείς να αντιμετωπίζονται ως απελευθερωτές εξαιτίας αυτών των πρακτικών.
Αλλά ίσως πρέπει να κάνουμε και κάτι για αυτό.