Πηγή: Katiousa
Λίγοι σήμερα γνωρίζουν τον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ και το έργο του. Και θα ήταν λιγότεροι αν το όνομά του δεν είχε χαραχτεί από την πένα ενός πασίγνωστου και αγαπημένου ποιητή, του Νίκου Καββαδία, ανάμεσα στους στίχους και τις ρίμες ενός ποιήματος που μελοποιήθηκε πολλά χρόνια αργότερα από τον Δημήτρη Ζερβουδάκη, και τραγουδιέται και στις μέρες μας από ανθρώπους κάθε ηλικίας. Τίποτα, βέβαια, από τα παραπάνω δεν έγινε τυχαία. Όλα ξεκίνησαν από την λογοτεχνική, αρχικά, συνάντηση των δυο ποιητών.
Αφορμή για το παρόν σημείωμα στάθηκε η ανάγνωση – αποσπασματικά μέχρι αυτή τη στιγμή, είναι η αλήθεια – μέρους του εξαιρετικού βιβλίου που κυκλοφόρησε σχετικά πρόσφατα (Νοέμβρης 2018) από τις εκδόσεις Άγρα, «Νίκος Καββαδίας – Ο αρμενιστής ποιητής». Ο Μιχάλης Γελασάκης (Εισαγωγή – Έρευνα – Κείμενα) φέρνει στο φως άγνωστες συνεντεύξεις, αλληλογραφία, ανέκδοτο και άγνωστο έργο του ποιητή, μαρτυρίες και άλλο υλικό για τον Νίκο Καββαδία. Ανάμεσα στις πάνω από 400 σελίδες του βιβλίου παρουσιάζεται για πρώτη φορά και μια άγνωστη επιστολή του Καίσαρα Εμμανουήλ προς τον Καββαδία, που γράφτηκε μετά την κυκλοφορία του γνωστού ποιήματος του δεύτερου «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ». Όμως ας πάρουμε την ιστορία μας από την αρχή.
Ο Καίσαρ Εμμανουήλ (1902-1970), με καταγωγή από την Πάτρα, γεννήθηκε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως καθηγητής φιλόλογος στην εκπαίδευση, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, και ως μεταφραστής (γνώριζε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά). Εξέδωσε μόλις τέσσερις ποιητικές συλλογές, ενώ ο κύριος όγκος του έργου του αποτελείται από ποιητικές, πεζογραφικές, θεατρικές και άλλες μεταφράσεις και διασκευές.
Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα στις αρχές τις δεκαετίας του ’20 συνεργαζόμενος με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, ένα από τα οποία ήταν ο «Ρυθμός», που θα μας απασχολήσει παρακάτω.
Η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδόθηκε το 1929, με τον τίτλο «Ο παράφωνος αυλός». «Στην πρώτη του εξόρμηση είναι επηρεασμένος από τις νέες ιδέες του καιρού του (…). Προβάλλει και υμνεί τον κοινωνικό επαναστάτη», γράφει ο Γιάνης Κορδάτος στην Ιστορία της Νεοεληνικής Λογοτεχνίας του, παραθέτοντας μερικούς χαρακτηριστικούς στίχους του Κ. Εμμανουήλ, για να συνεχίσει: «Αργότερα όμως άλλαξε ιδεολογική πορεία. (…) προσχώρησε και αυτός στη «μοντέρνα ποίηση». Είναι ένας από τους αιρετικούς, που έχουν «νέες» αισθητικές προτιμήσεις και τάσεις»…
Όπως σημειώνει ο Μιχάλης Γελασάκης, το περιοδικό «Ρυθμός» κυκλοφόρησε στον Πειραιά για πρώτη φορά τον Σεπτέμβρη του 1932 φιλοξενώντας το ποίημα του νεαρού Νίκου Καββαδία «Παράπονο», που ένα χρόνο αργότερα θα τυπωθεί στη συλλογή «Μαραμπού» με τον τίτλο «Mal du départ». Τρεις μήνες αργότερα, τον Δεκέμβρη του 1932, στο ίδιο περιοδικό δημοσιεύεται το ποίημα του Καίσαρα Εμμανουήλ «Taedium Vitae». Ο λατινικός τίτλος σημαίνει κατά μια εκδοχή αηδία της ζωής, ενώ κατά μια άλλη άχθος (βάρος, φορτίο, λύπη) της ζωής. Και οι δυο εκδοχές εκφράζουν πεσιμισμό και παραίτηση, που διαπνέει άλλωστε τους στίχους του ποιήματος.
Το ποίημα θα εκδοθεί το 1951 στην ποιητική συλλογή «Stilae Sanguinis» αρκετά τροποποιημένο, ενώ η τελική του μορφή βρίσκεται και στη συγκεντρωτική έκδοση «Καίσαρ Εμμανουήλ – Ποιήματα» (επιμέλεια: Κώστα Στεργιόπουλου, εκδόσεις Πρόσπερος, 1980), που έχει εξαντληθεί. Το αντιγράφω από εδώ:
Taedium Vitae
Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δε μας σώζει.
Του δωματίου σου η χλιδή, η ευωδιαστή ατμόσφαιρα,
το σώμα σου, ένα αμάλγαμα από σμάλτο και κοράλλι,
που ως τρόπαιο, ακόλαστη, όρθωσες μπροστά μου αχτινοβόλο,
λυτή την άγρια αφήνοντας αγέλη των ιμέρων,
όπλα σκληρά είναι που χτυπούν απελπισμένα απόψε
τα σινικά της πλήξης μας τα τείχη!Προς τη Σιωπή με τα πικρά και σφραγισμένα χείλη
έχω, οδοιπόρος που η σκληρή θύελλα μαστίζει, στρέψει.
Σ’ αυτή την επικίνδυνη και σκοτεινή καμπύλη,
όταν ωραία θα φλέγεσαι, μαρμάρινη εσύ στήλη,
μη με ζητήσεις: μια κλειστή θα κρούεις και ξένη πύλη!Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δε μας σώζει.
Από μια κούραση βαθιά θανατωμένες πέφτουν,
πέφτουν και σήπονται σωρό των στοχασμών οι αλκυόνες
μες στου κρανίου μας τις βουβές και νυχτωμένες κόχες.Κάτω απ’ αυτό το αχάτινο του πολυελαίου μας φέγγος
(σα να θρηνεί στην οροφή μια τρυφερή σελήνη!)
μες στην πυκνή κι ευωδιαστή της κοίτης σου ατμόσφαιρα,
όπου η ηδονή σα θάνατος φενακισμένος έρπει,
μια μέθη αλλόκοτη η θολή γεύεται απόψε σκέψη:
πως ρόδα εβένινα ο ουρανός από ψηλά κυλώντας,
μια πομπική, νεκρώσιμη μας ετοιμάζει στέψη!
Ο Νίκος Καββαδίας διαβάζει το ποίημα και σαν απάντηση δημοσιεύει στον «Ρυθμό», τον Μάρτη του 1933, πριν ακόμα τυπωθεί η πρώτη του ποιητική συλλογή, «Μαραμπού», το ποίημα «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ». Το ποίημα μελοποιήθηκε και τραγουδήθηκε από τον Δημήτρη Ζερβουδάκη (αφού πρώτα αφαιρέθηκαν στίχοι και τροποποιήθηκαν κάποιοι άλλοι, κάτι το οποίο προκάλεσε επικριτικά σχόλια) στον δίσκο «Ακροβάτης» (1989).
Αντιγράφω το ποίημα από τη συλλογή «Μαραμπού» (εκδόσεις Άγρα, 1995):
Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ
«Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δεν μας σώζει…»
ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛΞέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ’ αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη.Κάτι που θα ’κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά·
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.Κάτι που θα ’κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,
που αβρές μαθήτριες τ’ αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
με κάποιον τρόπο που, όπως λεν, δε γέλασαν ποτέ.Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ… Σκεφτείτε… Εγώ.
Ένα καράβι… Να σας πάρει, Καίσαρ… Να μας πάρει…
Ένα καράβι που πολύ μακριά θα τ’ οδηγώ.Μια μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
— Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.Οι πολιτείες οι ξένες θα μας δέχονταν,
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
κι εγώ σ’ αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
για τους αστερισμούς ή για τα κύματα,
για τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.Όταν πυκνή η ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν’ ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ’ ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει·
εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουίσκυ.Και μια γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος
—μια γριά σ’ ένα πολύβοο καφενείο—
μια αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,
κι ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.Και μια βραδιά στη Μπούρμα ή στη Μπατάβια
στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει
γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,
θα δείτε –ίσως– τη Γκρέτα να επιστρέψει.Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι από ένα χωματένιο πεζό μνήμα,
δε θα ’ναι ποιητικότερο και πι’ όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ’ άγριο κύμα;Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,
που ίσως διαβάζοντάς τα να με οικτίρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.Η μόνη μου παράκληση όμως θα ’τανε,
τους στίχους μου να μην ειρωνευθείτε.
Κι όπως εγώ για έν’ αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελόν εσείς προσευχηθείτε.
Σύμφωνα με τον Μιχάλη Γελασάκη «η εκτίμηση του Καββαδία προς τον Εμμανουήλ είναι μεγάλη (…). Ο Εμμανουήλ διαβάζει την ποιητική απάντηση του Καββαδία και του στέλνει το παρακάτω γράμμα όπου του προτείνει να συναντηθούν από κοντά». Το γράμμα του Καίσαρα Εμμανουήλ, από το βιβλίο «Νίκος Καββαδίας – Ο αρμενιστής ποιητής»:
Πειραιάς 4 Μαρτίου 1933
Αγαπητέ μου φίλε,
Εδιάβασα με πολλή συγκίνηση στο Ρυθμό το ωραίο σου ποίημα που αφιερώνεις σε μένα. Το ποίημά σου αυτό -οφείλω να σου ομολογήσω ευθύς εξ αρχής- μου αφύπνισε πράγματα, περίεργους πόθους, έντονες τυραννικές νοσταλγίες, περιπαθείς χίμαιρες και κάθε είδους εξωτικές φαντασιώσεις που με δυνάστευαν επικίνδυνα νεότερο, μου αφύπνισαν, με μια λέξη, και μου διεπλάτυναν, μπορώ να πω, ένα γνώριμο, παλιό όνειρό μου, ένα όνειρο αναπλαττόμενο αδιάκοπα με τη ζέση μιας εφιαλτικής ηδυπάθειας: τ’ όνειρο της φυγής μου, όπως μ’ αρέσει να τ’ ονομάζω. Το ποίημά σου, φίλε μου, μου ήρθε σαν άρωμα τροπικών ωκεανών – ωκεανών, βέβαια, που δεν ευτύχησα να γνωρίσω, όπως εσύ, μα που η φαντασία αλίμονο! Με τόσην ευκολία σκηνοθετεί.
Τι ερεθισμοί, αλήθεια, τι γοητευτική απομόνωσις και πόση -ποιος ξέρει εξυγιαντική (παρ’ ολίγον να πω: ναυαγοσωστική…) δύναμις στην πραγματοποίηση μιας τέτοιας θριαμβευτικής εκκινήσεως! Με σένα σ’ ένα καράβι -έναν νέο προικισμένο με τα λαμπρότερα δώρα της Ποιήσεως και με τόση πείρα των εξωτικών ηδονών-, με τσιγάρα Camel και ουίσκυ, ε, ομολογώ ότι δεν θα δοκίμαζε μεγάλες δυσκολίες κανείς προκειμένου ν’ αλλάξει την προοπτική τής ζωής του!
Νομίζω, αγαπητέ μου, ότι είσαι τοποθετημένος επάνω στην κεντρική γραμμή των αισθητικών και ψυχικών μου επιδιώξεων. Οι επιδράσεις και οι συγγένειες είναι, φρονώ, φανερές.
Είσαι ένας ποιητής με ταλέντο – ένα ιδιότυπο ταλέντο, που με κάποια αυτονόμηση και αυτοπειθάρχηση θα μπορούσε πολύ σύντομα να φθάσει στο στάδιο της ωριμότητος. Τα δύο σου ποιήματα που έχω υπόψη μου είναι ποιήματα που δείχνουν φανερά μιαν έντονη ποιητική ιδιοσυγκρασία, που συγκροτούμενη και συνειδητοποιούμενη με τον καιρό, θα μπορέσει ν’ αποδώσει, με ρυθμό εντελώς προσωπικό, όλη την ανησυχία της σύγχρονης κοσμοπολίτικής μας ζωής.
Είσαι ένας decadent, αν αγαπάς τις ετικέτες. Κάτι περισσότερο, νομίζω: Φαίνεσαι ένας ηδονιστής. Και οι ποιηταί που αγαπούν με τόλμη την ηδονή κατακτούν πληρέστερα και ολοκληρωτικότερα την τέχνη. Έχω τη γνώμη ότι θα γνωρίσεις πολύ σύντομα τη χαρά των μεγάλων καλλιτεχνικών κατακτήσεων. Ελπίζω ότι δεν θα θελήσεις να μείνεις περισσότερο μέσα σ’ ένα τόσο αυστηρό «ινκόγκνιτο»… Ας αφήσουμε αυτούς τους φενακισμούς στους πρίγκιπας και στους επισήμους. Οι ποιηταί, που δείχνουν τόσο πρόθυμα την καρδιά τους στον κόσμο, πρέπει να δείχνουν πολύ προθυμότερα, φαντάζομαι, το πρόσωπό τους…
Γράψε μου πότε μπορείς να έλθεις να με δεις, ή, αν έχεις ενδοιασμούς ως προς τούτο, δώσε μου ένα ραντεβού σ’ ένα καράβι – στη γέφυρα ενός καραβιού το οποίον υποτίθεται, βέβαια, ότι… δεν θα φύγει τόσο απότομα, το βράδυ εκείνο, για το Χανόι (Σημ. Μιχ. Γελασ.: (αγγ. Hanoi): Πρωτεύουσα του Βιετνάμ και λιμάνι στον ποταμό Χογκχά) ή την Μπατάβια (Σημ. Μιχ. Γελασ.: Η παλιά ονομασία της πρωτεύουσας της Ινδονησίας, Τζακάρτα)…
Εκεί απάνω, με τη θάλασσα -την αγαπημένη θάλασσα- πυρακτωμένη ολόγυρα από τους ορείχαλκους μιας μουσικής αμφιλύκης (Σημ. Μιχ. Γελασ.: Το ημίφως κατά την αυγή (λυκαυγές) ή κατά τη δύση του ήλιου (λυκόφως), θα μιλήσουμε για πολλά πράγματα, και ίσως -αν ο καιρός είναι καλός και το ουίσκυ σου αρκετά δυνατό…- αποφασίσουμε να φύγουμε κι οι δυο μας κρυφά, αφού το θέλεις τόσο πολύ…
39, Δημητρίου Φαληρέως
Νέον ΦάληρονΦίλος σου Καίσαρ
Εμφανώς γοητευμένος από τη γραφή του νεαρού Καββαδία, όπως αποτυπώνεται στο γράμμα, ο Εμμανουήλ θα το στείλει στον εκκολαπτόμενο ομότεχνό του για να σηματοδοτηθεί, όπως σημειώνει ο Μιχάλης Γελασάκης στο «Νίκος Καββαδίας – Ο αρμενιστής ποιητής» η «έναρξη μιας γνωριμίας που θα οδηγήσει στην έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του 23χρονου Νίκου Καββαδία. Ήταν το Μαραμπού, που εκδόθηκε από το λογοτεχνικό περιοδικό Κύκλος, στου οποίου το περιβάλλον ανήκε ο Καίσαρ Εμμανουήλ. Ο ίδιος ανέλαβε να γράψει και το κριτικό εισαγωγικό σημείωμα ως πρόλογο της συλλογής. Το γράμμα είναι γραμμένο σε έξι επιστολόχαρτα της εταιρείας ασφαλίσεων όπου δούλευε ο Κ. Εμμανουήλ και βρίσκεται στο αρχείο της οικογένειας Καββαδία, στο οποίο υπάρχει ακόμη ένα γράμμα με αποστολέα τον Κ. Εμμανουήλ σταλμένο στις 7.5.38».
Έτσι, λοιπόν, συναντήθηκαν ο Καίσαρ Εμμανουήλ με τον Νίκο Καββαδία. Η συνάντησή τους οφείλεται στην τέχνη, τα ποιήματα, μα κι απ’ την ίδια τη συνάντηση προέκυψε τέχνη, το τραγούδι.
Ο Νίκος Καββαδίας γοήτευσε με την ποίησή του γενιές και γενιές, μελοποιήθηκε από πολλούς συνθέτες και συνεχίζει να συναρπάζει και να προσφέρει συγκινήσεις σε ανθρώπους όλων των ηλικιών. Το βιβλίο «Νίκος Καββαδίας – Ο αρμενιστής ποιητής», που προέκυψε μετά από την πολύχρονη και κοπιαστική έρευνα του Μιχάλη Γελασάκη, έρχεται να προσφέρει νέες συγκινήσεις δίπλα και μαζί με τις νέες ψηφίδες που συμπληρώνουν το μαγευτικό ψηφιδωτό του έργου και της προσωπικότητας του αγαπημένου μας Νίκου Καββαδία.