Μπάνια και πολύωρο άραγμα σε χρυσαφένιες παραλίες. Ατελείωτα ξενύχτια μέχρι πρωίας και χαρούμενες στιγμές. Φλερτ και εφήμεροι αλλά παθιασμένοι έρωτες, που θα θυμάσαι για μια ζωή. Αν ρωτήσεις σε μια παρέα πώς φαντάζονται τη ζωή κάποιου που δουλεύει σεζόν, σε ένα από τα δημοφιλέστερα ελληνικά νησιά, οι περισσότερες πιθανότητες είναι να σου απαντήσουν κάπως έτσι. Τουτέστιν, πως η δουλειά ενός εποχικού υπαλλήλου σε ένα τουριστικό παράδεισο είναι μια φυσική προέκταση των καθιερωμένων καλοκαιρινών του διακοπών, με το επιπλέον προτέρημα πως πληρώνεται κιόλας για να απολαμβάνει τις χαρές και τις ομορφιές της μαγευτικής ελληνικής νησιωτικής χώρας. Η αλήθεια βέβαια δεν είναι ακριβώς έτσι, όπως μαθαίνουν όλο και περισσότεροι νέοι της πατρίδας μας, που σπεύδουν στους νησιωτικούς προορισμούς του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους για να βγάλουν τα προς το ζην και να περάσουν καλά, μόνο και μόνο για να προσγειωθούν ανώμαλα στην πραγματικότητα. Είναι ακόμα νωπές οι αποκαλύψεις άλλωστε για εργαζόμενους που υποχρεώνονται από τους εργοδότες να μένουν σε κοντέινερ, αντί για κανονικά σπίτια, σε συνθήκες πολλές φορές απάνθρωπες. Ενώ και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη παραμένει ρώσικη ρουλέτα, ακόμα και σε διεθνούς φήμης νησιά, όπως η Μύκονος. Εκεί όπου το ακτινολογικό μηχάνημα του Κέντρου Υγείας του νησιού μένει εκτός λειτουργίας ιδιαιτέρως συχνά, ενώ απουσίαζε εντελώς από τους χώρους του όταν πραγματοποίησε αιφνιδιαστικό έλεγχο το Σώμα Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας Πρόνοιας.
Η καθημερινότητα στους «επίγειους παραδείσους» του Αιγαίου είναι εξαντλητική για τους εργαζόμενους σε αυτούς, με ελάχιστο ελεύθερο χρόνο, εξαιρετικά βεβαρημένο πρόγραμμα και μια ρουτίνα γεμάτη κούραση και υποχρεώσεις. Η οποία σπάνια (αν όχι ποτέ) προσεγγίζει το παραμυθένιο, ρομαντικά πλασμένο, αφήγημα που οι περισσότεροι από εμάς χτίζουμε για όσους εργάζονται σεζόν σε νησί.
Το ωράριο από μακρύ έως ανύπαρκτο, η συμβίωση με τους συγκατοίκους αλλά και η ίδια η κατοικία που θα σου δώσουν να διαμείνεις, λαχείο, ενώ δεν λείπουν και τα δυσάρεστα απρόοπτα, όπως μας εξηγούν τέσσερις άνθρωποι που έχουν περάσει τα καλοκαίρια τους εργαζόμενοι σε τουριστικές επιχειρήσεις. Υπάρχει ωστόσο και ένα θετικό στην όλη υπόθεση, στο οποίο συμφωνούν όλοι οι ερωτηθέντες: πως ο έρωτας ζει και βασιλεύει στα νησιά. Και ενίοτε οδηγεί και στην εκκλησία.
VICE: Πόσα χρόνια έχεις δουλέψει στον τουριστικό τομέα στα ελληνικά νησιά και σε τι πόστο;
Μαριάννα Παρασκευά, 32 ετών: Δύο χρόνια, ως υπεύθυνη κρατήσεων σε beach bar-restaurant.
Τάσος Λάλας, 30 ετών: Επτά χρόνια, ως barman.
Τζένα Σοφού, 32 ετών: Εννιά χρόνια, ως barwoman και σερβιτόρα.
Λεωνίδας Μουμούρης, 42 ετών: Εννιά χρόνια συνολικά, ως μάγειρας. Τα επτά χρόνια ως επαγγελματίας, συν δύο καλοκαίρια που έκανα την πρακτική μου άσκηση.
«Σε opening γνωστού beach bar, τα παιδιά του service να δουλεύουν οικοδομή […] Στα χαρτιά θεωρείσαι οκτάωρος, στην πράξη δουλεύεις 12ωρος και εν τέλει βλέπεις ένσημα εξάωρου».
Ποιο έτος εργάστηκες για πρώτη φορά, τι εντύπωση σου είχε δημιουργήσει τότε και τι αναμνήσεις σου άφησε;
Μαριάννα: Εργάστηκα για πρώτη φορά το 2010 και μου είχε δημιουργήσει θετικές αναμνήσεις. Πολλές οι ώρες δουλειάς, αλλά πιο κεφάτο το προσωπικό, οι ιδιοκτήτες και πολύ υψηλές οι αμοιβές και τα μεροκάματα.
Τάσος: Το 2008, στη Νάξο. Μου είχε κάνει πολύ καλή εντύπωση, καθώς ήταν η πρώτη φορά που έφευγα μακριά από το σπίτι μου και ακόμη και τώρα οι εντυπώσεις και οι αναμνήσεις είναι πολύ καλές.
Τζένα: Πρώτη φορά σε νησί πήγα στα 21 μου, το 2007. Τότε όλα μου φαίνονταν πιο ανάλαφρα και πιο εντυπωσιακά, απ’ ό,τι πραγματικά ήταν. Κοιτώντας τώρα πίσω, έχω να πω πως κάποια πράγματα σε σχέση με τα εργασιακά θα μπορούσα να τα είχα χειριστεί καλύτερα, για το προσωπικό μου όφελος. Γενικά, υπήρξαν καλές και κακές στιγμές, όμως η επίγευση είναι γλυκιά.
Λεωνίδας: Το 2012 ως επαγγελματίας και είναι από τα πιο ωραία καλοκαίρια που έχω περάσει, επειδή ήταν καινούρια εμπειρία. Γνώρισα κόσμο με τον οποίο έχω ακόμη σχέσεις.
«Όταν αυτό το ρεπό ερχόταν -γύρω στα τέλη Αυγούστου που ήμασταν πολλοί ακόμη-, μου έβγαινε όλη η κούραση. Πονούσα ολόκληρη».
Τι περιλαμβάνει το καθημερινό πρόγραμμα ενός εργαζομένου σε τουριστικό επάγγελμα; Πόσες είναι οι ώρες εργασίας, υπάρχει φιξαρισμένο ωράριο και η έννοια του ρεπό;
Μαριάννα: Πρόγραμμα δεν υπάρχει. Στη Μύκονο είσαι σε επιφυλακή για ό,τι χρειαστεί ο πελάτης. Ο καθένας έχει το πόστο που του ανατίθεται, αλλά βοηθάει και όπου χρειαστεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, σε opening γνωστού beach bar, τα παιδιά του service να δουλεύουν οικοδομή, για να βοηθήσουν στο γρηγορότερο άνοιγμα του μαγαζιού. Εξτρά εργατικά χεριά δεν έπαιζαν. Στα χαρτιά θεωρείσαι οκτάωρος, στην πράξη δουλεύεις 12ωρος και εν τέλει βλέπεις ένσημα εξάωρου. Μιλάμε πάντα για βάρδιες επτά ημέρες την εβδομάδα και ρεπό μόνο πριν από τον Ιούνιο και μετά τα μέσα Σεπτεμβρίου.
Τάσος: Είναι ανάλογα τον χώρο που θα εργαστεί κάποιος και τις ώρες λειτουργίας του καταστήματος. Συνήθως στις σεζόν ο χρόνος εργασίας είναι περισσότερος από τον συνηθισμένο. H έννοια του ρεπό υπάρχει, all;a στις αρχές και στα τέλη μιας σεζόν, που τα πράγματα είναι πιο χαλαρά από άποψη δουλειάς.
Τζένα: Φιξαρισμένη ήταν η ώρα που το μαγαζί άνοιγε, όχι η ώρα που θα έφευγα. Ο μέσος όρος εργασίας ήταν δέκα ώρες. Δεν είναι, όμως, μόνο οι ώρες που παίζουν ρόλο στην όλη κούραση. Είναι η ορθοστασία, τα πέρα-δώθε, η εξυπηρέτηση του όποιου πελάτη – δυστυχώς δεν τους διαλέγουμε. Επίσης, τα τελευταία χρόνια δούλευα και σε μια δεύτερη δουλειά που είχε να κάνει με φωτογραφίσεις σε events, οπότε υπήρχαν μέρες που πήγαινα πιο αργά στο μαγαζί, επειδή από το μεσημέρι ήμουν στην άλλη δουλειά. Συνεπώς, όταν αυτό το ρεπό ερχόταν -γύρω στα τέλη Αυγούστου που ήμασταν πολλοί ακόμη-, μου έβγαινε όλη η κούραση. Πονούσα ολόκληρη.
Λεωνίδας: Ρεπό δεν υφίσταται. Οι επιχειρήσεις, ειδικά οι μικρές, δεν έχουν τη δυνατότητα να απασχολούν πολλούς εργαζόμενους, ώστε να υπάρχει το περιθώριο του ρεπό. Συνήθως, ειδικά στη δουλειά του μάγειρα, τα ωράρια είναι ολοήμερα και ελεύθερο χρόνο έχεις κυρίως τη νύχτα, όταν σχολάς.
Ελεύθερος χρόνος, για να ασχοληθείς με κάποιο από τα χόμπι σου υπήρχε ή ήταν είδος πολυτελείας;
Μαριάννα: Σαφέστατα και ήταν είδος πολυτελείας. Σε ολοήμερο μαγαζί ξεκινάς νωρίς και τελειώνεις αργά – γύρω στις δύο το πρωί. Σε μπαρ που ανοίγουν μετά τις 23:00, ίσως τα πρωινά να κάνεις και το μπανάκι σου. Βέβαια, εκεί σχολάς επτά και οκτώ το πρωί.
Τάσος: Όταν το επέλεγα υπήρχε, αν και συνήθως ήταν αδύνατον, λόγω σωματικής κούρασης.
Τζένα: Όχι, δύσκολο.
Λεωνίδας: Στη σεζόν, σπάνια έχεις ελεύθερο χρόνο για οτιδήποτε άλλο. Στην καλύτερη περίπτωση τα βράδια να βρεθείτε με άλλους συναδέλφους και να τα πείτε.
«Έχω μείνει μέχρι και σε σπηλιά που την είχαν μετατρέψει σε σπίτι, σε υπόγειο και σε αποθήκη, που την είχαν κάνει κατοικήσιμη. Έχω μείνει σε διάφορα σπίτια – από μόνη μου, μέχρι και με άλλους επτά».
Απρόοπτα υπήρξαν; Τι ήταν αυτό που συνάντησες και δεν είχες καν σκεφτεί πως θα περιλάμβανε η περίοδος εργασίας σου στη νησιωτική Ελλάδα;
Μαριάννα: Απρόοπτα φοβερά δεν υπήρξαν. Τον άγραφο νόμο τον γνωρίζεις εξαρχής.
Τάσος: Φυσικά και υπήρξαν. Πάντα θα υπάρχουν. Πήγα σε ένα μέρος που δεν ήξερα κανέναν, δεν ήξερα πού θα μένω, με ποιους συγκάτοικους θα είμαι και δεν είχα ιδέα για τις συνθήκες εργασίας.
Τζένα: Το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό είναι όταν ένα βράδυ, την ώρα του χαμού και ενώ είχα μπροστά μου ένα σκασμό παραγγελίες, έρχεται ο εργοδότης μου και μου λέει «Παράτα ό,τι κάνεις και έλα μαζί μου». Κάποιος είχε γεμίσει όλη την τουαλέτα με τις ακαθαρσίες του. ΟΛΗ, ΠΑΝΤΟΥ. Κρατούσα τσίλιες μην κατέβει πελάτης, όσο εκείνος είχε μπει μέσα με μάσκα, χλωρίνη και πιεστικό. Κατά τα άλλα, εντάξει, διάφορα σκηνικά με μεθυσμένους και μη, όμως τίποτα το αξιοσημείωτο, από όσο θυμάμαι.
Λεωνίδας: Απρόοπτα, δεν ξέρω. Σίγουρα είναι διαφορετική η δουλειά και η ροή της σε σχέση με την Αθήνα, επειδή έχεις να κάνεις κυρίως με τουρίστες, που έχουν διαφορετικές συνήθειες στο φαγητό και κάπως πρέπει να προσαρμοστούν οι δικές σου συνήθειες στις δικές τους. Ειδικά η κουλτούρα μας στο φαγητό, σε σχέση με τους Ευρωπαίους, είναι εντελώς διαφορετική.
Ο χώρος που έμενες ήταν όπως τον περίμενες; Τι ρόλο έπαιξε η συγκατοίκηση στη συνολική σου εμπειρία από τη σεζόν σε νησί;
Μαριάννα: Οι δωρεάν κατοικίες είναι ένα θέμα. Στοιβάζουν σε κακοδιατηρημένα σπίτια από πέντε άτομα και άνω, για χαμηλότερο κόστος. Υπάρχουν, όμως και τυχεροί που έχουν βρεθεί με ωραίο σπίτι, σε όμορφη τοποθεσία.
Τάσος: Το σπίτι που μας νοίκιασε η επιχείρηση δεν ήταν το ιδανικό. Δεν γνώριζα προηγουμένως τους συγκατοίκους μου και όπως είναι φυσιολογικό αυτό δυσκολεύει τις συνθήκες, καθώς ο κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του συνήθειες και ιδιαιτερότητες. Η συγκατοίκηση θεωρώ ότι δυσκολεύει τις συνθήκες στο σύνολο της σεζόν, εκτός αν κάποιος καταφέρει και ταιριάξει με τον συγκάτοικό του και υπάρχει αρμονία.
Τζένα: Έχω μείνει μέχρι και σε σπηλιά που την είχαν μετατρέψει σε σπίτι, σε υπόγειο και σε αποθήκη, που την είχαν κάνει κατοικήσιμη. Έχω μείνει σε διάφορα σπίτια – από μόνη μου, μέχρι και με άλλους επτά. Κοίτα, δεν περιμένεις πολλά, τους βασικούς κανόνες υγιεινής και να μην έχεις ανεπιθύμητα κατοικίδια – και αυτά τα είχα. Όσο για τη συγκατοίκηση, είναι εμπειρία, κάποιες φορές για γερά νεύρα. Ευτυχώς, με τα πολλά άτομα έμενα στα 21 μου και τα τελευταία χρόνια έμενα με μια κοπέλα, την Ντίνα, που τα βρίσκαμε μια χαρά.
Λεωνίδας: Είχα την τύχη να μένω μόνος στο δωμάτιο. Ξέρω ότι η συγκατοίκηση είναι λαχείο και επειδή ο χρόνος που περνάς στο δωμάτιό σου είναι σημαντικός για την ηρεμία και την ξεκούρασή σου, είναι πολύ άσχημο να σου τύχει κάποιος που δεν ταιριάζουν τα χνώτα σας.
Το μπάνιο στη θάλασσα ήταν συχνό ή σπάνιο φαινόμενο;
Μαριάννα: Στη high season -δηλαδή Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο- απλά δεν υπήρχε ως επιλογή. Μάιο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο, μία με δύο φορές τη βδομάδα, ανάλογα το ρεπό σου.
Τάσος: Αν δεν δουλεύεις το πρωί, το μπάνιο είναι σχεδόν καθημερινό φαινόμενο.
Τζένα: Το καλό με το νησί είναι ότι οι αποστάσεις είναι διαφορετικές. Επίσης, έμενα στο λιμάνι τα περισσότερα χρόνια, οπότε είχα παραλία κάτω από το σπίτι. Μπορεί να μην ήταν η καλύτερη του νησιού, αλλά προλάβαινα να κάνω μια βουτιά, αν το ήθελα. Πάντως, μπάνιο, με την έννοια του αράγματος στην παραλία, δεν υπήρχε σε καθημερινή βάση σίγουρα: το περισσότερο που θα καθόμουν ήταν ένα τρίωρο.
Λεωνίδας: Μπάνιο σχεδόν ποτέ. Πάντα έφευγα από την Αθήνα με το μαύρισμα της μηχανής και γυρνούσα πιο λευκός.
Χρόνος για καλοκαιρινούς έρωτες υπάρχει;
Μαριάννα: Αυτό σίγουρα υπάρχει. Συσχετίζεσαι με τόσους ανθρώπους καθημερινά που το φλερτ δίνει και παίρνει.
Τάσος: Πάντα θα υπάρχει χρόνος για καλοκαιρινούς έρωτες.
Τζένα: Για τον έρωτα πάντα υπάρχει χρόνος.
Λεωνίδας: Χρόνος για έρωτες πάντα υπάρχει. Τη γυναίκα μου τη γνώρισα εδώ στην Αμοργό. Εργαζόταν σε γειτονικό μαγαζί.
Πόσα χρήματα ξόδευες μηνιαία για τη διατροφή σου;
Μαριάννα: Ευτυχώς, τα βασικά γεύματά μας τα παρείχε η επιχείρηση. Σούπερ μαρκετ πήγαινα για βασικά πράγματα και ξόδευα περίπου 40 ευρώ τη βδομάδα.
Τάσος: Αν σου παρέχει η επιχείρηση τροφή, τα χρήματα που ξοδεύεις μπορεί να είναι πολύ λίγα. Αν πάλι όχι, υπολογίζω ένα ποσό γύρω στα 300-400 ευρώ μηνιαίως.
Τζένα: Κατά μέσο όρο, για να έχεις και μια καλή διατροφή –να μην τρως μόνο σουβλάκια- και να μαγειρεύεις καμιά φορά κάτι γρήγορο στο σπίτι, θέλεις ένα 300άρι σίγουρα.
Λεωνίδας: Τις πιο πολλές φορές το φαγητό σου στο παρέχει η επιχείρηση που εργάζεσαι, αν είναι εστιατόριο φυσικά. Οπότε δεν χρειαζόταν να ξοδέψεις πολλά σε φαγητό.
Τελικά η σεζόν σε νησί θύμιζε σε τίποτα διακοπές;
Μαριάννα: Καμία σχέση. Ίσως κάπου να είναι πιο χαλαρά, αλλά σε μεγάλα νησιά η σεζόν είναι κουραστική και απαιτητική.
Τάσος: Έχει στοιχεία διακοπών, αλλά όχι, θα έλεγα πως ο πρωταγωνιστής είναι η εργασία.
Τζένα: Ε, όχι. Ίσως η εικόνα να είναι που μπερδεύει τους ανθρώπους και θεωρούν πως αυτοί που δουλεύουν σε νησιά κάνουν διακοπές και ζωάρα. Σίγουρα είναι πιο ωραίο το να ξυπνάς και να βλέπεις θάλασσα, από το να μπαίνεις στο αμάξι και να πήζεις στην κίνηση και το τσιμέντο, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν δουλεύεις σκληρά. Απλώς, με πιο όμορφη θέα.
Λεωνίδας: Η δουλειά στο νησί μπορεί να είναι, ειδικά κάποιους μήνες, πολύ απαιτητική, αλλά δεν έχει σε καμία περίπτωση την αίσθηση της πόλης. Ο αέρας του νησιού είναι πάντα αναζωογονητικός.
Δουλεύεις ακόμη ως εποχικός τουριστικός υπάλληλος; Αν όχι, μετά από πόσες σεζόν σταμάτησες και γιατί;
Μαριάννα: Όχι. Το ωράριο και η εποχικότητα, μαζί με τις συνθήκες, δεν με καλύπτουν πλέον.
Τάσος: Όχι, δεν δουλεύω ακόμη εποχιακά. Σταμάτησα μετά από επτά χρόνια, επειδή ήθελα να έχω κάτι πιο σταθερό και μόνιμο στην εργασία, να μένω στο σπίτι μου και να απολαμβάνω την ομορφιά των ελληνικών νησιών χωρίς να δουλεύω.
Τζένα: Δεν δουλεύω πια. Το 2015 συνάντησα στο νησί τον έρωτα – όπως λέγαμε και προηγουμένως. Το 2016 κατέβηκα μόνο για κάποιες φωτογραφίσεις σε events και το 2017 έγινα μαμά.
Λεωνίδας: Πλέον έχω τη δική μου επιχείρηση στην Αμοργό, πιστεύοντας στην αποκέντρωση.