Έχει ξεκινήσει να σουρουπώνει και ο ζεστός ήλιος λούζει τον Ασπρόπυργο με ένα βαθύ πορτοκαλί χρώμα. Το ημερολόγιο γράφει 13 Αυγούστου 2002 και ο Γιάννης Παπακώστας, ένας φαντάρος 20 ετών που έχει πάρει άδεια ενόψει Δεκαπενταύγουστου, έχει βγει για καφέ με τους φίλους του. Καθώς επιστρέφουν όλοι μαζί απολαμβάνοντας τη χαλαρή βόλτα με τα μηχανάκια τους πάνω στην καυτή άσφαλτο, σταματούν σε ένα STOP, πολύ κοντά στο Αστυνομικό Τμήμα του Ασπροπύργου. «Μόλις φτάσαμε στη διασταύρωση, ένα περιπολικό ξεκίνησε έξω από το Τμήμα. “Ρε μαλάκες, έρχεται η Αστυνομία”, φώναξε ένας και αμέσως όλοι άνοιξαν το γκάζι. Γκάζωσα και ’γω, για να μην μείνω πίσω και τους χάσω», λέει ο Γιάννης Παπακώστας.
Ο φαντάρος, που εκείνη την ημέρα οδηγούσε χωρίς δίπλωμα, δεν καταφέρνει να ξεφύγει από το περιπολικό. «Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, αισθάνθηκα δύο φώτα να είναι κολλημένα στην πίσω ρόδα μου. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα ένα περιπολικό με αναμμένο φάρο να με ακολουθεί κατά πόδας, λίγο ακόμη και θα έπεφτε πάνω μου. Το βλέμμα μου συναντήθηκε με εκείνο του αστυνομικού, που μου έκανε σήμα να κάνω δεξιά».
Η πρώτη προσαγωγή
Ο Γιάννης σταματά το μηχανάκι του μπροστά από ένα εργοστάσιο χαρτοποιίας, όπου λόγω της παραγωγής το έδαφος είναι λασπώδες.
Δύο αστυνομικοί βγαίνουν από το περιπολικό.
«Πέσε κάτω τώρα», τον διατάζει ένας από αυτούς.
«Έχει λάσπες, δεν μπορώ», απαντάει ο Γιάννης.
«Είπα, πέσε κάτω τώρα», επιμένει ο αστυνομικός.
«Δεν μπορώ, έχει νερά», ανταπαντά ο Γιάννης.
Ο αστυνομικός πλησιάζει, τον πιάνει από τον ώμο και τον σπρώχνει προς τα κάτω με δύναμη, περνώντας του τις χειροπέδες στα χέρια. Ο αστυνομικός βάζει τόση δύναμη, που στο χέρι του Γιάννη υπάρχει ακόμη το σημάδι από τις χειροπέδες, 15 χρόνια μετά από εκείνο το βράδυ.
«Δώσε μου τα χαρτιά σου», λέει σε έντονο ύφος ο αστυνομικός.
«Είναι στην κωλότσεπη. Λύσε με να σου τα δώσω», απαντάει ο Γιάννης.
«Ο αστυνομικός έβαλε το χέρι του στην τσέπη και πήρε το πορτοφόλι μου, ψάχνοντας για τα χαρτιά μου, παρότι δεν αρνήθηκα να του τα δώσω ο ίδιος», λέει στο VICE.
«Τι κάνεις εκεί, ρε;», λέει εκνευρισμένος στον αστυνομικό. «Μου είπες να σου τα δώσω και δεν σου τα έδωσα;».
«Πάμε στο Τμήμα, που θα αντιμιλήσεις!», ήταν η επόμενη φράση του αστυνομικού.
Την ώρα που ο Γιάννης φτάνει με τους δύο αστυνομικούς στο Αστυνομικό Τμήμα, ένας ανώτερος εμφανίζεται μπροστά τους.
«Τι έκανε το παιδί;», ρωτάει.
«Την κοπάνησε, όταν του ζητήσαμε να σταματήσει», απαντάει ο αστυνομικός που τον είχε συλλάβει.
«Ποιος την κοπάνησε; Μου είπες να κάνω δεξιά και έκανα», λέει ο Γιάννης.
«Ποιον λες να πιστέψουν; Εσένα ή εμένα;», απαντάει ο αστυνομικός χαμογελώντας ειρωνικά.
Το πρώτο ηλεκτροσόκ
Οι αστυνομικοί βάζουν τον Γιάννη να καθίσει σε έναν καναπέ, στον προθάλαμο του Αστυνομικού Τμήματος. Τα χέρια του να είναι ακόμη δεμένα με τις χειροπέδες. Από το σημείο που βρίσκεται, έχει οπτική επαφή με το κρατητήριο, όπου βρίσκονται πάνω από δέκα κρατούμενοι. Κοιτάζει γύρω του και το μόνο που βλέπει είναι δύο κοπέλες που περίμεναν αδιάφορες.
«Μετά από λίγο, ήρθε μπροστά μου ένας αστυνομικός και με κοίταξε στα μάτια αφ’ υψηλού», λέει Γιάννης Παπακώστας στο VICE.
«Γιατί την κοπάνησες ρε;», τον ρωτάει ο αστυνομικός.
«Δεν την κοπάνησα», απαντάει εκείνος.
«Γιατί την κοπάνησες;».
«Δεν την κοπάνησα».
«Γιατί την κοπάνησες;».
«Δεν την κοπάνησα».
«Πάρτε τις κοπέλες από εδώ», λέει ο αστυνομικός σε κάποιους συναδέλφους του.
Οι αστυνομικοί απομακρύνουν τις δύο γυναίκες, που δεν έχουν πλέον οπτική επαφή με τους δύο άνδρες.
«Λέγε, γιατί την κοπάνησες;», ρωτάει ξανά ο αστυνομικός.
«Δεν την κοπάνησα», λέει και πάλι ο Γιάννης.
«Γιατί την κοπάνησες;».
«Δεν την κοπάνησα».
«Γιατί την κοπάνησες;».
«Δεν την κοπάνησα».
Ο αστυνομικός στέκεται μπροστά στον συλληφθέντα και παίρνει μερικά δευτερόλεπτα. O Γιάννης διηγείται στο VICE τις στιγμές που ακολούθησαν: «Ξαφνικά, σήκωσε το χέρι του και μου ακούμπησε ένα μηχάνημα στο στήθος. Έμοιαζε με φακό. Κατέβασα ενστικτωδώς τα μάτια μου, για να δω τι είναι. Καθώς έκανα να κοιτάξω, πάτησε ένα κουμπί και αμέσως έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου, έχασα το φως μου. Ένιωσα ένα τόσο δυνατό τράνταγμα, που δίπλωσα στον καναπέ από τον πόνο. Στη συνέχεια, ακούμπησε το μηχάνημα ανάμεσα στα πόδια μου και πάτησε ξανά το κουμπί. Μια, δυο, τρεις. Ήταν τόσο δυνατό και κοντά στα γεννητικά όργανα, που έπεσα και κουλουριάστηκα στο έδαφος».
Το δεύτερο θύμα βασανιστηρίων με ηλεκτροσόκ
Η ελληνική Δικαιοσύνη και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) θα αποφανθούν αργότερα ότι εκείνο το βράδυ, στο Αστυνομικό Τμήμα Ασπροπύργου, ο Γιάννης Παπακώστας έπεσε θύμα βασανισμού με μια συσκευή ηλεκτροσόκ από τον αστυνομικό Χρήστο Ευθυμίου. Τον Δεκέμβριο του 2011, ο τελευταίος θα κριθεί ένοχος για την πραγματοποίηση βασανιστηρίων κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ενώ τον Φεβρουάριο του 2014, το Εφετείο θα κρίνει και πάλι ένοχο τον αστυνομικό, επιβάλλοντάς του ποινή φυλάκισης πέντε ετών, που ωστόσο ήταν εξαγοράσιμη, καθώς και επιβολή προστίμου πέντε ευρώ ανά εξαγοράσιμη ημέρα φυλάκισης για τρία χρόνια. Η παραπάνω ποινή θα κριθεί αργότερα ανεπαρκής από το ΕΔΔΑ, που θα καταδικάσει την Ελλάδα για παραβίαση της απαγόρευσης βασανιστηρίων και του δικαιώματος των πολιτών σε δίκαιη δίκη, αφού η υπόθεση κράτησε συνολικά πάνω από 12 χρόνια.
Η μάχη για την ανάδειξη της ενοχής του αστυνομικού που βασάνισε τον Γιάννη Παπακώστα ξεκίνησε το ίδιο βράδυ, όταν ο 20χρονος πέρασε την πόρτα του κρατητηρίου, λίγα λεπτά μετά τον βασανισμό του. Εκεί βρισκόταν ήδη ο Γιώργος Σιδηρόπουλος, ένας ανήλικος παλιννοστούντας Ελληνοπόντιος, που γεννήθηκε στη Σοβιετική Ένωση το 1985 και πραγματοποίησε «όνειρο της επιστροφής στην πατρίδα» σε ηλικία έξι ετών, μετά την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Παρότι αμφότεροι έμεναν στον Ασπρόπυργο, ο Γιώργος και ο Γιάννης δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους. Ωστόσο, είχαν ένα κοινό: το βράδυ εκείνης της 13ης Αυγούστου, είχαν πέσει και οι δύο θύμα βασανισμού από τον ίδιο αστυνομικό. Μάλιστα, ο Γιώργος Σιδηρόπουλος πέρασε την πόρτα του Αστυνομικού Τμήματος λίγες ώρες πριν από τον Γιάννη Παπακώστα, με αποτέλεσμα, όταν ο τελευταίος υπέστη το ηλεκτροσόκ, ο 17χρονος να γίνει μάρτυρας του βασανιστηρίου στο οποίο είχε υποβληθεί λίγες ώρες νωρίτερα. Όπως λέει ο Γιώργος Σιδηρόπουλος στο VICE, «όταν ο αστυνομικός έκανε ηλεκτροσόκ στον Γιάννη, άκουσα τον ήχο της συσκευής και αμέσως μετά μια φωνή να ουρλιάζει “Τι μου κάνεις εκεί;”. Κοίταξα από το παράθυρο της πόρτας και τον είδα διπλωμένο στο πάτωμα».
«Αυτό που κάνεις με το ηλεκτροσόκ δεν θα πάει μακριά»
«Σήκω πάνω», φώναξε ο αστυνομικός στον Γιάννη Παπακώστα, που έμεινε σωριασμένος στο έδαφος μετά το ηλεκτροσόκ.
«Δεν μπορώ», απάντησε εκείνος.
Εκείνη τη στιγμή, πλησίασε ένας άλλος αστυνομικός. «Αυτό που κάνεις με το ηλεκτροσόκ δεν θα πάει μακριά», είπε στον συνάδελφό του πιάνοντας τον ανήμπορο Γιάννη στα χέρια του. Ο Γιάννης μεταφέρθηκε στο κρατητήριο και κάθισε σε ένα από τα παγκάκια που ήταν τοποθετημένα περιμετρικά στο δωμάτιο.
«Πονάει αυτό που σου ’κανε;», τον ρώτησε ένας συγκρατούμενος.
«Άμα θες, φώναξέ τον να στο κάνει», του απάντησε ο Γιάννης.
Μέχρι το ξημέρωμα, όλοι οι κρατούμενοι είχαν αφεθεί ελεύθεροι, με μόνο τον Γιώργο Σιδηρόπουλο να μεταφέρεται στη ΓΑΔΑ, για να περάσει αυτόφωρο. Τελευταίος έμεινε ο Γιάννης Παπακώστας, που αφού κρατήθηκε ώρες για μια «εξακρίβωση στοιχείων», αφέθηκε ελεύθερος στις πέντε το πρωί. Ανέβηκε στο μηχανάκι του και πήγε στο σπίτι που τον περίμεναν οι φίλοι του. «Ρε μαλάκα, τι σου έκαναν;», τον ρώτησε ένας από αυτούς. Του είπαν ότι από το παράθυρο του Αστυνομικού Τμήματος είχαν δει τη λάμψη που έβγαλε η συσκευή του ηλεκτροσόκ. Ένας από τους φίλους του είπε ότι άκουσε έναν αστυνομικό να λέει γελώντας σε συνάδελφό του: «Πήγαινε να του κάνεις ηλεκτροκόλληση».
Το ξημέρωμα, ο Γιάννης επέστρεψε σπίτι του. Δεν είπε τίποτα στους δικούς του. «Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, πήγα στο σπίτι ενός φίλου. Εκεί που καθόμασταν, του είπα τι μου είχε συμβεί», λέει ο ίδιος. «Ο πατέρας του άκουσε την κουβέντα μας και αποσβολωμένος, μου έδωσε τον αριθμό ενός δημοσιογράφου. “Αν θες, παρ’ τον τηλέφωνο και πες του όσα έζησες”, μου είπε. Γυρίζοντας σπίτι, αποφάσισα να τον καλέσω. “Πήγαινε τώρα στο νοσοκομείο, για να κάνεις εξετάσεις”, μου είπε εκείνος. Πήγα στο Τζάνειο και εκείνος έκανε την καταγγελία. Το κινητό μου ξεκίνησε να χτυπάει σαν τρελό».
«Δείξε μου ποιος σου το έκανε»
«Ήρθε στο σπίτι η Αστυνομία και σε ψάχνει», είπε στον Γιάννη ο αδερφός του, όταν τον πήρε στο κινητό. Ο Γιάννης πήρε αμέσως το μηχανάκι και πήγε στο Αστυνομικό Τμήμα του Ασπροπύργου.
«Τι θέλετε;», τον ρώτησε ο φύλακας.
«Μου είπαν ότι με ψάχνετε», απάντησε ο Γιάννης.
«Ποιος είσαι;».
«Ο Παπακώστας».
Όταν κατάλαβε ποιος είναι, ο φύλακας πήγε τον Γιάννη σχεδόν τρέχοντας στο γραφείο του διοικητή.
«Τι έγινε χθες;», τον ρώτησε ο τελευταίος.
Ο Γιάννης εξιστόρησε τα γεγονότα.
«Γιατί δεν ήρθες εδώ να τα βρούμε;», ρώτησε ο αστυνομικός.
«Εσείς μου τα κάνατε. Σε εσάς θα έρθω να τα βρούμε;», απάντησε εκείνος ρητορικά.
Ο Γιάννης έδειξε στον διοικητή τα σημάδια που έφερε στο σώμα του από το ηλεκτροσόκ. «Είδα τα σημάδια που είχε ο Γιάννης Παπακώστας στο σώμα του», θα έλεγε αργότερα στην κατάθεσή του ο διοικητής, ένας από τους λίγους που μίλησαν επιβαρυντικά για τον συνάδελφό τους.
«Έλα πάλι αύριο το πρωί στις επτά. Θα έχω μαζέψει όλους όσοι είχαν υπηρεσία την ώρα της σύλληψής σου. Θα μου δείξεις ποιος σου το έκανε», είπε ο διοικητής στον Γιάννη.
Το επόμενο πρωί, πήγε στο Τμήμα. Την ώρα που περίμενε να μπει στο δωμάτιο με όσους αστυνομικούς είχαν υπηρεσία το βράδυ του βασανισμού του, ένας αστυνομικός τον πλησίασε.
«Ο Γιάννης;».
«Ναι», απαντάει εκείνος.
«Κοίτα, το έκανε πάνω στα νεύρα του, ασ’ τον μωρέ, έχει και οικογένεια», του είπε ο αστυνομικός.
«Αν το έκανε στο παιδί σου, θα τον δικαιολογούσες, επειδή το έκανε πάνω στα νεύρα του; Αν είχα πρόβλημα στην καρδιά και με άφηνε στον τόπο; Θα τον δικαιολογούσες και πάλι;», απάντησε ο Γιάννης.
Μετά από λίγα λεπτά, ο διοικητής τον φώναξε στο δωμάτιο.
«Δείξε μου ποιος σου το έκανε», του είπε.
Μέσα στο δωμάτιο υπήρχαν τουλάχιστον 12 αστυνομικοί.
«Αυτός με σταμάτησε στον δρόμο. Αυτός ήταν ο συνοδηγός. Αυτός με έριξε κάτω. Αυτός μου έκανε ηλεκτροσόκ», είπε ο Γιάννης, ο οποίος λέει στο VICE: «Όταν έδειξα εκείνον που μου έκανε το ηλεκτροσόκ, ξεκίνησε να γελάει, υποτίθεται για να δείξει ότι είναι αστείο να τον κατηγορώ για κάτι τέτοιο».
«Οι φίλοι μου δεν με πίστευαν για τα βασανιστήρια»
Σε μια από τις πολλές καταθέσεις του, ο Γιάννης Παπακώστας θα πει αργότερα ότι ο βασανισμός του έγινε πολύ κοντά στην πόρτα του κρατητηρίου και συνεπώς οι πάνω από δέκα κρατούμενοι πιθανόν να είδαν ή να άκουσαν το τι είχε συμβεί. Ως εκ τούτου, η Αστυνομία κάλεσε για κατάθεση όλους όσοι κρατούνταν εκείνο το βράδυ.
Ένας από αυτούς ήταν ο Γιώργος Σιδηρόπουλος, που περιγράφει στο VICE πώς, ουσιαστικά, έγινε ο δεύτερος πρωταγωνιστής της ιστορίας: «Αφού πέρασα αυτόφωρο και αφέθηκα ελεύθερος το επόμενο πρωί, έφυγα για διακοπές. Δεν ήθελα να πω στους γονείς μου για τα βασανιστήρια, ο πατέρας μου ήταν πολύ νευρικός και δεν ήθελα άλλη ταλαιπωρία».
«Έχει έρθει ένα χαρτί, για να παρουσιαστείς στο Τμήμα», είπε στον Γιώργο η μητέρα του, όταν επέστρεψε από τις διακοπές. Ο Γιώργος, ανήλικος ακόμη, είχε πει σε μερικούς φίλους του ότι τον βασάνισαν με ηλεκτροσόκ στο Αστυνομικό Τμήμα. «Όταν τους έδειξα τα σημάδια, ξεκίνησαν να γελάνε και να με κοροϊδεύουν: “Άντε, ρε μαλάκα, φύγε από ’δω”. Όμως μια μέρα, είδαμε με τον αδερφό μου την περίπτωση του Γιάννη στην τηλεόραση, όπου μιλούσαν για σημάδια σαν αυτά που είχα εγώ. “Ρε μαλάκα, σοβαρά τώρα;”, μου είπε ο αδερφός μου, παίρνοντας τα μάτια του από την τηλεόραση και κοιτάζοντάς με έκπληξη», διηγείται ο ίδιος
«Τα έκανε και σε μένα»
Ο Γιώργος πήγε στο Αστυνομικό Τμήμα, για να καταθέσει.
«Για πες μας, είδες να κάνουν τίποτα στον Παπακώστα εκείνο το βράδυ που σε είχαμε στο κρατητήριο;», τον ρώτησε ο διοικητής.
«Ο Γιάννης λέει την αλήθεια, άκουσα με τα αυτιά μου και είδα με τα μάτια μου τι του έκανε ο αστυνομικός. Άλλωστε, προτού με βάλουν στο κρατητήριο, τα έκανε και σε μένα».
Στο άκουσμα αυτής της φράσης, ο διοικητής σηκώθηκε από την καρέκλα του.
«Περίμενε να του πω ότι δεν είχα δει τίποτα», σχολιάζει στο VICE ο Γιώργος.
«Έχεις κι εσύ σημάδια πάνω σου;», τον ρώτησε ο διοικητής.
Ο Γιώργος σήκωσε την μπλούζα του και έδειξε τα σημάδια στο στήθος. Στη συνέχεια, κατέβασε το παντελόνι του και έδειξε τα σημάδια ανάμεσα στα πόδια του. Ο διοικητής είδε ότι τα σημάδια ήταν ακριβώς τα ίδια με αυτά που του είχε δείξει ο Γιάννης, λίγες ημέρες νωρίτερα.
«Να τον γαμήσεις τον Ρωσοπόντιο»
Στο Αστυνομικό Τμήμα Ασπροπύργου ακολούθησαν κωμικοτραγικές στιγμές. «Ο διοικητής πήρε τηλέφωνο τον ταξίαρχο, που πολύ σύντομα εμφανίστηκε στο Τμήμα. Όταν έφτασε, ξεκίνησε να τα χώνει στον διοικητή για τις συνθήκες που με είχαν στο Τμήμα: “Σήκω και φέρε στο παιδί μία σοβαρή καρέκλα και φέρτε του κι έναν καφέ”, φώναξε, όταν με είδε να κάθομαι σε μια πλαστική καρέκλα», λέει στο VICE γελώντας ο Γιώργος Σιδηρόπουλος.
«Έλα αγόρι μου, κάθισε να τα πούμε», είπε ο ταξίαρχος στον 17χρονο. «Μην ανησυχείς, το μαγαζί είναι δικό μου».
«Δικό σου είναι το μαγαζί;», ρώτησε ο Γιώργος.
«Ναι», απάντησε.
«Αν είναι δικό σου το μαγαζί, το μόνο που θέλω είναι να με βάλεις μόνο μου σε ένα δωμάτιο με τον αστυνομικό που με βασάνισε, χωρίς ηλεκτροσόκ και μαλακίες – και όποιος βγει ζωντανός. Αν με κάνει φίδι, εγώ θα πω ότι δεν μου έκανε τίποτα. Έτσι λύνουμε τις διαφορές μας οι Πόντιοι», είπε ο Γιώργος.
«Δεν γίνονται αυτά», είπε ο ταξίαρχος.
«Ε, τότε μη μου λες ότι είναι δικό σου το μαγαζί», απάντησε ο Γιώργος.
Αργότερα, ο ίδιος εξιστόρησε τη δική του ιστορία βασανισμού. Όταν έκανε βόλτες με το μηχανάκι ενός γνωστού του που είχε πάει ναυτικός στα καράβια, ο Γιώργος έπεσε σε μπλόκο της Αστυνομίας που τον σταμάτησε για έλεγχο.
«Τα χαρτιά σου», του είπε ο αστυνομικός.
Έβγαλε την ταυτότητά του, όμως δεν είχε δίπλωμα.
«Πάμε στο Τμήμα», είπε ο αστυνομικός και του φόρεσε τις χειροπέδες.
«Όταν μπήκαμε στο Τμήμα, με πήραν και με έβαλαν σε ένα δωμάτιο», διηγείται ο Γιώργος Σιδηρόπουλος στο VICE. «Όταν με έχωσαν στο δωμάτιο, ένας αστυνομικός ρώτησε έναν συνάδελφό του: “Τι να του κάνω;”. “Να τον γαμήσεις τον ρωσοπόντιο”, απάντησε ο άλλος και τότε τρεις αστυνομικοί ξεκίνησαν να μου ρίχνουν σφαλιάρες και να με χτυπάνε με τα κλομπ, ο ένας μετά τον άλλον».
Όταν ο Γιώργος σηκώθηκε από το πάτωμα, όπου είχε πέσει από το ξύλο, οι αστυνομικοί τον χτύπησαν εκ νέου, σωριάζοντάς τον ξανά στο έδαφος.
«Μη σηκώνεσαι, ρε», του είπε ένας αστυνομικός. «Θα σε χώσουμε στη φυλακή. Το καταλαβαίνεις; Θα σου γαμήσουμε την Παναγία και τον Χριστό».
Ο Γιώργος λέει πως «αφού μου έδωσε μερικές σφαλιάρες, ο Χρήστος Ευθυμίου μου έκανε ηλεκτροσόκ στο στήθος και στα πόδια. Όταν έπεσα κάτω από το σοκ, ήρθε από πάνω μου, ακούμπησε τη συσκευή στην πλάτη μου και πάτησε ξανά το κουμπί».
Μετά τον βασανισμό του, ο ανήλικος μεταφέρθηκε στο κρατητήριο, απ’ όπου αργότερα θα έβλεπε τα βασανιστήρια που στα οποία υποβλήθηκε ο Γιάννης Παπακώστας.
«Προσπάθεια συγκάλυψης»
Αφού έδειξε και εκείνος τον αστυνομικό που τον βασάνισε, ο Γιώργος Σιδηρόπουλος πήγε σε ιατροδικαστή, ώστε να εξεταστούν τα τραύματα που έφερε. Ο Γιάννης Παπακώστας λέει στο VICE ότι «στο δικαστήριο, η ιατροδικαστής είπε ότι έβλεπε για πρώτη φορά τέτοιου είδους σημάδια, σαν αυτά που είχα εγώ και ο Γιώργος. Ωστόσο, ο δικηγόρος μας γνώριζε και είπε στο ακροατήριο ότι ένα μήνα πριν από εμάς, είχε μεταφερθεί στην ίδια ιατροδικαστή ένας αλλοδαπός, που είχε τα ίδια σημάδια και το ιατροδικαστικό πόρισμα ανέφερε ότι είχαν προκληθεί από συσκευή ηλεκτροσόκ. Μάλιστα, ο αλλοδαπός είχε ζωγραφίσει τη συσκευή. Στο δικαστήριο, όταν η ιατροδικαστής κατάλαβε ότι ξέραμε για την προηγούμενη υπόθεση, κοκάλωσε. Κατά την άποψή μου, αυτό δείχνει ότι υπήρχε συνεννόηση μεταξύ κάποιων, για να συγκαλυφθεί το έγκλημα».
Στο ακροατήριο ακούστηκε το επιχείρημα ότι τα σημάδια στο σώμα των δύο νεαρών μπορεί να είχαν προκληθεί από κάψιμο τσιγάρου, κάτι που καταρρίφθηκε, αφού οι δύο ακίδες της συσκευής ηλεκτροσόκ δημιουργούσαν στο σώμα δύο τραύματα που είχαν πάντα ίση απόσταση μεταξύ τους, κάτι που θα ήταν πρακτικώς αδύνατο να επιτευχθεί με το κάψιμο τσιγάρου.
Η αστυνομία είπε ότι κρατούσε «ασύρματο» και του έδωσε προαγωγή
Μετά τα βασανιστήρια και κατά τη διάρκεια της δίκης, αστυνομικοί στον Ασπρόπυργο σταματούσαν συχνά τον Γιώργο και τον Γιάννη για έλεγχο, μη χάνοντας την ευκαιρία να αναφερθούν στη δίκη.
«Ρε ‘σεις, βρείτε τα μεταξύ σας», είπε μια μέρα, για πολλοστή φορά, ένας αστυνομικός στον Γιώργο Σιδηρόπουλο.
«Να τα βρούμε, ε; Και για πες μου, με πόσα λεφτά να τα βρούμε;», απάντησε ο ίδιος εκνευρισμένος.
«Με δυο χιλιάρικα», είπε ο αστυνομικός.
«Φίλε, φέρε μου τώρα το παιδί σου να του κάνω ό,τι μου έκανε αυτός και θα σου δώσω δέκα χιλιάρικα», ανταπάντησε ο Γιώργος, που θα έλεγε αργότερα ενώπιον του δικαστηρίου: «Δεν θέλω λεφτά. Θέλω απλώς να πληρώσει για όσα έκανε και να πάει φυλακή, επειδή έτσι ο επόμενος θα το σκεφτεί δύο φορές, προτού το κάνει σε κάποιον άλλον».
Παράλληλα με την ποινική δίκη, οι αστυνομικές Αρχές πραγματοποίησαν ένορκη διοικητική εξέταση (ΕΔΕ), για να εξεταστούν τυχόν πειθαρχικές ευθύνες του Χρήστου Ευθυμίου. Είναι αξιοσημείωτο ότι η ΕΔΕ ολοκληρώθηκε προτού κριθεί η υπόθεση από τα ποινικά δικαστήρια, ενώ σύμφωνα με το πόρισμά της, εκείνο το βράδυ ο αστυνομικός δεν έκανε χρήση συσκευής ηλεκτροσόκ, αλλά απλώς κατείχε ασύρματο χωρίς άδεια, για τον οποίο τιμωρήθηκε με πρόστιμο ύψους 100 ευρώ. Το πόρισμα της ΕΔΕ ήρθε σε αντίθεση με την απόφαση της ποινικής δικαιοσύνης, που είπε ότι ο αστυνομικός κρατούσε συσκευή ηλεκτροσόκ. Εκτός από το να τον απαλλάξουν από κάθε πειθαρχική ευθύνη, οι αστυνομικές Αρχές επέτρεψαν την τιμητική αποστρατεία του αστυνομικού με προαγωγή, προτού ολοκληρωθεί η κατ’ έφεση δίκη, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει ξανά ΕΔΕ, μετά την τελεσίδικη καταδίκη του, η οποία ενδέχεται να οδηγούσε τον αστυνομικό σε απόταξη, αντί τιμητικής αποστρατείας. Τα αντιφατικά αποτελέσματα δικαιοσύνης και ΕΔΕ ήταν ένας από τους λόγους που οδήγησαν στην καταδίκη της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ.
Η δίκη
Η στοιχειοθέτηση της ενοχής του αστυνομικού στην ποινική δίκη δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Πέρα από τις αναβολές επί αναβολών, «οι περισσότεροι συνάδελφοί του προσπάθησαν να τον καλύψουν. Ήρθαν στο δικαστήριο, για να πουν τι καλός άνθρωπος και αστυνομικός είναι. Υπόδειγμα συναδέλφου, που δεν έδωσε ποτέ δικαίωμα, έλεγαν και ξανάλεγαν», σημειώνει στο VICE ο Γιάννης Παπακώστας.
Καταθέσεις έδωσαν και δύο από τους φίλους του Γιάννη, που εκείνο το βράδυ έκαναν μαζί του βόλτες με τα μηχανάκια. «Κάποια μέλη της οικογένειάς τους ήταν αστυνομικοί. Προτού καταθέσουν, τους είπα: “Πείτε απλώς τι είδατε, πείτε για τη λάμψη του ηλεκτροσόκ που είδατε, μην πείτε ψέματα”. Ωστόσο, εκείνοι στην κατάθεσή τους είπαν ότι δεν είδαν τίποτα. Από εκείνη την ημέρα, δεν τους μίλησα ποτέ ξανά. Προφανώς, τους είπαν να μην ανακατευτούν στην υπόθεση».
Οι περισσότεροι από όσους ήταν στο κρατητήριο τη στιγμή του βασανισμού του Γιάννη Παπακώστα, είπαν ότι δεν είδαν και δεν άκουσαν τίποτα. Ο Γιώργος Σιδηρόπουλος λέει σχετικά στο VICE: «Μια κοπέλα που ήταν μαζί μου στο κρατητήριο μού είπε αργότερα ότι την είχαν πιάσει με μικροποσότητα κάνναβης. “Πες ότι δεν είδες τίποτα, αλλιώς θα μπλέξεις”, μου εκμυστηρεύτηκε ότι της είπαν οι αστυνομικοί, θέλοντας να τη φοβίσουν, για να μην αναφέρει τίποτα ενοχοποιητικό σε βάρος του αστυνομικού».
Στην κατάθεσή του, ο διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος είπε ότι είδε τα σημάδια στο σώμα του Γιώργου Σιδηρόπουλου και του Γιάννη Παπακώστα, ενώ ένας αλλοδαπός είπε ότι άκουσε τον Γιάννη Παπακώστα να «ουρλιάζει» κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων. Ένας από τους φύλακες, είπε ότι άκουσε τον Γιάννη Παπακώστα να ουρλιάζει και να φωνάζει «Άσε με, άσε με», ενώ την ώρα που μπήκε στον προθάλαμο, τον είδε πεσμένο στα γόνατα.
Ο κατηγορούμενος αστυνομικός κατέθεσε τελευταίος. «Κρατούσα ασύρματο», ήταν η υπερασπιστική του γραμμή μέχρι την έκδοση της απόφασης, ό,τι δηλαδή είχε βγάλει το πόρισμα της ΕΔΕ της Αστυνομίας.
Ωστόσο, το δικαστήριο δεν πείστηκε και καταδίκασε τον αστυνομικό για βασανιστήρια σε βαθμό κακουργήματος, σε μια υπόθεση που αποτελεί μέχρι σήμερα μια εξαιρετικά σπάνια για τα ελληνικά δικαστικά χρονικά, τελεσίδικη καταδίκη για βασανιστήρια σε κακουργηματική μορφή.
Ο Παναγιώτης Δημητράς, Εκπρόσωπος του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι, το οποίο είχε προηγουμένως χειριστεί μαζί με το δικηγόρο Θεόδωρο Σχινά την υπόθεση ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, είπε στο VICE για τα στοιχεία που οδήγησαν στην καταδίκη του αστυνομικού: «Πιστεύουμε πως οι καταθέσεις δύο νεαρών που δεν γνωρίζονταν καν μεταξύ τους, πριν από τα βασανιστήριά τους και που όλα αυτά τα χρόνια τις επαναλάμβαναν με σταθερότητα, η κατάθεση της γιατρού που εξέτασε τον Γιάννη Παπακώστα στο Τζάνειο την επόμενη ημέρα των βασανιστηρίων -σε αντίθεση με την κατάπτυστη προσπάθεια της ιατροδικαστού να απαλλάξει τον βασανιστή- και η τεκμηριωμένη στήριξη της κατηγορίας από τους συνηγόρους πολιτικής αγωγής, που επίσης ανέδειξαν τις αντιφάσεις ανώτατου αξιωματικού της Αστυνομίας που είχε βγάλει λάδι τον βασανιστή στην πειθαρχική διαδικασία, όπως φυσικά και η αδυναμία του κατηγορούμενου να υποστηρίξει το παραμύθι του, πως δεν είχε taser, αλλά ασύρματο, έπεισαν το δικαστήριο για την ενοχή του αστυνομικού».
Ούτε μία μέρα στη φυλακή ο βασανιστής
Παρότι οι κατηγορίες κατά του Χρήστου Ευθυμίου απαγγέλθηκαν το 2002, η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 2011. Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο καταδίκασε τον αστυνομικό για βασανιστήρια σε βαθμό κακουργήματος. Το Εφετείο επιβεβαίωσε την ενοχή σε δεύτερο βαθμό, τον Φεβρουάριο του 2014, δηλαδή σχεδόν 12 χρόνια μετά τη διάπραξη του εγκλήματος.
«Κάποια στιγμή, είπα στον διοικητή: “Με βασάνισε όταν ήμουν 17 ετών, όταν θα βγει η απόφαση θα έχω παιδί”. Έτσι και έγινε, αφού όταν ανακοινώθηκε η τελεσίδικη απόφαση, η κόρη μου ήταν δύο ετών», λέει στο VICE ο Γιώργος Σιδηρόπουλος.
Μόλις βγήκε η απόφαση, το κινητό του Γιώργου Σιδηρόπουλου ξεκίνησε να χτυπάει επίμονα.
«Τελείωσε», τον ενημέρωσαν από την αίθουσα του δικαστηρίου.
«Καταδικάστηκε;», ρώτησε.
«Σε πέντε χρόνια…».
«Χάρηκα όταν το άκουσα, σκέφτηκα ότι επιτέλους θα κάτσει στη φυλακή για όλα όσα μας έκανε», λέει ο ίδιος στο VICE. Ωστόσο, τη σκέψη του Γιώργου σταμάτησε ο επόμενη φράση που άκουσε στο τηλέφωνο.
«…με δυνατότητα εξαγοράς της ποινής από την πρώτη μέρα».
Παρότι ο αστυνομικός δεν μπήκε ούτε για μία ημέρα στη φυλακή, ο Γιώργος λέει ότι «αυτή ήταν μια αρχή, αφού μιλάμε για την πρώτη περίπτωση που ένας αστυνομικός καταδικάζεται τελεσίδικα για βασανιστήρια σε κακουργηματική μορφή. Ο επόμενος θα το σκεφτεί δυο φορές, για να το κάνει». Από την άλλη, ο Γιάννης Παπακώστας λέει ότι «για μένα, η καταδίκη με δυνατότητα εξαγοράς της ποινής δεν είναι τίποτα, αφού δεν ξέρω κατά πόσο θα αποτρέψει τον επόμενο αστυνομικό από το να βασανίσει έναν πολίτη».
Άλλη μία καταδίκη από το ΕΔΔΑ για άσκηση αστυνομικής βίας
Αν και ο Χρήστος Ευθυμίου καταδικάστηκε τελεσίδικα από την ελληνική δικαιοσύνη, η υπόθεση έφτασε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), μετά από προσφυγή του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ). Το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ελλάδα στην «Υπόθεση Σιδηρόπουλος και Παπακώστας κατά Ελλάδας», αφού «σε ό,τι αφορά την ποινή, δεν λήφθηκε υπόψη [σ.σ.: από τα ελληνικά δικαστήρια] το γεγονός ότι ο κ. Σιδηρόπουλος ήταν ανήλικος κατά τον χρόνο του εγκλήματος».
Ακόμη, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, «το Εφετείο, βρίσκοντας ελαφρυντικά, καταδίκασε τον Χ[ρήστο] Ε[υθυμίου] σε πέντε χρόνια φυλάκισης, υποστηρίζοντας ότι η προσβολή που διέπραξε ήταν ιδιαίτερης ηθικής απαξίας για τον “νομικό πολιτισμό” και τα “ατομικά δικαιώματα” του κ. Σιδηρόπουλου και του κ. Παπακώστα. Ωστόσο, στη συνέχεια περιόρισε την ποινή σε πρόστιμο πέντε ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης, όταν η ανώτατη ποινή του εθνικού δικαίου είναι 100 ευρώ ανά μέρα. Επομένως, το Εφετείο έλαβε υπόψη του μόνο την οικονομική κατάσταση του αστυνομικού και το ζήτημα αν η καταδίκη μπορεί να τον αποτρέψει από το να επαναλάβει παρόμοιες προσβολές στο μέλλον». Ωστόσο, το ευρωπαϊκό δικαστήριο είπε ότι η επιεικής ποινή που επιβλήθηκε «δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ικανή να αποτρέψει τον δράστη ή άλλο όργανο του κράτους από το διαπράξει ανάλογες προσβολές, ούτε μπορεί να θεωρηθεί δίκαιη από τα θύματα, πόσο μάλλον που οι πράξεις χαρακτηρίστηκαν ως βασανιστήρια. Σε αντίθεση με αυτά, ο σκοπός του εσωτερικού δικαίου στην τιμωρία των βασανιστηρίων που διαπράττονται από όργανα του κράτους είναι να εξασφαλίσει υψηλή προστασία των ατόμων, ειδικά στις περιπτώσεις κατά τις οποίες βρίσκονται υπό την επιτήρηση του κράτους και να πάρει αποτελεσματικά μέτρα, για να τιμωρήσει και να προλάβει κακομεταχειρίσεις από όργανα του κράτους», σημείωσε το δικαστήριο, που έφτασε στο συμπέρασμα ότι «η επιείκεια της ποινής που επιβλήθηκε στον αστυνομικό Χ[ρήστο] Ε[υθυμίου] είναι αναμφίβολα δυσανάλογη σε σχέση με τη σοβαρότητα της συμπεριφοράς με την οποία αντιμετωπίστηκαν οι κύριοι Σιδηρόπουλος και Παπακώστας».
Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, το γεγονός ότι η ΕΔΕ απλώς επέβαλε στον Χρήστο Ευθυμίου πρόστιμο 100 ευρώ για παράνομη κατοχή ασυρμάτου, την ώρα που η ποινική δικαιοσύνη απεφάνθη ότι κρατούσε συσκευή ηλεκτροσόκ είχε ως αποτέλεσμα ο αστυνομικός να «μην υποστεί ποτέ τις συνέπειες των πράξεών του ως αστυνομικός, αφού είχε εθελούσια αποχωρήσει από την Αστυνομία, έχοντας μάλιστα υπηρετήσει για οκτώ ολόκληρα χρόνια μετά τις πράξεις του. Εξαιτίας της διάρκειας της ποινικής διαδικασίας, ήταν αδύνατο να συνεχιστεί η πειθαρχική διαδικασία, αφού ο Χ[ρήστος] Ε[υθυμίου] είχε αποχωρήσει στο μεταξύ, έχοντας μάλιστα λάβει προαγωγή, με ό,τι αυτή σημαίνει ηθικά και οικονομικά». Με βάση τα παραπάνω, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η Ελλάδα παραβίασε το Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), ενώ η μακρά διάρκεια της δίκης οδήγησε σε παραβίαση και του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ που κατοχυρώνει το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη.
Ενάμιση χρόνο χρειάστηκε για να καθαρογραφεί η καταδικαστική απόφαση
Σχετικά με την επιείκεια της απόφασης, ο Παναγιώτης Δημητράς αναφέρει: «Ο δράστης αστυνομικός, με τη συνήθη και απαράδεκτη αρωγή των συνδικαλιστών αστυνομικών που του επέτρεψε να έχει τη στήριξη μεγαλοδικηγόρων, εξάντλησε κάθε χρονικό όριο και κάθε ακριβό ένδικο μέσο -ακόμη και αναίρεση στον Άρειο Πάγο κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος-, με την ελπίδα να γλιτώσει. Ακόμη και όταν προσδιορίστηκε η δίκη για κακουργηματικά βασανιστήρια, η υπεράσπισή του έκανε κατάχρηση αναβολών, με τη συνενοχή των δικαστών, που δεν δίστασαν να διακόψουν και δίκη που είχε ξεκινήσει μετά από 25 συνεδριάσεις. Έτσι τελικά, η πλήρης πρωτόδικη δίκη έγινε πάνω από εννιά χρόνια μετά τα βασανιστήρια. Μετά, ο πρόεδρος του δικαστηρίου καθυστέρησε επί ενάμιση χρόνο την καθαρογραφή της απόφασης και χρειάστηκε παρέμβαση του ΕΠΣΕ στον Άρειο Πάγο, για να καθαρογραφεί η απόφαση. Έτσι, έφτασε το 2014, σχεδόν δώδεκα χρόνια μετά, για να γίνει η δίκη στο Εφετείο, όπου η αρχικά μικρή ποινή μειώθηκε και κατά έναν χρόνο, όσο χρειαζόταν, για να μην μπει φυλακή ούτε μία ημέρα ο βασανιστής».
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου «προστίθεται σε άλλες 11 καταδίκες της Ελλάδας -οκτώ μετά από προσφυγές του ΕΠΣΕ- για βία από όργανα της τάξης, τη μη ικανοποιητική εκτέλεση των οποίων εξετάζει επί χρόνια η Ελλάδα. Η πρόσφατη απόφαση προσθέτει ένα στοιχείο, την απαράδεκτη δυνατότητα του νόμου να επιτρέπει λόγω ελαφρυντικών να μην πηγαίνουν φυλακή ακόμη και καταδικασμένοι ειδεχθείς βασανιστές», συμπληρώνει ο Παναγιώτης Δημητράς. «Βέβαια, δεν περιμένουμε να κάνει κάτι η κυβέρνηση στην εξέταση των αποφάσεων αυτών από το Συμβούλιο της Ευρώπης (ΣτΕ), αφού είτε κυβερνάει η Δεξιά, είτε το ΠΑΣΟΚ ή ο ΣΥΡΙΖΑ, όλοι υποκρίνονται στο ΣτΕ και δίνουν αόριστες υποσχέσεις, αδιαφορώντας για τα καταδικαστικά ψηφίσματα που βγάζει η Επιτροπή Υπουργών του ΣτΕ. Χαρακτηριστικό είναι πως την απαράδεκτη αυτή στάση της Ελλάδας κατήγγειλε η Μαρία Γιαννακάκη, όταν ήταν στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, αλλά τώρα που είναι στο αρμοδιότατο υπουργείο Δικαιοσύνης και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων νομιμοποιεί τη συνέχιση αυτών που επέκρινε».
«Ποτέ δεν ήρθε να μου ζητήσει μια συγγνώμη»
Μετά τα βασανιστήρια, ο Γιώργος και ο Γιάννης δεν μίλησαν ξανά με τον Χρήστο Ευθυμίου. «Μια μέρα, με σταμάτησε η Αστυνομία για έλεγχο. Στο σημείο βρίσκονταν τρεις αστυνομικοί, ένας από τους οποίους ήταν ο Ευθυμίου. Όταν έκανα δεξιά, ξεκίνησε να έρχεται προς το μέρος μου. Όταν ξαφνικά με αναγνώρισε από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου, γύρισε πίσω και είπε σε κάποιον άλλο να δει τα χαρτιά μου», λέει ο Γιώργος Σιδηρόπουλος, με τον Γιάννη Παπακώστα να συμπληρώνει: «Ποτέ δεν ήρθε να μου ζητήσει μια συγγνώμη στα δικαστήρια ή στο σπίτι. Αν το έκανε, ίσως να μην φτάναμε μέχρι τα δικαστήρια. Όμως, για να πω την αλήθεια, αυτό που μου κάνει εντύπωση σήμερα δεν είναι τόσο τα βασανιστήρια που υπέστην, αλλά το γεγονός ότι την ώρα που ο αστυνομικός μου έκανε ηλεκτροσόκ, δεν βρέθηκε κάποιος να του πει “Τι κάνεις εκεί πέρα;”».