Ζήτημα προς μελέτη κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα ήταν η συνεχής μεταβολή του κατώτατου μισθού. Σημερινοί οικονομικοί αναλυτές, όσο και να προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν απόλυτα την λογική του κατώτατου μισθού σε τόσο χαμηλά επίπεδα, όσο και την ύπαρξη υποκατώτατου στους νέους κάτω των 25 ετών, δεν μπορούσαν να το δικαιολογήσουν. Η μόνη εξήγηση ήταν ότι τους προτιμούσαν φτωχούς από άπληστους. Αλλά όταν είναι τόσο χαμηλά ο κατώτατος δεν μιλάμε απλά για φτωχούς αλλά για πάμφτωχους. Τα μόνα άτομα στην οικογένεια που μπορούσαν να κάνουν αποταμίευση ήταν οι ηλικίας κάτω των 12, και αυτοί, αν δεν πήγαιναν κρυφά οι γονείς τους να τους πάρουν τα χρήματα από τον κουμπαρά. Βέβαια η πρώτη αριστερή κυβέρνηση, σε μια κίνηση που βρώμαγε «έρχονται εκλογές», αύξησε τον κατώτατο στα 546 καθαρά.
Τα 50 ευρώ αύξηση ήταν πολύτιμα. Πλέον οι Έλληνες εργαζόμενοι μπορούσαν με άνεση να πληρώσουν ΕΝΦΙΑ, λογαριασμούς ρεύματος-τηλεφώνου και τέλη κυκλοφορίας. Με την θέρμανση υπήρχε ακόμα ένα πρόβλημα βεβαίως, το οποίο αντιμετωπιζόταν με σφιχτές οικογενειακές αγκαλιές. Ο πρωινός καφές συνοδευόταν πλέον με κουλουράκια, στα γεμιστά επίσης χρησιμοποιούσαν κιμά (έστω και χοιρινό) και ανά τρεις μέρες τρώγανε μετά το φαγητό και επιδόρπιο (μια σοκοφρέτα). Ανά δύο μήνες είχαν πλέον τα χρήματα να ανανεώσουν την γκαρνταρόμπα τους με σωβρακοφανέλες και περίσσευαν λεφτά για μια επιπλέον έξοδο στο σουβλατζίδικο της γειτονιάς. Αν ο εργαζόμενος ήταν και καλός διαχειριστής των χρημάτων, στο τέλος της χρονιάς του περίσσευαν και κάποια χρήματα για να κάνει ένα δώρο στον εαυτό του: ένα καινούργιο πιγκάλ για το σπίτι ή ένα αρωματικό δεντράκι για το αμάξι.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες ήταν προβληματισμένοι με την ζωάρα που έκαναν οι Έλληνες πολίτες. Για αυτό τον λόγο απαίτησαν να ισχύσει η μείωση του αφορολόγητου. Έτσι η κυβέρνηση πήρε πίσω τα 30 από τα 50 ευρώ αύξηση που τους είχε δώσει. Παράλληλα τους μείωσε ακόμα δύο ευρώ τον μήνα για την αποπληρωμή των χρεών των κομμάτων. Αυτό συνέβη λόγω των πολλών εσπρέσο που κατανάλωναν καθημερινά οι πολίτες που έβλαπταν την υγεία και τα νεύρα. Τέλος αντικατέστησε τους κάδους απορριμμάτων με αυτόματους πωλητές. Για να ανοίξει πλέον το καπάκι του ο κάδος, έπρεπε ο πολίτης να πληρώσει 0,5 ευρώ. Αυτό γέννησε και θέσεις εργασίας, με χιλιάδες προσλήψεις ελεγκτών καθαριότητας στους δήμους να περιπολούν τους δρόμους για παραβάτες που πετάνε τα σκουπίδια στους δρόμους. Με την ταυτόχρονη αύξηση της τιμής του χαρτιού υγείας που εισάγονταν από την Βενεζουέλα και του πόσιμου νερού (μειώθηκε η τιμή του θαλασσινού ως αντίμετρο). Οι χαμηλόμισθοι Έλληνες όχι μόνο επέστρεψαν στα παλιά, αλλά και ακόμα πιο κάτω. Αποτέλεσμα να παρατηρηθούν κρούσματα, όπως κατανάλωση φαγητού ανά δύο μέρες και πεζοπορία 5 ώρες από το σπίτι μέχρι την δουλειά.
Η κρίση ξαναχτύπησε τον Έλληνα. Έτσι η νέα κυβέρνηση αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα που όλοι περίμεναν. Κατώτατος μισθός στα 751,5 μικτά. Πολίτες βγήκαν στο Σύνταγμα να πανηγυρίσουν την αύξηση που τόσοι είχαν υποσχεθεί αλλά μόνο μια κυβέρνηση υλοποίησε. Παραπάνω μάλιστα κατά μισό ευρώ από αυτήν που είχαν υποσχεθεί. Όμως όπως πάντα…ο μύωπας Έλληνας του 21ου αιώνα ξέχασε να διαβάσει τα ψιλά γράμματα. Στο νομοσχέδιο που κατατέθηκε στην αύξηση, προβλέπονταν νέες εισφορές στο κράτος. Φόρος 10% για το καθημερινό σπιτικό φαγητό, αρκετά μικρότερος είναι η αλήθεια από τον φόρο σε χώρους εστίασης. Τέλος κυκλοφορίας 15% για την χρήση των πεζοδρομίων. Ο πεζός που θα το πλήρωνε θα έφερε ειδικό σήμα στο κούτελο, σχεδιασμένο με χένα. Τέλος 20% ειδική εισφορά για δημόσια παιδεία και υγεία. Σκοπός ήταν τα δημόσια σχολεία και νοσοκομεία να αναβαθμιστούν και να γίνουν πολύ καλύτερα από τα ιδιωτικά. Έτσι ο χαμηλόμισθος πολίτης βοηθούσε στην αναβάθμιση των σχολείων σε τεράστιο βαθμό, ασχέτως αν μετά δεν του έμεναν λεφτά για να κάνει παιδιά.
Συνεπώς, μετά τις κρατήσεις, ο εργαζόμενος των 751,5 ευρώ μικτά, είχε στην τσέπη του 341 ευρώ καθαρά. Ένα αρκετά μεγάλο ποσό, έτσι ώστε να αγοράσει αεροπορικό εισιτήριο για να μεταναστεύσει στο εξωτερικό.