Αλιεύσαμε από το facebook του Τάσου Θεοφίλου
Είχαμε εξελιχθεί μέσα στα χρόνια. Είχαμε μάθει τις κατάλληλες ώρες για να χτυπάμε -εκεί κάπου στις 9 το πρωί. Είναι η ώρα που οι νοικοκύρηδες έχουν σηκωθεί όμως δεν έχουν φύγει ακόμα για τα σχετικά ψώνια και δεν έχουν ακόμα αναπτύξει τις άμυνες τους απέναντι στον συμπαθή κλάδο μας.
Τα τελευταία χρόνια της δράσης μας ξέραμε πλέον και τα πιο αποδοτικά σπίτια. Τα διαμερίσματα που μας έδιναν την αμοιβή μας, χωρίς να περιμένουν να φτάσουμε στην τελευταία στροφή αυτού του ακαταλαβίστικου τραγουδιού με την επωνυμία «κάλαντα», ήταν τα αγαπημένα μας. Χειρότεροι ήταν εκείνοι που θεωρούσαν ότι παίρνουμε τους δρόμους αχάραγα από κάποιου είδους προσκόλληση στην παράδοση και ότι ας πούμε είναι οκ να ξεμπερδεύουν μαζί μας δίνοντας μας έναν κουραμπιέ θαρρείς και ζούμε στην ελληνική ύπαιθρο των αρχών του 20ου αιώνα.
Ήτανε και κάποιες φορές που μας άνοιγαν μόλις είχαν ξυπνήσει. Δεν ήταν τόσο η αποκαρδιωτική εικόνα που παρουσίαζαν. Ήταν κυρίως ότι από το εσωτερικό των διαμερισμάτων τους εκπέμπονταν αυτή η αποφορά της κλεισούρας, των συσσωρευμένων αναπνοών του ύπνου ανακατεμένη με οποιαδήποτε μορφή νυχτερινής εξαέρωσης του ανθρώπινου σώματος. Άλλοι πάλι μαγείρευαν πρωινιάτικα το γιορτινό τους φαγητό. Σε κάποιες περιπτώσεις περιελάμβανε και βραστό λάχανο ως ένα από τα βασικά του συστατικά. Δυστυχώς παρότι μεσοαστική η περιοχή και ήδη στα ίρλι νάιντιζ ίσως αυτά τα νοικοκυριά να μην είχαν πληροφορηθεί ακόμα την χρήση του απορροφητήρα.
Πλάκα είχαν λίγο κάτι ζωηρότατοι μεσήλικες που όχι μόνο τραγούδαγαν μαζί μας αλλά επιπλέον φώναζαν και την γυναίκα τους να μας ακούσει και μας καμάρωναν παρέα λες και ήμασταν τίποτα ανιψάκια τους ή κάποια ορχήστρα που περιλάμβανε κάτι παραπάνω από εκείνα τα τριγωνάκια που ένας θεός ξέρει σε ποιον άλλον πολιτισμό μπορούν να θεωρούνται κάτι σαν μουσικό όργανο.
Προς τα τελευταία χρόνια είχαμε βρει το πιο αποδοτικό σύστημα. Βγαίναμε τρεις και χωριζόμασταν σε δυο ομάδες. Μια δυάδα και μια μονάδα που σε κάθε πολυκατοικία ο συνδυασμός της σύνθεσης εναλλασσόταν. Ο ένας ξεκινούσε από τον πρώτο όροφο και ανέβαινε ενώ οι άλλοι δυο ανέβαιναν ως τον πιο πάνω -πέμπτο ή έκτο συνήθως- και κατέβαιναν. Αν συναντιόμασταν στη μέση δεν θυμάμαι τι συνεννόηση γινόταν αλλά για λόγους ασφαλείας πιθανόν να κάναμε ότι δεν γνωριζόμασταν. Το σίγουρο είναι πως στο τέλος συναντιόμασταν κάτω στην είσοδο και βάζαμε την λεία μας στην ειδική χριστουγεννιάτικη κάλτσα που δεν την είχαμε ξέρω γω για ξεκάρφωμα αλλά επειδή πραγματικά το απαιτούσε η φύση της δουλειάς.