Ακολουθεί απόσπασμα από το κεφάλαιο Β του βιβλίου Ιστορίας της Α Γυμνασίου του 2453

 

Μετά την μεταπολίτευση παρουσιάστηκε στην Ελλάδα μια ασυνήθιστη νόσος, η καρεκλοφρένεια. Πρόκειται για μια ψυχιατρική ασθένεια η οποία παρατηρήθηκε κυρίως σε πολιτικούς. Οι πάσχοντες εμφάνιζαν συμπτώματα ψύχωσης και παράνοιας για μια καρέκλα και έκαναν τα πάντα για να την διατηρήσουν. Παρότι ερευνήθηκε εξονυχιστικά από επιστήμονες, αυτή αντί να καταπολεμηθεί διογκωνόταν. Αποκορύφωμα ήταν η περίοδος κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2010. Το τότε αντιμνημονιακό μπλοκ, το οποίο έγινε κυβέρνηση, κόλλησε σχεδόν σύσσωμο τη συγκεκριμένη πάθηση. Σε ανίατη κατάσταση έφτασαν οι κεφαλές του μπλοκ, ο υπουργός άμυνας και ο πρωθυπουργός. Οι καρέκλες τους είχαν σχεδόν αποσυντεθεί από τους τερμίτες που τις κατασπάραζαν. Όμως αυτοί, πίνοντας αίμα λαού και τρώγοντας καρέκλες άλλων συντρόφων τους (όπως του υπουργού εξωτερικών), κατάφερναν να διατηρούνται βιδωμένοι στις θέσεις τους.

Το ποσοστά των δημοσκοπήσεων έδειχναν ότι οι μέρες τους στις συγκεκριμένες καρέκλες ήταν περιορισμένες. Το Μακεδονικό δεν προχωρούσε. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδος είχε συνειδητοποιήσει ότι ήταν απαραίτητη μια μεγάλη συμφωνία. Επομένως γύρισε το βλέμμα στην επίτευξη της λύσης του Κυπριακού. Κάνοντας διαπραγματεύσεις με Τουρκία, Κύπρο, ψευδοκράτος και ΗΠΑ έφερε ένα οριστικό σχέδιο. Σύμφωνα με αυτό, η Κύπρος θα έμπαινε στο ΝΑΤΟ με την σύμφωνη γνώμη της Τουρκίας. Παράλληλα, το ψευδοκράτος θα αναγνωριζόταν από την Ελλάδα ως Βόρεια Κύπρος, με ιθαγένεια και γλώσσα κυπριακή. Για να σταθεί νομικά αυτό, θα έπρεπε να αλλάξει όνομα το υπάρχον κράτος. Το νέο όνομα βασίστηκε στην προφορά των ελληνοκυπρίων καθώς και στο επίθετο του μεγαλύτερου διαπραγματευτή. Έτσι λοιπόν μετονομάστηκε σε Τσίπρος, με ιθαγένεια και γλώσσα Τσιπριακή.

Το κυπριακό ζήτημα χρησιμοποίησε σαν αφορμή για να επωφεληθεί ο υπουργός άμυνας, ο οποίος σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις δεν έμπαινε καν στην βουλή. Δεν μπορούσε να ανεχθεί το νέο όνομα της Κύπρου. Ήθελε να είναι ο μόνος πολιτικός που θα έχει μια πόλη στο όνομα του, τα Καμένα Βούρλα. Δεν μπορούσε όμως να ρίξει τον υπουργό εξωτερικών αυτή τη φορά, διότι ήταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Απαίτησε λοιπόν την απομάκρυνση τριών μελών του υπουργικού συμβουλίου που παρουσιάστηκαν με δερμάτινα από την Κωνσταντινούπολη. Αυτή η διπλωματική κίνηση, εκτός από εθνική προδοσία, θεωρήθηκε από τον ακροδεξιό υπουργό και εκτός dresscode («είπαμε χωρίς γραβάτα, αλλά το επόμενο στάδιο θα είναι η γκλίτσα»). Οι ακροδεξιοί βουλευτές ήταν απαραίτητοι στον Έλληνα πρωθυπουργό. Επομένως για να τον γλυκάνει, έδιωξε τους τρεις υπουργούς του και έδωσε τα υπουργεία αυτά στον υπουργό άμυνας που έγινε Υπερυπουργός Ενόπλων Υποδομών και Αγροτικής Ναυτιλίας. Το Κυπριακό είχε την ίδια κατάληξη με το Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης.

Οι καρέκλες είχαν ραγίσει. Ο πρωθυπουργός καταλάβαινε ότι έπρεπε να κάνει κάτι αριστερό για πρώτη φορά στη θητεία του αν ήθελε να κερδίσει τις εκλογές που έρχονταν. Και η μεγάλη απόφαση ήρθε. Στον προϋπολογισμό που κατατέθηκε αποφασίστηκε η φορολόγηση της εκκλησίας. Πλέον η εκκλησία έπρεπε να παραχωρεί το 10% των ετήσιων κερδών της. Βέβαια στην τελευταία σελίδα του παραρτήματος του νομοσχεδίου που κατατέθηκε, υπήρχε με μικρά γράμματα η αύξηση των μισθών των εκκλησιαστικών δημοσίων υπαλλήλων κατά 30%. Έτσι ο πρωθυπουργός θα έπαιρνε ψήφους και από την αριστερή αλλά και από την εκκλησιαστική μάζα. Αυτό όμως δεν μπορούσε να το ανεχθεί ο υπερυπουργός. Ανέφερε ότι με σειρά προτεραιότητας, η πατρίδα, η θρησκεία και η οικογένεια, πρέπει να προστατεύονται. Απείλησε να ρίξει την κυβέρνηση αν δεν έφευγε ο υπουργός οικονομικών. Ο πρωθυπουργός που τον τελευταίο καιρό κοιμόταν πάνω στην καρέκλα του στο Μαξίμου, νιώθοντας ότι ο πλειστηριασμός του μεγάρου είναι κοντά, αποφάσισε να παραμείνει λίγο ακόμα εκεί. Πήρε πίσω το νομοσχέδιο και απέλυσε τον υπουργό οικονομικών. Η πατρίδα και η θρησκεία έμειναν ανέπαφες, και ακόμα μια φορά την πλήρωσε η οικογένεια. Το αφορολόγητο πήγε στα 98 ευρώ ετησίως, έτσι ώστε να μην φορολογούνται οι φαντάροι.

Η ήττα για τους δύο μεγάλους πολιτικούς ηγέτες ήταν πλέον σίγουρη. Αλλά και η καρεκλοφρένεια βαθιά ποτισμένη μέσα τους. Μια βδομάδα πριν παραδώσουν τα καθήκοντα τους, αποφασίζουν να κάνουν μια απέλπιδα προσπάθεια να κρατήσουν ένα τεράστιο πόστο που θα μεταφέρει εκεί την καρέκλα τους. Ο υπερυπουργός ανακοινώνει την επαναφορά του Στρατάρχη και ανακηρύσσει τον εαυτό του στην συγκεκριμένη θέση. Εξαγριωμένος όμως ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ ζητάει από την νέα κυβέρνηση να γίνουν ιατρικές εξετάσεις στον πρώην υπουργό. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων τον βγάζουν Ι4 άοπλο. Μετά από αυτό, ανακοινώνεται η μετάθεση του στους Τοξότες Ξάνθης, όπου αναλαμβάνει χρέη θαλαμοφύλακα σε μονάδα. Η κεφαλή της κυβέρνησης αποφάσισε να μεταφέρει τα γραφεία του πρωθυπουργού στην Λυκόβρυση. Στη συνέχεια αγόρασε το Μέγαρο Μαξίμου και το δήλωσε σαν πρώτη κατοικία. Έτσι δεν θα τον έδιωχνε κανένας από εκεί μέσα. Όμως ο νέος πρωθυπουργός, φέρθηκε τελείως εκδικητικά και αποφάσισε να εκτοξεύσει τον ΕΝΦΙΑ σε όλα τα κτίρια της Ηρώδου Αττικού. Ο πρώην πρωθυπουργός δεν μπορούσε να ανταποκριθεί οικονομικά. Αποφάσισε να πουλήσει το μέγαρο στο γερμανικό δημόσιο και να μετακομίσει στο Καματερό. Έτσι η καριέρα των δύο πολιτικών έληξε άδοξα. Τουλάχιστον ικανοποίησαν μερικώς την καρεκλοφρένεια τους, μεταφέροντας τις καρέκλες των πρώην γραφείων τους στις νέες τους βάσεις.

 

Παναγιώτης Φραγκούλης