Πηγή: Katiousa
Μπορεί στη χώρα μας και διεθνώς να παράγονται περισσότερα “Bella Ciao” από όσα μπορούμε να καταναλώσουμε, αυτό όμως δεν αλλάζει το γεγονός πως κάποιες φορές ο ύμνος των Ιταλών παρτιζάνων ταιριάζει καλύτερα από άλλες, όπως όταν έχει ως αποδέκτη κάποιων που πέρασε από τις γραμμές τους.
Ο λόγος εν προκειμένω για τον Τζιλμπέρτο Μαλβεστούτο, που γιόρτασε τα 100ά του γενέθλια πριν λίγες μέρες, στο σπίτι του στη μικρή πόλη Σουλμόνα της περιοχής Αμπρούτσο στην κεντρική Ιταλία, παρέα με φίλους και θαυμαστές του, που συγκεντρώθηκαν στην αυλή του για να του τραγουδήσουν πρώτα τα χρόνια πολλά και στη συνέχεια το “Bella Ciao”. Ο ίδιος, αν και καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο και φανερά καταβεβλημένος από το χρόνο, έδειξε να το χαίρεται ιδιαίτερα, σιγοτραγουδώντας τους στίχους και χειροκροτώντας τους συγκεντρωμένους.
Ο Μαλβεστούτο, που γεννήθηκε στη Σουλμόνα, υπηρετούσε τη θητεία του στο στρατό του Μουσολίνι, όταν τον βρήκαν στη Μπολόνια όπου ήταν σταθμευμένος τα νέα της συνθηκολόγησης της Ιταλίας στις 8 Σεπτέμβρη. Μέσα στη γενική αναταραχή που ξέσπασε, ο ίδιος εγκατέλειψε το στρατόπεδο και πέταξε τη στολή του φασίστα αξιωματικού, γυρνώντας με τα πόδια στην πόλη του, ακολουθώντας εναλλακτικές διαδρομές μακριά από τις κεντρικές οδικές αρτηρίες που ήταν γεμάτες μπλόκα και περιπολίες Γερμανών ναζί. Φτάνοντας στη Σουλμόνα βγήκε στην παρανομία καταφεύγοντας στα βουνά γύρω από την κοιλάδα Πελίνια, προκειμένου να μην υπηρετήσει τις δυνάμεις της “Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας”, γνωστής και ως “Κράτος του Σαλό”, που είχε στήσει ο Μουσολίνι και τα απομεινάρια του φασιστικού κόμματος με γερμανική στήριξη στη βόρεια Ιταλία.
Τον Ιούνη του 1944, η Σουλμόνα απελευθερώθηκε από την Ταξιαρχία Majella, προσκείμενη στο Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, την οποία είχε ιδρύσει λίγους μήνες νωρίτερα ο δικηγόρος του δολοφονημένου από τους φασίστες βουλευτή Τζιάκομο Ματεότι. Ο Μαλβεστούτο μπήκε στις γραμμές της Ταξιαρχίας και συμμετείχε σε πολλές μάχες στην περιοχή της Εμίλια-Ρομάνια, με αποκορύφωμα την απελευθέρωση της πρωτεύουσας της περιοχής, καθώς η μονάδα του ήταν μια από τις πρώτες που μπήκαν στην Μπολόνια στις 21 Απρίλη 1945.
Στα μεταπολεμικά χρόνια έλαβε πλήθος διακρίσεων και συνέχισε να δραστηριοποιείται πολιτικά στις γραμμές του ΙΣΚ, αποχωρώντας αργότερα λόγω διαφωνίας με τον ηγέτη του κόμματος από το 1976 και αργότερα πρωθυπουργό της Ιταλίας, Μπετίνο Κράξι, τον οποίο κατηγορούσε για “αλλοίωση του ιταλικού σοσιαλισμού”. Η τελευταία του εμπλοκή στην πολιτική ήταν η υποψηφιότητά του στις τοπικές εκλογές του Αμπρούτσο το 2019. Επίκεντρο του ενδιαφέροντός του ήταν η διάδοση της ιστορίας της ιταλικής Αντίστασης, μέσα από τη δική του σκοπιά πάντα, στις νεότερες γενιές, λόγος για τον οποίο εξέδωσε δύο βιβλία, ενώ έδωσε κατά διαστήματα πλήθος συνεντεύξεων σε εφημερίδες, εκπομπές και ντοκιμανταίρ. Υπήρξε επίσης, από το 1989 ως το 1993, πρόεδρος του Ινστιτούτου Ιστορίας της Αντίστασης του Αμπρούτσο.