Η αθώωση του Μητροπολίτη Καλαβρύτων Αμβροσίου, για το κήρυγμα μίσους και την προτροπή σε βία κατά ομοφυλόφιλων, αλλά και την κατάχρηση της εκκλησιαστικής του θέσης, είναι από μόνη της μια απόφαση – ντροπή για την ελληνική Δικαιοσύνη. Περισσότερο ντροπιαστικό όμως, είναι ότι ήταν λίγο – πολύ αναμενόμενη. Είθισται στην Ελλάδα, η δικαιοσύνη να σηκώνει λίγο το μαντήλι που καλύπτει θεσμικά τα μάτια της, να κοιτάει ποιον έχει απέναντί της και να αποφασίζει ανάλογα. Όχι τυφλή πλέον, αλλά τυφλωμένη.

amvroo

του Θάνου Καμήλαλη στο ThePressProject

Για το κράτος Δικαίου στην Ελλάδα, τον σεβασμό στη διαφορετικότητα και την προστασία ομάδων που υφίστανται βία με βάση θρησκευτικά, φυλετικά ή σεξουαλικά κριτήρια, η υπόθεση του Αμβροσίου ήταν ένα τεστ, φαινομενικά απλό. Απέναντι στο δικαστήριο στάθηκε ένας μητροπολίτης, ορκισμένος εχθρός των μειονοτήτων, ιερέας του μίσους και κήρυκας της βίας που δεν έχει διστάσει να δηλώσει δημόσια ότι «προτιμά να τον λένε φασίστα παρά αριστερό». Ένας αμετανόητος κατηγορούμενος, ο οποίος είχε το θράσος στο «φτύστε τους», που μεταξύ άλλων προκάλεσε την αντίδραση, να προσθέσει ότι ««το φτύστε τους είναι το λιγότερο. Αν είχα όπλο και μπορούσα από τον νόμο, θα το χρησιμοποιούσα να τελειώνουμε». Ένας «εκπρόσωπος του Θεού», που χρησιμοποιεί την κοινωνική του θέση, την αποδοχή που απολαμβάνει από τμήμα της κοινωνίας, το ποίμνιο του, για να παραχαράξει τα κηρύγματα της θρησκείας που υποτίθεται πως πρεσβεύει, προσφέροντας στη βία, τον εξευτελισμό και την περιθωριοποίηση τον «χριστιανικό» μανδύα που αποζητά, μαύρο κι επικίνδυνο.

Τελικά όμως, οι θεσμοί δεν πέρασαν τη δοκιμασία, ο Αμβρόσιος αθωώθηκε. Κι αν εξελίχθηκε η δίκη του σε νέο κήρυγμα μίσους κατά των ομοφυλόφιλων δεν πειράζει, «μην ανησυχείτε». Θα μπορούσε κανείς να μείνει στην ντροπή που προξενεί μία τέτοια απόφαση. Ναι, είναι ντροπή, αλλά είναι και «κανονικότητα», κουλτούρα. Κουλτούρα που εκπορεύεται από τον «νόμο του ισχυρού», δηλητηριάζει την κοινωνία, μετατρέπει μέλη της σε εν δυνάμει θύματα και συνήθως, βρίσκει νομιμοποίηση από τους θεσμούς της πολιτείας.

«Οι ομοφυλόφιλοι είναι ανώμαλοι». «Οι γυναίκες είναι πιο αδύναμες από τους άνδρες». «Αυτή που τη βίασαν, τι ρούχα φορούσε;». «Οι μετανάστες είναι επικίνδυνοι, πετάξτε τους στη θάλασσα». Πρόκειται για ύβρεις που διαπνέουν κομμάτι, μικρό ή μεγάλο της κοινωνίας, προβλήματα που μοιάζουν πολύ διαφορετικά, ωστόσο έχουν κοινή αφετηρία, κοινή κουλτούρα. Μία κουλτούρα με διάφορες εκφάνσεις στη δημόσια ζωή, πάντα ενάντια στο διαφορετικό, το δήθεν αδύναμο, το «ξένο». Που αναπαράγει στερεότυπα, ενοχλητικά πολλές φορές, επικίνδυνα κάποιες άλλες και επιδιώκει να τα μετατρέψει σε θέσφατα της δημόσιας ζωής. Που προσπαθεί να εμποτίζει ολόκληρες ομάδες με φόβο. Φόβο στον ομοφυλόφιλο να παρουσιάσει τον εαυτό του δημόσια. Φόβο στη γυναίκα για τις ευκαιρίες της στη ζωή ή την κοινωνική της συμπεριφορά. Φόβο στον μετανάστη για τα δικαιώματά του. Μπορεί οι περιπτώσεις, η ανισότητα και τα πιθανά εγκλήματα να είναι διαφορετικά, αλλά το συναίσθημα είναι το ίδιο.

Κάθε τόσο βρίσκεται ένας Αμβρόσιος να μας θυμίσει σε τι κόσμο ζούμε. Ή μία απόφαση του ευρωδικαστηρίου για απολύσεις εγκύων. Ή μία περίπτωση βιασμού στην Ξάνθη. Ή μία Μανωλάδα. Περιπτώσεις δηλαδή όπου οι θεσμοί νομιμοποιούν τον φόβο, υπηρετούν τον ισχυρό, τον «ευυπόληπτο» ιεράρχη, τον εργοδότη, τον άνδρα, τον «κανονικό».

Οι αποφάσεις αυτές, η νομιμοποίηση του μίσους, η θεσμική αποδοχή αυτής της κουλτούρας αποδεικνύουν το πόσο δρόμο έχουμε ακόμα να διανύσουμε, συλλογικά και κοινωνικά. Μπορεί να προκαλούν θυμό, ντροπή και αγανάκτηση, λειτουργούν όμως και ως καθρέφτης, ως πανοραμική άποψη αυτού του δύσβατου δρόμου που είναι μπροστά μας. Κανείς όμως ποτέ δεν είπε ότι θα είναι εύκολο.