Κάτι για το οποίο η Ελλάδα είναι διαχρονικά υπερήφανη είναι η αριστερή της κυβέρνηση τον 21ο αιώνα. Η πρώτη φορά αριστερά άφησε παρακαταθήκες στην ανθρωπότητα οι οποίες συγκρίνονται μόνο με εκείνες του Περικλή και του χρυσού αιώνα του. Μία από αυτές είναι το χτύπημα στους ολιγάρχες. Με μια επίδειξη ισχύος, πούλησε την δημόσια περιουσία σε ξένους, αφήνοντας τους Έλληνες μεγαλοεπιχειρηματίες να κοιτούν ανήμποροι να αγοράσουν έστω ένα λιμανάκι στην Σαμοθράκη. Αλλά το δαιμόνιο κόλπο εφαρμόστηκε πριν τις ευρωεκλογές του 2019. Τότε που τον ηγέτη ενός εκ των κολοσσών της Ελλάδας τον έβαλε υποψήφιο στο ευρωψηφοδέλτιο του κόμματος.
Σκοπός του αριστερού κόμματος ήταν να ανταμείψει τον καλύτερο ολιγάρχη της Ελλάδας. Διότι δεν είναι και λίγο πράγμα ο παππούς σου να είναι υπουργός στην κυβέρνηση του βουνού και ο πατέρας σου κάτι σαν πρωθυπουργός μετά την μεταπολίτευση. Εκτός των άλλων, όταν ήταν αντιπρόεδρος ποδοσφαιρικής ομάδας απολαύσαμε το πιο ανταγωνιστικό πρωτάθλημα το οποίο έπαιρνε μόνιμα αυτός. Ο τζόγος άνθισε και χιλιάδες Έλληνες κέρδισαν την ευχαρίστηση να προσφέρουν απλόχερα τα χρήματα τους στον μελλοντικό ευρωβουλευτή. Τέλος, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη το φαινόμενο των παραγκουπόλεων δεν είχε εξαλειφθεί, επί ημερών της οικογένειας στην Ελλάδα η παράγκα της Ελλάδας ήταν μόλις μία. Έτσι λοιπόν η κυβέρνηση τάχθηκε στο πλευρό της οικογένειας του συγκεκριμένου επιχειρηματία, για να πολεμήσει τους υπολοίπους, να τους πάρει την περιουσία και να την μοιράσει στον λαό. Παράλληλα μόλις τον εκμεταλλευόταν θα τον χτυπούσε και αυτόν, στέλνοντας τον στην εξορία του Στρασβούργου και στα έδρανα της Ευρωβουλής.
Δυστυχώς όμως για να χτυπήσει την συνομοταξία των ολιγαρχών, το αριστερό κόμμα έπρεπε να συμμαχήσει και με άλλους. Και επειδή δεν ήθελε να βοηθήσει άλλον Έλληνα, γύρισε το μάτι στον Ρώσο επιχειρηματία του Βορρά. Του είχε δώσει κανάλι, λιμάνι, καπνοβιομηχανίες, πρωτάθλημα, αλλά έπρεπε να βάλει και άλλο βαθιά το χέρι στην τσέπη. Έπρεπε λοιπόν να του δώσει άμεση εξουσία, έτσι ώστε να μην χρειάζεται ηλιέλαιο για λάδωμα δημόσιων υπηρεσιών. Πρώτη κίνηση ήταν να τον συμπεριλάβει στις λίστες μαζί με τις άμεσες υπηκοότητες που θα έδινε σε ξένους μετανάστες. Η λίστα αυτή ήταν μικρή, καθώς περιείχε εκτός από αυτόν, έναν Τογκολέζο ποδοσφαιριστή που ήταν άμεση ανάγκη για να πάει η εθνική ομάδα στο γιούρο και έναν Σαουδάραβα που είχε αγοράσει εκτάσεις για πολυτελή ξενοδοχεία στην Μύκονο. Οι υπόλοιποι μετανάστες που ζούσαν στην Ελλάδα θα έπρεπε να αποκτήσουν πιο εξειδικευμένα σκιλς ή κάποια εκατομμύρια ευρώ έτσι ώστε να πάρουν την υπηκοότητα. Στην συνέχεια πρότεινε τον Ελληνορώσο επιχειρηματία για πρόεδρο της Δημοκρατίας. Και επειδή όλοι οι βουλευτές έχουν μια ορισμένη τιμή για την ψήφο τους, με 269 ψήφους ήταν ο νέος πρόεδρος της Ελλάδας, έτοιμος να ακούσει τα κάλαντα στα επόμενα Χριστούγεννα. Όντας πρόεδρος, θα μπορούσε οποιαδήποτε στιγμή να βγάλει το μπουφάν και να φανούν τα 45άρια, χωρίς να δώσει λόγο σε κανέναν.
Και όμως αυτές οι λυκοφιλίες δεν αρκούσαν. Η διαπλοκή βασίλευε και οι έχοντες αποκτούσαν περισσότερα. Παρότι είχε παγιδέψει τις δύο κομμουνιστικές οικογένειες δίνοντας τους αξιώματα αντί για αναθέσεις δημόσιων έργων, η συνομοταξία των ολιγαρχών συνέχιζε να κυριαρχεί στην χώρα. Είχε καταλάβει ότι το έργο του είχε ολοκληρωθεί. Για αυτό τον λόγο παραιτήθηκε από πρόεδρος του κόμματος και προκήρυξε νέες εκλογές. Στο συνέδριο της αριστεράς, πρότεινε για πρόεδρο τον διαβολικό πρόεδρο της Αμερικής. Αυτός είχε χτίσει το τείχος στο Μεξικό, είχε διώξει τόσους μετανάστες, είχε σκοτώσει μερικούς μαύρους, είχε ρίξει κάποιες βόμβες και ένιωσε ότι το έργο του είχε ολοκληρωθεί. Ήθελε να αφοσιωθεί στην επιχειρηματική του δραστηριότητα και να αγοράσει μια ολόκληρη χώρα μόνος του. Για αυτόν τον λόγο κατέβηκε για υποψήφιος πρωθυπουργός της Ελλάδας με το αριστερό κόμμα. Στο πλευρό του τάχθηκαν νεοφιλελεύθεροι, γόνοι, κεντρώοι, ψεκασμένοι, εργολάβοι, καναλάρχες και με το κατάλληλο φιλοδώρημα και πολλοί εθνικιστές. Έτσι μετά τους Βαυαρούς πρωθυπουργούς, η χώρα απέκτησε και έναν Αμερικάνο. Η διαπλοκή περνούσε πλέον μόνο από το Μέγαρο Μαξίμου και έπαψε να είναι ανεξέλεγκτη. Έτσι η αριστερά κατάφερε να καταρρίψει την συνομοταξία των ολιγαρχών, φέρνοντας την μοναρχία.