Βαγγέλης Δ. Μαρινάκης για το avantgarde
Το παρακάτω είναι η μετάφραση του άρθρου του Alan MacLeod για το site venezuelanalysis, με αντικείμενο την κάλυψη των γεγονότων στην Βενεζουέλα σε σχέση με άλλες χώρες της Ν. Αμερικής και τον ταξικό ρόλο που εξυπηρετούν τα ΜΜΕ στην συγκεκριμένη περίπτωση και ευρύτερα.
____________
Το τελευταίο αξιοσημείωτο κεφάλαιο στον περίεργο κόσμο της πολιτικής της Βενεζουέλας παίζει μπροστά στα μάτια μας. Μετά τη νίκη των προεδρικών εκλογών του 2018, ο Nicolás Maduro ορκίστηκε τον Ιανουάριο, μόνο για να αυτοανακυρηχθεί πρόεδρος της χώρας ο επικεφαλής της Εθνοσυνέλευσης, κάποιος Juan Guaidó – ένας άνδρας που μέχρι τότε ήταν γνωστός σε λιγότερο από το 20% του πληθυσμού της χώρας.
Ο Guaidó υποστηρίχθηκε αμέσως από τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου, με τον αντιπρόεδρο Mike Pence να δηλώνει ότι «ο Nicolás Maduro είναι δικτάτορας χωρίς νόμιμη αξίωση για εξουσία. Δεν έχει κερδίσει ποτέ την προεδρία με ελεύθερες και δίκαιες εκλογές και έχει διατηρήσει την εξουσία του φυλακίζοντας όποιον τολμά να του αντιταχθεί.»
Έχω προηγουμένως καταγράψει το πώς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έσπευσαν να επαναλάβουν την ιδέα ότι ο Maduro είναι εντελώς χωρίς νομιμοποίηση, και πώς έχουν φανεί πρόθυμα να παρουσιάσουν τη στάση της Αμερικής ως προς την βενεζουελάνικη πολιτική ως τη στάση ενός ουδέτερου διαιτητή.
Γιατί τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, που αντιστέκονται στον Τραμπ στο εσωτερικό, ευθυγραμμίζονται τόσο εύκολα με την πολιτική της κυβέρνησής του για τη Βενεζουέλα; Και γιατί υπάρχει τόσο μικρή κριτική για κάτι που ουσιαστικά είναι μια απόπειρα πραξικοπήματος που υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ;
Σε μια πρόσφατη μελέτη, ανέλυσα πώς τα ΜΜΕ παρουσίασαν τις εκλογές του 2018 στην Κολομβία και τη Βενεζουέλα. Η εξέταση του τρόπου με τον οποίο καλύπτονται αυτές οι δύο εκλογές μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε γιατί υπάρχει τόσο μικρή διαφορά στην κάλυψη των σχέσεων μεταξύ των ΗΠΑ και της Βενεζουέλας στα ΜΜΕ.
Μια σημαντική μελέτη εμπνέει
Για να μελετήσω τις εκλογές του 2018, χρησιμοποίησα τα μοντέλα προπαγάνδας των ακαδημαϊκών των μέσων ενημέρωσης Edward Herman και Noam Chomsky που περιγράφονται στο βιβλίο τους Κατασκευάζοντας τη Συναίνεση. Το μοντέλο προπαγάνδας τους υποστηρίζει ότι τα κυρίαρχα, εταιρικά μέσα δεν είναι ένας ουδέτερος χώρος για την αλήθεια. Αντίθετα, είναι ένα όχημα που προωθεί τα συμφέροντα των ιδιοκτητών μέσων ενημέρωσης και των διαφημιστών τους.
Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι, σε αντίθεση με την λογοκρισία από τα πάνω προς τα κάτω των αυταρχικών κρατών, τα προγράμματα αυτά επιτυγχάνουν ομοιόμορφες απόψεις μέσω της προεπιλογής των «σωστά σκεπτόμενων» συντακτών και δημοσιογράφων που έχουν εκπαιδευτεί στα «σωστά» σχολεία. Στη συνέχεια διαδίδουν πληροφορίες – ή, τουλάχιστον, αυτολογοκρίνονται – κατά τρόπο που προστατεύει ή προωθεί την ιδεολογία των ιδιοκτητών, των διαφημιστών και των επίσημων πηγών.
Ο Herman και ο Chomsky τονίζουν αυτό το φαινόμενο μέσω της κάλυψης των εκλογών σε τρεις χώρες: τη Γουατεμάλα, την Ονδούρα και τη Νικαράγουα.
Οι προεδρικές εκλογές της Γουατεμάλας του 1982 και οι προεδρικές εκλογές της Ονδούρας 1984-1985 διεξήχθησαν υπό την έννοια που ο Χέρμαν και ο Τσόμσκι περιγράφουν ως «συνθήκες σοβαρής, συνεχιζόμενης κρατικής τρομοκρατίας ενάντια στον άμαχο πληθυσμό». Δείχνουν πώς τα ΜΜΕ των ΗΠΑ αγνόησαν τα τεράστια κύματα βίας που κατακλύζουν αυτές τις δύο εκλογές. Ο Dan Rather του CBS, για παράδειγμα, περιέγραψε τα γεγονότα στη Γουατεμάλα ως «ενθαρρυντικά».
Εν τω μεταξύ, ο Χέρμαν και ο Τσόμσκι εξηγούν ότι τις εκλογές του 1984 στη Νικαράγουα τις κέρδισαν οι Mαρξιστές Sandinistas σε ένα «μοντέλο ακεραιότητας και δικαιοσύνης κατά τα λατινοαμερικάνικα πρότυπα». Ωστόσο, η κάλυψη των αμερικάνικων μέσων ενημέρωσης απεικόνιζε αυτές τις εκλογές με έναν αμείλικτο τόνο αρνητικότητας. Το Time Magazine ανέφερε ότι η εκλογική διάθεση ήταν «μια σκέτη αδιαφορία», με τους ψηφοφόρους «υπερβολικά απαθείς για να πάνε στις κάλπες» και ότι «το αποτέλεσμα δεν ήταν ποτέ αμφίβολο», υπονοώντας ένα νοθευμένο σύστημα, ενώ πολλά άρθρα συζητούσαν τον «φόβο» των Νικαραγουανών ψηφοφόρων.
Η κάλυψη των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης, κατέληξαν, δημιούργησε μια πραγματικότητα που ευνοούσε τα συμφέροντα της αμερικανικής κυβέρνησης – η οποία επιδιώκει να υποστηρίξει τα κράτη-τοποτηρητές της και να δαιμονοποιήσει τη Νικαράγουα – και των πολυεθνικών εταιρειών, οι οποίες ήταν πρόθυμες να συνεργαστούν με συμπαθείς στις ίδιες δεξιές κυβερνήσεις για να μεγαλώσουν το αποτύπωμά τους στην Κεντρική Αμερική.
Κάλυψη δύο εκλογών: Μια μελέτη περίπτωσης
Χρησιμοποιώντας αυτή τη συνδυαστική μέθοδο παραδείγματος για να εξετάσω το μοντέλο προπαγάνδας, μελέτησα την κάλυψη που παρείχαν τα δυτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης στις εκλογές του 2018 στην Κολομβία – βασικό σύμμαχο των ΗΠΑ – και τη Βενεζουέλα, ορκισμένη εχθρό τους. Στην Κολομβία, ο συντηρητικός Ivan Duque θριάμβευσε, στη Βενεζουέλα κέρδισε ο σοσιαλιστής Maduro.
Οι εκλογές στην Κολομβία πραγματοποιήθηκαν κάτω από έντονο καθεστώς τρόμου, με τον αριστερό υποψήφιο Gustavo Petro να γλιτώνει παραλίγο από απόπειρα δολοφονίας και με τους παραστρατιωτικούς της δεξιάς να απευθύνουν γενικευμένες απειλές σε εκείνους που προσπάθησαν να τον ψηφίσουν. Το κατεστημένο συντηρητικό κόμμα υπό τον Πρόεδρο Alvaro Uribe είχε σφαγιάσει πάνω από 10.000 πολίτες, ενώ Αμερικανοί παρατηρητές των εκλογών, όπως ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Pittsburgh, Daniel Kovalik, μπερδεύτηκαν με ψηφοφόρους και τους προσφέρθηκαν δωροδοκίες για να ψηφίσουν τον Duque. Υπήρχαν περισσότερες από 250 επίσημες καταγγελίες για εκλογική απάτη.
Τα κυρίαρχα μέσα μαζικής ενημέρωσης εντούτοις ενέκριναν συντριπτικά τις εκλογές στο κράτος-σύμμαχο των ΗΠΑ, παρουσιάζοντάς τες ως μια στιγμή ελπίδας για τη χώρα και υποβαθμίζοντας τυχόν αρνητικές πτυχές, ιδίως τη βία. Το CNN ανέφερε ότι «αν και υπήρξαν μεμονωμένα περιστατικά βίας που σχετίζονται με τις εκλογές, ήταν ελάχιστα». Το Associated Press πήγε ένα βήμα παραπέρα, ισχυριζόμενο ότι ο πραγματικός κίνδυνος που αντιμετωπίζει η Κολομβία είναι ότι ο Petro θα ωθήσει τη χώρα «επικίνδυνα προς τα αριστερά», ενώ το NPR χαρακτήρισε τον Alvaro Uribe «εξαιρετικά δημοφιλή» και δεν ανέφερε καμία σχέση του με τις σφαγές που είχε διαπράξει η κυβέρνησή του.
Αντίθετα, τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης παρουσίασαν σχεδόν ομόφωνα τις εκλογές που διεξάγονται ταυτόχρονα στη Βενεζουέλα ως παρωδία, τη «στέψη ενός δικτάτορα», σύμφωνα με το The Independent. Άλλα μεγάλα μέσα τις χαρακτήρισαν ως «βαριά νοθευμένες«, «την οχύρωση μιας δικτατορίας» και μια «φάρσα που οικοδομεί μια απολυταρχία«. Η Miami Herald τις χαρακτήρισε «απάτη», «ψεύδείς», «σκιώδεις» και «αστείες» σε μία μόνο στήλη.
Υπάρχουν σίγουρα ορισμένες αμφισβητήσιμες πτυχές στις εκλογές της Βενεζουέλας. Εντούτοις, η ιδέα μιας πλήρως «ψευδούς εκλογής» έρχεται σε πλήρη αντίθεση με κάθε διεθνή οργάνωση παρατήρησης των εκλογών που παρακολούθησε τις εκλογές, πολλές εκ των οποίων εκπόνησαν λεπτομερείς εκθέσεις που πιστοποιούν την υποδειγματική οργάνωση και εφαρμογή τους. Υπήρξαν διάφοροι εξέχοντες διεθνείς παρατηρητές που παρακολούθησαν τις εκλογές του 2018, συμπεριλαμβανομένου του πρώην Ισπανού πρωθυπουργού Jose Zapatero, ο οποίος δήλωσε ότι «δεν είχε καμία αμφιβολία για τη διαδικασία ψηφοφορίας», και του πρώην Προέδρου του Ισημερινού, Rafael Correa, που δήλωσε πως οι «άψογα οργανωμένες» εκλογές προχώρησαν «με απόλυτη ομαλότητα.»
Αλλά θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να βρείτε μια τέτοια ομολογία σε δυτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ δείχνει τις πραγματικές της προθέσεις
Αντ’ αυτού, μετά την ορκωμοσία του Maduro, πολλοί φαίνεται να υποστηρίζουν ανοιχτά την αλλαγή καθεστώτος στη χώρα. Ένα από τα λίγα θετικά πράγματα σχετικά με την κυβέρνηση Trump είναι το ότι δεν προσπαθεί να κρύψει τις αληθινές της προθέσεις πίσω από παραπλανητικές, λουλουδένιες λέξεις. Ο John Bolton, Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Trump, περιέγραψε ανοιχτά τη Βενεζουέλα ως επιχειρηματική ευκαιρία.
«Θα κάνει μεγάλη διαφορά για τις Ηνωμένες Πολιτείες οικονομικά αν μπορούσαμε να έχουμε αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες να επενδύσουν πραγματικά και να παράγουν το πετρέλαιο στη Βενεζουέλα», είπε.
Με σαφείς παραλληλισμούς με τη κατασκευή του πολέμου στο Ιράκ, χαρακτήρισε επίσης τη Βενεζουέλα ως μέλος μιας «τρόικας τυραννίας» και πρόσφατα πρότεινε να σταλεί ο Maduro στο Γκουαντάναμο. Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου έχει εμποδίσει τη μεταφορά του χρυσού της Βενεζουέλας από την Τράπεζα της Αγγλίας, αφού έχει αναγνωρίσει ότι ο Guaidó είναι ο νόμιμος ηγέτης της. Ταυτόχρονα, οι Η.Π.Α. έχουν ενισχύσει τις κυρώσεις τους απέναντι στο πολιορκημένο έθνος, παρά τις εκκλήσεις του ΟΗΕ για το αντίθετο. Το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει καταδικάσει επισήμως τις κυρώσεις, σημειώνοντας ότι έχουν καταστήσει την κρίση πολύ χειρότερη. Ένας ειδικός εισηγητής δήλωσε πως πρόκειται πιθανώς για «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας».
Κι όμως ο Τύπος ενθαρρύνει με υπερβάλλοντα ζήλο την πρόφαση της «προώθησης της δημοκρατίας» και της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Washington Post, για παράδειγμα, χειροκρότησε τις ενέργειες της κυβέρνησης, προτρέποντάς την να συνεργαστεί με το σώμα για να ενισχύσει τις κυρώσεις ενώ ισχυρίστηκε ότι ο Guaido είχε δώσει ελπίδα στον λαό της Βενεζουέλας.
Τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης φαίνεται να αγνοούν τις απόψεις των καθημερινών Βενεζουελάνων. Το 86 τοις εκατό είναι ενάντια στη στρατιωτική παρέμβαση και το 81 τοις εκατό διαφωνεί με τις τρέχουσες κυρώσεις, σύμφωνα με πρόσφατη τοπική δημοσκόπηση. Ίσως υπάρχει ένα απώτερο κίνητρο για την ομοιόμορφη προσέγγιση των κυρίαρχων μέσων στην απονομιμοποίηση του καθεστώτος του Maduro: να υπονομεύσουν και να επιτεθούν στην άνοδο των εμπνευσμένων από τον σοσιαλισμό ιδεών στο εσωτερικό.
Όταν πρόκειται για βασικά ζητήματα όπως η εξωτερική πολιτική, ο μύθος πως τα μέσα μαζικής ενημέρωσης νοιάζονται για την αμεροληψία και την αλήθεια εξαφανίζεται για να αποκαλύψει τον πραγματικό τους ρόλο στην εξυπηρέτηση των ισχυρών.