9 Φεβρουαρίου του 1999, δύο δημοσιογράφοι σε ραδιοφωνικό σταθμό της χώρας ένιωσαν μια λιγούρα εν ώρα εκπομπής. Το πικ απ όμως είχε χαλάσει και δεν μπορούσαν να βάλουν κάποιο τραγούδι. Για αυτόν τον λόγο, έδωσαν το μικρόφωνο σε ένα νεαρό παιδί για τρία λεπτά και αυτοί μπόρεσαν και τσίμπησαν μια τυρόπιτα. Επειδή το παιδί δεν ήταν κακό στο μικρόφωνο, το τρίλεπτο της τυρόπιτας καθιερώθηκε καθημερινά. Όταν ανέβηκαν στην ζυγαριά και είδαν παραπανίσια κιλά, αποφάσισαν να σταματήσουν το τρίλεπτο διάλειμμα στην εκπομπή τους και να του δώσουν ωριαία. Το 2003 το αγόρι αυτό δεχόταν πολύ συχνά τηλεφωνικές φάρσες. Μέρα παρά μέρα χτυπούσε το τηλέφωνο, όπου μια παιδική φωνή ακουγόταν να λέει σεξιστικά αστεία στον δημοσιογράφο. Αυτός δεν απαντούσε, απλώς άκουγε ευλαβικά. Στο 20ο τηλέφωνο όταν αυτός τον ρώτησε «Τον ξέρεις τον Ορέστη;» ο έξυπνος φίλος μας, αντί να του απαντήσει ποιον Ορέστη, του πρότεινε «Θες να δουλέψεις στο ραδιόφωνο»; Έτσι γεννήθηκε μια ιστορική ραδιοφωνική εκπομπή που αργότερα έγινε και τηλεοπτική. Αισίως το 2019 οι δύο φίλοι γιόρτασαν τα 20α γενέθλια της εκπομπής σε μεζεδοπωλείο στο Κουκάκι, μιας και τα γενέθλια πέσαν Σάββατο και δεν εργάζονταν.
Η τρίτη δεκαετία της εκπομπής αποδείχτηκε χρυσή. Το πολιτικό σκηνικό της χώρας προσέφερε στιγμές γέλιου από μόνο του όσο ποτέ. Δεν χρειαζόταν καν μοντάζ στους λόγους απλά το πάτημα στο κουμπί πλέι. Αν είχαν ορέξεις και έκαναν και μοντάζ, το προϊόν γινόταν καλύτερο από ποτέ. Ως φυσικό αποτέλεσμα ήρθε και η επιστροφή στην τηλεόραση, αλλά με ξεχωριστό τρόπο. Μέσω ριάλιτι, όπου 20 πολιτικοί ήταν κλεισμένοι μέσα στο σπίτι και διαγωνιζόντουσαν στο τραγούδι, στο μόντελινγκ, στην μαγειρική, στην επιβίωση και στον έρωτα. Με αυτόν τον τρόπο γίνονταν και πιο ακίνδυνοι για τον κόσμο. Ο ένας έκανε τον παρουσιαστή ντυμένος τσολιάς και ο άλλος τον μεγάλο αδελφό, όπου έβαζε στους διαγωνιζόμενους διάφορες δοκιμασίες. Ο νικητής του παιχνιδιού διοριζόταν πρωθυπουργός μιας και είχε όλα τα απαραίτητα ταλέντα τα οποία επιζητούσε ο Έλληνας στον καναπέ του. Τα καλοκαίρια που τελείωνε η τηλεόραση και το ραδιόφωνο, κάνανε τουρ σε χώρες των Βαλκανίων. Ο τσολιάς τραγούδαγε ερωτικές μπαλάντες σε κορίτσια και ο έτερος Καππαδόκης μοίραζε φυλλάδια με τις εκδηλώσεις της Ηλιούπολης τον χειμώνα.
Όλα πήγαιναν καλά επαγγελματικά, μέχρι που έκαναν πάλι το λάθος να αρχίσουν τις συνεντεύξεις σε πολιτικούς. Και όχι μόνο στην τηλεόραση, αλλά και στο ραδιόφωνο. Αποτέλεσμα να κοπούν από παντού. Αυτό τους εξόργισε και αποφάσισαν να περάσουν στην αντεπίθεση. Πήραν τα βουνά του Υμηττού παρακάμπτοντας τους εξωγήινους, και έφτιαξαν δικό τους ραδιοφωνικό σταθμό. Παράλληλα έγιναν καναλάρχες. Όχι στην τηλεόραση εννοείται, αλλά στο γιουτιούμπ. O σκοπός τους πλέον ήταν ένας και μοναδικός, να βάψουν την Ελλάδα κόκκινη. Η απήχηση τους ήταν τεράστια και γρήγορα πολλοί ήρθαν με το μέρος τους. Παλιοί συνάδελφοι τους βλέποντας τι έρχεται, έστελναν βιογραφικά στον σταθμό του Υμηττού όπου ο παλιός τα τοποθετούσε στον καταστροφέα εγγράφων. Υπέρμαχοι του «ναι» των δημοψηφισμάτων, της πρώτης φοράς αριστεράς, της συνθήκης των Πρεσπών, της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ έδιναν καθημερινά την υποστήριξη τους προς το ρεύμα αυτό. Εφοπλιστές έπαιρναν τα καράβια τους και ζητούσαν πολιτικό άσυλο στην Καλιφόρνια. Οι ξένοι έστησαν εμπάργκο στην Ελλάδα, κλείνοντας το ίνσταγκραμ και τις σελίδες πορνό. Η μεγάλη συγκυβέρνηση όλων των υπολοίπων κομμάτων έτρεμε στην ιδέα του Κομμουνισμού. Για αυτόν τον λόγο γέμισε την χώρα με καζίνο, μαρίνες και πίστες φόρμουλα ένα, προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να πείσει ότι ο καπιταλισμός είναι πανέμορφος. Όμως ο σταθμός πλέον περνούσε τα μηνύματα του με τρόπο εφάμιλλο του Πολυτεχνείου. Σε διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, οι Έλληνες βανδάλισαν τα προϊόντα του καπιταλισμού και τα μετέτρεψαν σε χώρους για φεστιβάλ με μουσική, σουβλάκια και άφθονο Μαρξ. Όλα είχαν κριθεί. Τον Ιανουάριο του 2039, με ποσοστά 80% η Ελλάδα μετατράπηκε σε Σοβιετία.
Τα είχαν πλέον καταφέρει. 9 Φεβρουαρίου του 2039 γιόρταζαν στον σταθμό τους τα 40α τους γενέθλια. Τα πανηγύρια γρήγορα μετατράπηκαν σε μελαγχολία. Ανακοίνωσαν λοιπόν την αποχώρηση τους από τον σταθμό, ο οποίος αργότερα έτσι και αλλιώς θα κρατικοποιούταν (μετατράπηκε σε θεματικός με περιεχόμενο την Μπάουχαουζ αρχιτεκτονική). Είχαν πλέον ολοκληρώσει το σκοπό τους, όμως οι δρόμοι τους δεν χώρισαν. Μαζί, αποφάσισαν να αλλάξουν την νοοτροπία του Έλληνα στο φαγητό και στην μουσική. Συμφώνησαν λοιπόν να ανοίξουν κουτούκι στην Ηλιούπολη. Παράλληλα θα βοηθούσαν στην τόνωση του τουρισμού της περιοχής. Το μενού περιείχε από σαλάτες με σαλάχι, μέχρι και πίτσες με μαρμελάδα κυδώνι. Ο εύζωνας παράλληλα μην μπορώντας να αποχωριστεί το μικρόφωνο, έκανε λάιβ στο μαγαζί αυτό, με συνοδεία μπαλαλάικας. Χάρη σε αυτούς τους δύο ανθρώπους λοιπόν, η Ελλάδα μπορεί να μην έγινε Μονακό, αλλά τουλάχιστον έγινε μια Μόντενα.