Aιμιλία Τσαγκαράτου
Πηγή: Πριν
Μια υπάλληλος δήλωσε: Αν ήθελα να δουλέψω για τον πόλεμο, θα πήγαινα στην Lockheed Martin
Οι εργαζόμενοι στη Google και τη Microsoft αντιδρούν σε πολεμικά και κατασταλτικά «πρότζεκτ» που αναλαμβάνουν οι εταιρείες-κολοσσοί της τεχνολογίας. Εκφράζουν γνώμη για το προϊόν που παράγουν, και όχι μόνο για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες το παράγουν.
Στα αμερικάνικα μέσα ονομάστηκε «η εξέγερση της Silicon Valley». Είναι γεγονός ότι δεν συναντά κανείς πολύ συχνά τόσο εκτεταμένες αντιδράσεις από εργαζόμενους σε εταιρείες τεχνολογίας αιχμής όπως η Google και η Microsoft και μάλιστα όχι σχετικά με τις εργασιακές συνθήκες αλλά για τον πυρήνα της πολιτικής τους. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Το Σεπτέμβρη του 2017, η Google ανέλαβε για το Πεντάγωνο το Project Maven. Σκοπός του προγράμματος , η βελτίωση της ικανότητας στόχευσης των drones μέσω της τεχνητής νοημοσύνης. Από την αρχή της υλοποίησής του, οι εργαζόμενοι της εταιρείας εξέφρασαν την ανησυχία τους. Όταν το αίτημά τους προς την εταιρεία να ακυρωθεί το συμβόλαιο απορρίφθηκε, δημοσίευσαν τις αντιρρήσεις τους στην εσωτερική πλατφόρμα ενημέρωσης της εταιρείας. Στη συνέχεια αποφάσισαν να βγουν δημόσια. Με ανοιχτή επιστολή, η οποία μέσα σε λίγες μέρες συγκέντρωσε πάνω από 5000 υπογραφές εργαζομένων της Google, καλούν την εταιρεία «να ακυρώσει το πρόγραμμα, καθώς και να ανακοινώσει και να εφαρμόσει μια ξεκάθαρη πολιτική ενάντια στην παραγωγή πολεμικής τεχνολογίας», ενώ ταυτόχρονα δεκάδες μηχανικοί παραιτούνται. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά μία υπάλληλος, «αν ήθελα να δουλέψω για τον πόλεμο, θα πήγαινα στην Lockheed Martin. Είναι μόλις μερικά τετράγωνα πιο κάτω».
Σε σύντομο χρονικό διάστημα, δημιουργήθηκε ένα δίκτυο παρόμοιων πρωτοβουλιών σε πολλά γραφεία της Google ανά τον κόσμο. Οι προσπάθειες των στελεχών της εταιρείας να υποβαθμίσουν τη σημασία του προγράμματος έπεσαν στο κενό. Οι εργαζόμενοι ήδη γνώριζαν ότι το συγκεκριμένο πρότζεκτ, αξίας 9 εκατομμυρίων δολαρίων για το πρώτο έτος υλοποίησής του και 250 εκατομμυρίων δολαρίων για τα επόμενα, ήταν η προσπάθεια της Google να κερδίσει στον ανταγωνισμό των εταιρειών για να αναλάβει το πρόγραμμα JEDI, στρατηγικής σημασίας για την πολεμική μηχανή των ΗΠΑ για τη δικτύωση μέσω της τεχνολογίας cloud νέας γενιάς των στρατιωτικών δυνάμεων της χώρας σε όλο τον κόσμο, αξίας 10 δις δολαρίων.
Οι έντονες αντιδράσεις των εργαζομένων είχαν αποτέλεσμα. Στις αρχές του Ιούνη, η Google ανακοίνωσε ότι μετά την εκπνοή του πρώτου προγράμματος δεν θα αναλάβει τα επόμενα. Παρόλο που οι εργαζόμενοι ζητούν την ακύρωση και του τρέχοντος προγράμματος, θεωρούν ότι ήδη έχουν μια σημαντική νίκη.
Οι παραπάνω αντιδράσεις γίνονται «viral» και σε άλλες εταιρείες, όπως η Microsoft, η Amazon και η Salesforce. Εδώ, την οργή των εργαζομένων πυροδότησαν οι συμφωνίες των συγκεκριμένων τεχνολογικών κολοσσών να συνάψουν συμβόλαια με την ICE (Immigration and Customs Enforcement, την υπηρεσία μεταναστευτικής πολιτικής των ΗΠΑ) για τη δημιουργία λογισμικού αναγνώρισης προσώπων. Οι αντιδράσεις υπήρχαν εδώ και καιρό, η σταγόνα όμως που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν η πολιτική «μηδενικής ανοχής» του Τραμπ και ο βίαιος αποχωρισμός παιδιών μεταναστών από τις οικογένειές τους. Σε ανοιχτή επιστολή τους που δόθηκε στη δημοσιότητα στα τέλη Ιούνη, οι εργαζόμενοι της Microsoft λένε: «Απαιτούμε από την εταιρεία να ακυρώσει τα συμβόλαιά της με την ICE. Εμείς που οικοδομούμε τις τεχνολογίες από τις οποίες η Microsoft βγάζει κέρδη, αρνούμαστε να γίνουμε συνεργοί. Είμαστε μέρος ενός αναπτυσσόμενου κινήματος, που αναγνωρίζουμε την τεράστια ευθύνη που έχουν αυτοί που δημιουργούν ισχυρή τεχνολογία να εξασφαλίζουν ότι αυτό που φτιάχνουν χρησιμοποιείται για καλό και όχι για να βλάπτουν». Την επιστολή υπέγραψαν εκατοντάδες υπάλληλοι, ενώ με παρόμοιο τρόπο αντέδρασαν στην Amazon και στην Salesforce, που φτιάχνουν τέτοια λογισμικά.
Είναι βέβαια γνωστό ότι η Silicon Valley έχει μια μακρά ιστορία δημιουργίας τεχνολογιών για στρατιωτικούς και κατασταλτικούς σκοπούς, που συνήθως έμεναν εντός των τειχών των εταιρειών. Η ένταση των πολεμικών προετοιμασιών και της αντιμεταναστευτικής πολιτικής με τη διακυβέρνηση Τραμπ, το γεγονός ότι πολλοί από τους εργαζόμενους στις παραπάνω εταιρείες είναι μετανάστες πρώτης ή δεύτερης γενιάς, ακόμα και το απεργιακό κύμα στην εκπαίδευση στις ΗΠΑ την άνοιξη που μας πέρασε, είναι κάποιες από τις αιτίες που πυροδότησαν τις παραπάνω αντιδράσεις. Τα γεγονότα αυτά δίνουν την αφορμή για μεγάλη συζήτηση και δεν μπορούν να αναλυθούν στα πλαίσια ενός άρθρου. Ένα όμως είναι σίγουρο: το ότι οι εργαζόμενοι εκφράζουν γνώμη για το προϊόν που παράγουν, και όχι μόνο για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες το παράγουν, είναι μια πολύ σημαντική παρακαταθήκη.