Καταιγιστικούς ρυθμούς αποκτά πλέον η κριτική εναντίον των μεγάλων του διαδικτύου. Και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού οι επιθετικές πρακτικές που υιοθετούν στην επιχειρηματική τους δράση και οι αποκαλύψεις των συνεχών παραβιάσεων του απορρήτου των πολιτών εκ μέρους των εταιρειών Amazon, Google και Facebook τις έχουν θέσει στο στόχαστρο της πιο σκληρής κριτικής.
Τόσο από τη μεριά των πολιτών όσο και από τη θεσμική πλευρά.
Πώς η Νέα Υόρκη υποκλίθηκε στον Μπέζος
Εκβιαστικές πρακτικές της Amazon
Η απόφαση της Amazon της να κηρύξει δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό πριν 14 μήνες για να επιλέξει σε ποιά πόλη των ΗΠΑ θα στεγάσει τα δεύτερα σε σημασία γραφεία της διοίκησής της, γρήγορα μετατράπηκε σε μπούμερανγκ. Γιατί, το (αναμενόμενο) αποτέλεσμα ήταν οι μεγαλύτερες πόλεις, για την ακρίβεια επιχειρηματικά κέντρα, των ΗΠΑ να επιδοθούν σε μια πλειοδοσία παροχών για να εξασφαλίσουν όλα όσα θα φέρει μαζί της η επιλογή του πολυεθνικού γίγαντα. Παίρνοντας υπ’ όψη όχι μόνο το δεύτερο σε σημασία κτίριο διοίκησης (HQ2), αλλά και άλλες δύο εγκαταστάσεις της Amazon που «κλήρωσαν» ταυτόχρονα, ο λόγος γίνεται για 55.000 θέσεις εργασίας, εκ των οποίων 25.000 χαρακτηρίζονται καλοπληρωμένες, και επενδύσεις συνολικού ύψους 2,5 δισ. δολ. που μαζί με την εκκίνηση της λειτουργίας υπολογίζεται ότι θα υπερβούν τα 5 δισ. δολ. «Νικητής» αναδείχθηκε η Νέα Υόρκη για τα γραφεία της διοίκησης κι επίσης Ουάσιγκτον D.C. και Νάσβιλ.
Το κόστος ωστόσο που καταβλήθηκε για να κερδίσει η Νέα Υόρκη σε αυτό τον άτυπο διαγωνισμό και οι συνέπειες που θα επέλθουν προκάλεσαν ένα κύμα αντιδράσεων που ήρθαν να επιβεβαιώσουν τη φήμη της Amazon ως μια αδίστακτη πολυεθνική υπόδειγμα της εταιρικής αδηφαγίας και αλαζονείας. Η άλλη όψη της επιτυχίας του Μεγάλου Μήλου είναι κίνητρα συνολική αξίας 3 δισ. δολ! Ειδικότερα και με βάση την ίδια την Amazon 1,2 δισ. δολ. (ή 48.000 ανά θέση εργασίας) υπό τη μορφή φοροαπαλλαγών για τα επόμενα 10 χρόνια, μια χορηγία ύψους 325 εκ. δολ. που αφορά στο κτίριο κι επιστροφή φόρων ύψους 3.000 δολ. ανά εργαζόμενο από την πολιτεία που σχετίζεται με την επιλογή του σημείου εγκατάστασης που θα ανέλθει σε 1 δισ. δολ.
Πόσο όμως απέχει από το εκβιασμό η «επιτυχία» της Amazon;
Ο πλειοδοτικός διαγωνισμός που έστησε ο ιδρυτής και μεγαλομέτοχος της Amazon, Τζεφ Μπέζος, που είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου, αναδεικνύει την άνιση θέση που βρίσκονται ακόμη και μεγα-πόλεις απέναντι στους πολυεθνικούς κολοσσούς καθώς οι αρχές της Νέας Υόρκης όσο κι αν γιόρτασαν την επιτυχία τους, αναγκάστηκαν να παραιτηθούν από αυτονόητα δικαιώματά τους, εν προκειμένω φορολογικά. Έτσι όμως δημιουργούνται εταιρείες και πολίτες δύο ταχυτήτων, με μονοπώλια όπως η Amazon να βρίσκονται στην πρώτη ταχύτητα καθώς τα μεγέθη τους τούς επιτρέπουν να πληρώνουν λιγότερους φόρους, κατόπιν εκβιασμών, κι έτσι να μειώνουν τα κόστη παραγωγής τους. Στην άλλη, τη δεύτερη ταχύτητα βρίσκονται μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που είναι αναγκασμένες να πληρώνουν την επίσημη φορολογία. Το αποτέλεσμα είναι οι μεγάλες και πλούσιες εταιρείες να γίνονται ακόμη μεγαλύτερες και πλουσιότερες…
Η επιλογή της Amazon θα κάνει την ίδια τη Νέα Υόρκη ακόμη λιγότερο αξιοβίωτη κι ακόμη περισσότερο απάνθρωπη, καθώς τη στιγμή που απαιτούνται δεκάδες εκατομμύρια δολάρια για την ενίσχυση των υποδομών της ώστε να υποδεχθεί τους νέους κατοίκους αυτή παραιτείται απ’ όσα δικαιούται να λαβαίνει. Σε εθνικό επίπεδο, η επιλογή της Amazon ανάμεσα σε περισσότερες από 230 διαφορετικές πόλεις (!) ενισχύει την τάση εγκατάστασης των ανερχόμενων εταιρειών στα παράλια των ΗΠΑ (και τη συνακόλουθη τάση μαρασμού της αμερικανικής ενδοχώρας) και κατά συνέπεια τις περιφερειακές ανισότητες και τον υδροκεφαλισμό στην αστική ανάπτυξη των ΗΠΑ.
Στα σκοινιά η Google για την εμπορευματοποίηση της ενημέρωσης
Σφίγγει ο κλοιός για τα πνευματικά δικαιώματα
Αντιμέτωπη με ασυνήθιστες πιέσεις βρίσκεται και η Google, που βλέπει τα καλύτερα της χρόνια να ανήκουν στο παρελθόν. Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση έρευνα που δημοσιεύει η εφημερίδα USA Today για την αναγνωρισιμότητα και τη φήμη που έχουν στη συνείδηση των Αμερικανών οι μεγάλες εταιρείες, ενώ η Google το 2016 βρισκόταν στην τρίτη θέση και το 2017 στην όγδοη, φέτος τέθηκε εκτός δεκάδας, κατρακυλώντας στην 28η θέση. Ανάλογη καθοδική πορεία ακολούθησε και η Apple που από την δεύτερη και την πέμπτη θέση το 2016 και 2017, το 2018 προσγειώθηκε απότομα στην 29η θέση!
Οι αποφάσεις ωστόσο που καλείται να λάβει τις επόμενες εβδομάδες η Google ενδέχεται να την οδηγήσουν ακόμη πιο χαμηλά, τουλάχιστον στην από δω μεριά του Ατλαντικού. Με βάση μια εξαιρετικά αμφιλεγόμενη απόφαση του Ευρωκοινοβουλίου, που ψηφίστηκε τον Σεπτέμβριο και υπόσχεται να περιφρουρήσει τα πνευματικά δικαιώματα (ενώ κατηγορήθηκε ότι πλήττει και εμπορευματοποιεί την ενημέρωση και την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών) η Google είναι πλέον υποχρεωμένη να πάρει πιο σοβαρά τους παραγωγούς περιεχομένου, δηλαδή τους εκδότες. Η μεταρρύθμιση που είναι προ των πυλών στην πιο ακραία της εκδοχή θέλει τον αμερικανικό κολοσσό αν όχι να πληρώνει για την μετάδοση ειδησεογραφικού περιεχομένου, τουλάχιστον να συνάπτει σαφή συμφωνία με τον κάθε έναν από τους 25.000 εκδότες που αναπαράγει και φέρνει στις οθόνες μας με κάθε αναζήτηση. Αυτό ακριβώς είναι το ενδεχόμενο που πασχίζουν να αποτρέψουν οι στρατιές από δικηγόρους και λομπίστες που συνεδριάζουν ατελείωτες ώρες με την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία. Η δημοφιλέστερη μηχανή αναζήτησης από τη μεριά της, που το μερίδιο αγοράς της στην Ευρώπη υπερβαίνει το 90%, αντιτείνει ότι δεν εισπράττει έσοδα από τους χρήστες των υπηρεσιών της καθώς δεν έχει διαφημίσεις στα Google News, με τους Γερμανούς εκδότες να ανταπαντούν από την άλλη ότι έτσι καταφέρνει ωστόσο να κρατά τους επισκέπτες στο περιβάλλον της και να διευρύνει τα μερίδια της. Στο τέλος πάντα υπάρχει και το έσχατο επιχείρημα, που είναι το ισπανικό προηγούμενο: Η απόφαση της Google να κλείσει την υπηρεσία Google News στην Ισπανία αρχές του 2015, κατόπιν μιας αυστηρότατης απόφασης που έλαβε η Μαδρίτη από κοινού με την Ισπανική Ένωση Εκδοτών Εφημερίδων (AEDE) κι ως στόχο είχε να θωρακίσει τα συμφέροντα των ισπανών εκδοτών. Μια τέτοια εξέλιξη ωστόσο, ατελέσφορη μιας και στην αναζήτηση στον ιστό θα συνεχίσουν να εμφανίζονται αποτελέσματα από Μέσα ενημέρωσης, θα ήταν καταστροφική και για τους ευρωπαίους πολίτες και για την Google η οποία θα χάσει μία από τις πιο κερδοφόρες αγορές καθόλου ή ελάχιστα συγκρίσιμη με τις 70 συνολικά χώρες που παρέχει σχετικές υπηρεσίες.
Η αναθεώρηση των ευρωπαϊκών κανόνων για την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων πλήττει και το Youtube που συνδέεται εταιρικά με την Google, δημιουργώντας μαζί με το Google Maps, AdSense, το Gmail κ.α. ένα αλληλοσυμπληρούμενο τεχνολογικό οικοσύστημα.
Στη δίνη σκανδάλων βυθίζεται το facebook
Θαμπώνει το άστρο του Ζούκερμπεργκ
Αν ωστόσο οι ζημιές που αφήνει το 2018 στο κύρος των Google και Amazon είναι ελεγχόμενες και θα μπορούσαν να αποδειχθούν αντιστρεπτές η εταιρεία που καλείται να διαχειριστεί τη δύση της είναι η Facebook, καθώς δεν περνάει μήνας, αν όχι εβδομάδα που να μην βγαίνει στη φόρα ένα νέο σκάνδαλο κι ο Ζάκερμπεργκ να μην αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά …ψεύτης, με τις διαβεβαιώσεις που τελευταία φορά έδωσε ενώπιον κοινοβουλευτικών επιτροπών να αποδεικνύονται παιδικά παραμύθια.
Τις ζοφερές προοπτικές τις επιβεβαιώνουν και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι του Facebook. Όπως αποκάλυψε η αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal έρευνα που πραγματοποιήθηκε εντός της εταιρείας έδειξε ότι μόνο μια οριακή πλειοψηφία του προσωπικού της δηλώνει αισιόδοξη για το μέλλον της εταιρείας, όταν μόλις ένα χρόνο πριν το 2017 αισιόδοξο δήλωνε το 80% των εργαζομένων. Αν κάτι ωστόσο τρίζει από τα αλλεπάλληλα σκάνδαλα γύρω από Facebook δεν είναι η αξιοπιστία του Ζάκερμπεργκ, αλλά η αποτελεσματικότητα ενός επιχειρηματικού μοντέλου λειτουργίας μιας μονάδας– πρότυπο της οικονομίας της πλατφόρμας η οποία στηριζόταν στη δημιουργία και τον συνδυασμό δύο αγορών. Από την μια είχε χρήστες να απολαμβάνουν δωρεάν υπηρεσίες δικτύωσης και να παρέχουν εν αγνοία τους προσωπικά δεδομένα κι από την άλλη ένα χορό εκατομμυρίων γύρω από την επεξεργασία και εμπορική (κυρίως, αλλά όχι μόνο διαφημιστική) αξιοποίηση αυτών των δεδομένων. Η σκοτεινή όψη αυτού του μοντέλου περιελάμβανε και μια μαύρη αγορά εξαγοράς πολιτικής επιρροής και ψήφων, όπως έδειξε το σκάνδαλο με την Cambridge Analytica, που αποκαλύφθηκε τον Μάρτιο του 2018. Όσο για τις κριτικές με τις οποίες έκλεισε το 2017 πώς το Facebook «οπλοποιήθηκε» από την Μόσχα, περισσότερο σχέση έχουν με το γερά εδραιωμένο στις ΗΠΑ κυνήγι μαγισσών και την παραδοσιακή αντι-ρωσική υστερία του βαθέως αμερικανικού κράτους, παρά με την πραγματικότητα.
Οι αποδοκιμασίες δε, που εισπράττει το Facebook ακόμη κι από επιλεκτικές συνεργασίες που έχτισε για να ελέγξει και να καταστείλει την «κακή» πλευρά του εαυτού του μαρτυρούν ότι κάτι βαθιά σάπιο υπάρχει στον τρόπο λειτουργίας του. Ή ό,τι δεν βρισκόμαστε ενώπιον τυχαίων αδυναμιών, αλλά παθογενειών ενός μοντέλου λειτουργίας που είναι χτισμένο στις παραβιάσεις προσωπικών δεδομένων και στη διάδοση του λόγου μίσους, για τον απλό λόγο ότι αυτός …πουλάει! Το τελευταία (για την ώρα) καρφί στο φέρετρο του Facebook μπήκε από επαγγελματίες που προσέλαβε μετά τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016, όταν κατηγορήθηκε για διάδοση ψευδών ειδήσεων, με αντικείμενο να ελέγχουν τα γεγονότα που αναρτώνται και κοινοποιούνται από τη σελίδα του. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται ακόμη και οργανισμοί όπως το πρακτορείο Associated Press και η Weekly Standard. Ρεπορτάζ όμως της βρετανικής εφημερίδας Guardian στις 13 Δεκεμβρίου έφερε στην επιφάνεια την αδυναμία των επαγγελματιών να ελέγξουν και να διαχειριστούν όχι τον καταιγισμό των ανεπιβεβαίωτων ειδήσεων, αλλά τον …εντολέα τους, τη διοίκηση του Facebook! «Επί της ουσίας μας χρησιμοποιήσουν για την κρίση στις δημόσιες σχέσεις τους» δηλώνει αρχισυντάκτρια τονίζοντας: «Δεν παίρνουν τίποτε στα σοβαρά. Περισσότερο ενδιαφέρονται να φαίνονται καλοί και να μεταθέσουν την ευθύνη. Σαφέστατα, δε νοιάζονται!»
Μία μάλιστα αρχισυντάκτρια μεγάλου δημοσιογραφικού οργανισμού – υπεργολάβου του Facebook ανέφερε ότι για το πιο πρόσφατο επεισόδιο, την συμβολή του συγκεκριμένου Μέσου Δικτύωσης στην κρίση με τους Ροχίνγκια στην Μιανμάρ, μέσω διάδοσης του λόγου μίσους και παραπληροφόρησης, η ίδια που είχε κατ’ επανάληψη εργαστεί με πρόσφυγες και μετανάστες εγκαίρως ειδοποίησε. «Ενημέρωνα για την Μιανμάρ ξανά και ξανά και ξανά. Ήταν εντελώς αρνητικοί», ήταν τα λόγια της, για να καταλήξει πώς πρόκειται για ένα επιχειρηματικό μοντέλο που στηρίζεται στη διάδοση της παραπληροφόρησης…
Συμπερασματικά, η ενηλικίωση των κολοσσών του διαδικτύου σηματοδοτεί και το τέλος μιας περιόδου θεαματικής και απρόσκοπτης ανάπτυξής τους, που περιβαλλόταν από την εμπιστοσύνη των χρηστών. Στο εξής η λειτουργία τους όλο και περισσότερο ταυτίζεται με τους κινδύνους και τα πλήγματα που προκαλεί στην ελευθερία, παρά με την πρόοδο της ανθρώπινης επικοινωνίας.
Πηγή: Νέα Σελίδα