Πηγή: Katiousa

Μια ιδέα, μια έννοια, μια ιδέα, όσο παραμένει ιδέα είναι μόνο μια αφαίρεση. Αν μπορούσα να φάω μια ιδέα, θα έκανα την επανάστασή μου”. Δηκτικός, σατιρικός και γλυκόπικρος, ο Τζόρτζιο Γκάμπερ έγινε ένας από τους δημοφιλέστερους τραγουδοποιούς και ηθοποιούς της Ιταλίας τον αιώνα που μας πέρασε, δημιουργώντας μεταξύ άλλων την ιδιότυπη κατηγορία του “τραγουδοθεάτρου” (teatro canzone).

Γεννήθηκε στις 25 Γενάρη 1939 στο Μιλάνο ως Τζόρτιο Γκάμπερστσικ, επίθετο που υποδηλώνει σλοβενική καταγωγή, καθώς ο πατέρας του καταγόταν από την Τριέστη. Καταγόταν από μικροαστική οικογένεια και η ενασχόλησή του με τη μουσική ήταν περισσότερο αποτέλεσμα κακοτοπιάς, παρά συνειδητής επιλογής: Ως παιδία αρρώστησε δυο φορές από πολυομυελίτιδα. Την πρώτη φορά, σε ηλικία οχτώ ετών περίπου, η ασθένεια τον χτύπησε στο αριστερό χέρι, αφήνοντάς του μια ελαφρά παράλυση. Ο πατέρας του τότε του χάρισε μια κιθάρα για να εξασκεί τα δάχτυλά του. Ο Γκάμπερ έμαθε να παίζει από τον αδερφό του, που ήδη γνώριζε κιθάρα. Τα αποτελέσματα ήταν ενθαρρυντικά, τόσο σε μουσικό, όσο και σε ιατρικό επίπεδο. Όπως έλεγε ο ίδιος αργότερα: “Όλη μου η καριέρα γεννήθηκε από αυτή την αρρώστεια”.

Η πρώτη του εμφάνιση έγινε σε πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν σε ηλικία 14 ετών, όπου έπαιξε με αμοιβή χίλιες λιρέτες. Στη συνέχεια άρχισε να συχνάζει στο κέντρο Σάντα Τέκλα του Μιλάνου, στέκι σημαντικών μουσικών της εποχής, ανάμεσά τους και ο Αντριάνο Τσελεντάνο. Κατόρθωσε να εξασφαλίσει το πρώτο του δισκογραφικό συμβόλαιο κι άρχισε να εμφανίζεται με ροκ εν ρολ συγκροτήματα, πρώτα εκείνο του Τσελεντάνο και μετά σε δικό του συγκρότημα μαζί με τον Λουίτζι Τένκο. Το γεγονός πως οι δυο τους δεν ήταν μέλη της Ιταλικής Εταιρείας Συγγραφέων κι Εκδοτών σήμαινε πως δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν πνευματικά δικαιώματα για την επιτυχία τους «Ciao ti diro’», που εμπνεύστηκαν από το διάσημο “Jailhouse Rock” του Έλβις Πρίσλεϊ, υπογράφοντας με διαφορετικά ονόματα. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 έγινε ντουέτο με τον Έντζο Ιανάτσι ως«Δυο Κουρσάροι», κυκλοφορώντας δημοφιλή σινγκλ με χιουμοριστικό χαρακτήρα, όπως το «Come facette mammeta», ενώ το 1960 κυκλοφόρησε το πρώτο τους ολοκληρωμένο άλμπουμ.

Το 1965 παντρεύτηκε την Ομπρέτα Κόλι με την οποία απέκτησαν μια κόρη το 1966, τη Ντάλια. Από το 1961 ως το 1967 συμμετείχε πέντε φορές στο φεστιβάλ τραγουδιού του Σαν Ρέμο, που τότε είχε διεθνή φήμη και παραμένει ως σήμερα το σημαντικότερο μουσικό γεγονός της Ιταλίας.

Το 1969 έγραψε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, το «Com’e’ bella la citta’», το οποίο περιέχει κοινωνικά μηνύματα, σχολιάζοντας το φαινόμενο της αστυφιλίας που ήταν σε έκρηξη εκείνη την εποχή και την έξαρση του καταναλωτισμού.

To 1970 μετά από πρόταση του “Μικρού Θεάτρου¨στο Μιλάνο, παρουσιάζει την παράσταση “Κύριος Τζι” (Il signor G), εισάγοντας το νέο είδος του “τραγουδιστικού θεάτρου”. Εκεί τα τραγούδια του εναλλάσσονται με μονολόγους, σχολιάζοντας την κοινωνία, την πολιτική, τον έρωτα, τα ανθρώπινα πάθη και βάσανα, αλλά και την ελπίδα, που δεν αφήνει τη λεπτή ειρωνεία του έργου του να γίνει κυνισμός, αλλά κίνητρο αφύπνισης της συνείδησης. Για τη σχέση του με το κοινό είχε σημειώσει πως:

“Πιστεύω πως το κοινό μου αναγνωρίζει μια κάποια πνευματική τιμιότητα. Δεν είμαι ούτε φιλόσοφος, ούτε πολιτικός, αλλά ένας άνθρωπος που προσπαθεί να αποκαταστήσει, με τη μορφή του θεάματος, τις αντιλήψεις, τις διαθέσεις, τα σημάδια που αντιλαμβάνεται στον αέρα”.

Το 1973 κυκλοφόρησε το πιο γνωστό διεθνώς τραγούδι του, το «Far Finta di essere sani», που διακσευάστηκε και στα αγγλικά ως «Tomorrow’s got to be sunny» το 1975 από τους Tony Orlando and Dawn. O Γκάμπερ συνέχισε τη θεατρική του πορεία του πρακτικά χωρίς διακοπή ως και τα τέλη της δεκαετίας του ’90, συνεργαζόμενος με μεγάλα ονόματα της καλλιτεχνικής σκηνής στη χώρα και λαμβάνοντας σειρά διακρίσεων. Η συγκλονιστικότερη ίσως στιγμή της καριέρας του ήταν το απόσπασμα “Κάποιος ήταν κομμουνιστής” από παράστασή του το 1992, που ηχογραφήθηκε και σε ζωντανό άλμπουμ την ίδια χρονιά. Σε στίχους του στενού του συνεργάτη Σάντρο Λουπορίνι, το τραγούδι αποτελεί μια ελεγεία για το ιταλικό κομμουνιστικό κίνημα, στον απόηχο της αυτοδιάλυσης του ΚΚ Ιταλίας. Παρά την αναπόφευκτη μελαγχολία, τον (αυτο)σαρκαστικό συχνά τόνο, την εξιδανίκευση του Μπερλίνγκουερ και την επίδραση της ήττας, το τραγούδι δεν “παραδέχεται την ήττα”,  αφού δε “νιώθει τύψεις”, παρότι πια το όνειρο “έχει τσακιστεί”.

Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή γεννήθηκε στην Εμίλια. (περιοχή στην κεντρική προς βόρεια Ιταλία με πρωτεύουσα τη Μπολόνια, με ισχυρές εργατικές και κομμουνιστικές παραδόσεις άλλοτε)Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή ήταν ο παππούς, ο θείος, ο μπαμπάς. … Η μαμά όχι.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή έβλεπε τη Ρωσία ως μια υπόσχεση, την Κίνα ως ένα ποίημα, τον κομμουνισμό ως γήινο παράδεισο.Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή ένιωθε μόνος.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή είχε λάβει μια υπερβολικά καθολική εκπαίδευση.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή ο κινηματογράφος το απαιτούσε, το θέατρο το απαιτούσε, η ζωγραφική το ζητούσε, η λογοτεχνία επίσης … το απαιτούσαν όλοι.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή του το είχαν πει.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή δεν του το είχαν πει.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή πριν, πριν, πριν ήταν φασίστας.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή είχε καταλάβει ότι η Ρωσία πήγαινε σιγά, αλλά θα έφτανε μακριά.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή ο Berlinguer ήταν ένας καλός άνθρωπος.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή ο Andreotti δεν ήταν ένας καλός άνθρωπος.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή ήταν πλούσιος αλλά αγαπούσε το λαό.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή έπινε κρασί και τον συγκινούσαν οι λαϊκές γιορτές.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή ήταν τόσο άθεος που χρειαζόταν έναν άλλο Θεό.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή ήταν τόσο γοητευμένος από τους εργάτες που ήθελε να είναι ένας από αυτούς.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή δεν μπορούσε να κάνει πια τον εργάτη.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή ήθελε αύξηση μισθού.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή η επανάσταση δε γίνεται σήμερα, ίσως γίνει αύριο, αλλά σίγουρα μεθαύριο.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή η αστική τάξη, το προλεταριάτο, η ταξική πάλη γαμώτο
Κάποιος ήταν κομμουνιστής για να τσατίσει τον πατέρα του.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή έβλεπε μόνο RAI TRE.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής από μόδα, κάποιος λόγω αρχών, κάποιος από απογοήτευση.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή ήθελε να κρατικοποιήσει τα πάντα. Παπάρια.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή δεν γνώριζε τους δημοσίους υπαλλήλους, παρακρατικούς και τα συμπαρομαρτούντα.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή είχε υποκαταστήσει το διαλεκτικό υλισμό από το κατά Λένιν Ευαγγέλιο.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή πίστευε πως έχει πίσω του την εργατική τάξη. Ω γαμώτο.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή ήταν πιο κομμουνιστής απ’ τους άλλους.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή υπήρχε το μεγάλο κομμουνιστικό κόμμα.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή παρότι υπήρχε το μεγάλο κομμουνιστικό κόμμα.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή δεν υπήρξε τίποτα καλύτερο.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή είχαμε το χειρότερο σοσιαλιστικό κόμμα της Ευρώπης.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή χειρότερο κράτος από το δικό μας, ήταν μόνο η Ουγκάντα.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή δεν άντεχε άλλο σαράντα χρόνια κυβερνήσεις Χριστιανοδημοκρατών ανίκανων και μαφιόζων.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή ήταν στην Piazza Fontana, στην Brescia, στο σταθμό της Bologna, l’Italicus, Ustica κλπ, κλπ, κλπ. (τρομοκρατικά χτυπήματα συχνά με ακροδεξιό υπόβαθρο, την εποχή της “στρατηγικής της έντασης” στην Ιταλία, ιδίως τις δεκαετίες ’60 – ’80) …
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή οποιοσδήποτε αντιστεκόταν, ήταν κομμουνιστής.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή δεν άντεχε πια εκείνο το βρώμικο πράγμα που επιμέναμε να αποκαλούμε δημοκρατία.
Κάποιος που πίστευε ότι είναι κομμουνιστής, κι ίσως ήταν κάτι άλλο.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή ονειρευόταν μια άλλη ελευθερία από την αμερικάνικη.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή πίστευε πως μπορούσε να είναι ζωντανός και ευτυχισμένος μόνο αν ήταν και οι άλλοι.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή είχε ανάγκη για μια ώθηση προς κάτι νέο. Επειδή ένιωθε την ανάγκη για μια διαφορετική ηθική. Επειδή ήταν ίσως μόνο μια δύναμη, ένα πέταγμα, ένα όνειρο, ήταν μόνο μια παρόρμηση, μια επιθυμία να αλλάξουν τα πράγματα, να αλλάξουν τη ζωή.
Ναι, κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή με την ατέλειωτη αυτή ώθηση, ο καθένας ήταν σαν πάνω απ’ αυτόν τον ίδιο. Ήταν σαν δύο άτομα σε ένα. Από τη μία πλευρά, η προσωπική καθημερινή προσπάθεια και από την άλλη η αίσθηση ότι ανήκουν σε μια φυλή που ήθελε να ωθήσει το πέταγμα για ν’ αλλάξει αληθινά η ζωή.
Όχι. Καθόλου τύψεις. Ίσως ακόμα και τότε πολλοί να είχαν ανοίξει τα φτερά χωρίς να είναι ικανοί να πετάξουν … Σαν υποθετικοί γλάροι.
Και τώρα; Ακόμη και τώρα νιώθω σαν δύο άνθρωποι. Από τη μία πλευρά ο ενσωματωμένος  άνθρωπος που διασχίζει υπάκουα τη βρωμιά της καθημερινής του επιβίωσης, κι από την άλλη ο γλάρος, που δεν έχει πια ούτε την πρόθεση να πετάξει, γιατί πια το όνειρο προβάλλεται μέσα απ’την αθλιότητα της καθημερινής του επιβίωσης και από την άλλη ο γλάρος χωρίς καν την πρόθεση της πτήσης, γιατί πια το όνειρο τσακίστηκε.
Δύο δυστυχίες σε ένα και μόνο σώμα.

 

To 2001 κυκλοφόρησε μετά από πολλά χρόνια, ένας νέος δίσκος τραγουδιών με τίτλο “Η γενιά μου έχασε”, από τον οποίο γνωστότερο έγινε το τραγούδι “Δεξιά – αριστερά”, το οποίο εκ πρώτης όψεως μοιάζει ευθυγραμμισμένο με την κυρίαρχη ιδεολογία περί “υπέρβασης” των πολιτικών διαφορών και του “τέλους” των ιδεολογιών, ωστόσο η τελευταία στροφή επιμένει πως “Η ιδεολογία, η ιδεολογία, παρόλαυτα πιστεύω ακόμα πως υπάρχει”, έστω κι αν την περιορίζει πια στο “πάθος της διαφορετικότητας”, κι όχι στη συλλογική δράση.

Δύσκολες Νύχτες