του Κωνσταντίνου Πουλή
Πηγή: Thepressproject
Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 2017
Όταν κάτι απασχολεί συνολικά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πάντα υπάρχει ένα παράλληλο ρεύμα αυτών που ειρωνεύονται την επαναληψιμότητα αυτών των σχολίων. Όμως αυτή είναι η αλήθεια της σκέψης και της ζωής μας: λέμε όλοι τα ίδια, γιατί σκεφτόμαστε τα ίδια. Όταν το καφενείο έδινε τη δυνατότητα να συνομιλείς με μια μικρή ομάδα ανθρώπων, το κακό δεν φαινόταν τόσο πολύ. Το Facebook σε ξανοίγει σε μια λαοθάλασσα ανθρώπων που σκέφτονται εξίσου κοινότοπα: λένε «χιονίζει» όταν χιονίζει, «βρέχει πολύ» όταν βρέχει πολύ και «καλή χρονιά» όταν αλλάζει ο χρόνος. Υπολογίζεται, λέει, ότι οι Βρετανοί μιλούν για τον καιρό λέγοντας φράσεις όπως “It’s a lovely day today, isn’t it?” συνολικά περίπου πέντε μήνες από τη ζωή τους, αν τις αθροίσεις.
Οι πονηροί που παρατηρούν αυτή την επαναληψιμότητα σχολιάζουν ειρωνικά τους υπόλοιπους. Όμως να πεις το ανάποδο από αυτό που λένε όλοι δεν είναι κάτι άλλο, είναι απλώς μια ανεστραμμένη κοινοτοπία. Αυτή είναι η πιο εύκολη διέξοδος: έτσι γίνεται λίγο-πολύ η σκηνοθεσία στις μέρες μας. Λέει το κείμενο «φυσάω», βάζεις τον ηθοποιό να ρουφάει, λέει το κείμενο «τρώω», βάζεις τον ηθοποιό να ξερνάει. Αρνείσαι το προφανές ώστε να μη χαθείς μέσα στο πλήθος. Η δυσκολία είναι να αποφύγεις το προφανές χωρίς να γίνεις καθ’ έξιν παραδοξολόγος. Χωρίς δηλαδή να χιονίζει και να λες ότι έχει καύσωνα, έτσι για γούστο. Στα χέρια του Όσκαρ Ουάιλντ η αντιστροφή της κοινοτοπίας γίνεται αιχμηρό παραδοξολόγημα: «Mόνο οι επιφανειακοί άνθρωποι δεν κρίνουν από τα φαινόμενα. Το αληθινό μυστήριο του κόσμου είναι το ορατό, όχι το αόρατο». Δυστυχώς, δεν αρκεί η αντιστροφή για να επιτευχθεί αυτό, αλλιώς θα είχαμε ανακαλύψει το μυστικό μιας μηχανής που θα παράγει πρωτοτυπία (να κι άλλο ένα παράδοξο).
Για να μη χαθείς μέσα στο πλήθος, χρειάζεται να επινοήσεις κάτι άλλο, όχι μόνο να αρνηθείς το προφανές. Αυτή η συνειδητοποίηση είναι ένα πρώτο βήμα. Είναι απαραίτητο για όλους; Όχι. Παραμένουμε μοιραία ερασιτέχνες συζητητές, όπως και πριν το διαδίκτυο. Μιλάμε για τον καιρό χωρίς να είμαστε μετεωρολόγοι και μιλάμε για τη Ρούπα χωρίς να είμαστε νομικοί ή ψυχολόγοι. Έτσι γίνεται η κουβέντα.
Οι επαγγελματίες δημοσιολόγοι; Εκεί υπάρχει η επαγγελματική υποχρέωση να μιλήσεις, οπότε είναι πιο περίεργο όταν κανείς δεν έχει ενοχληθεί ποτέ από το ότι λέει τα ίδια με όλον τον κόσμο. Το Facebook, παρότι πολλοί το ειρωνεύονται για το ότι δίνει στον κάθε τυχαίο τη δυνατότητα να δημοσιοποιεί την άποψή του, σαν ένας μηχανισμός οιονεί εκδοτικός, αποκαλύπτει ανάγλυφα μια πολύ σκληρή πραγματικότητα: είμαστε άνθρωποι τετριμμένοι.
Το ίδιο ισχύει και για την κοινοτοπία του κακού: οι πρόσφυγες ξεπαγιάζουν την ώρα άλλοι φτιάχνουμε αμέριμνοι χιονάνθρωπο. Και δεν έχει νόημα να παραστήσουμε ότι συμπάσχουμε, διότι έχουμε σπίτι να μείνουμε, ούτε μπορούμε να αρνηθούμε τη δύναμη του προφανούς: ότι κάποιος τρέμει εκεί που εμείς παίζουμε χιονοπόλεμο. Και επειδή και το κρύο είναι ανθρώπινο έγκλημα, όχι φυσικό φαινόμενο, η τετριμμένη ανακοίνωση αυτής της αλήθειας είναι μέρος μιας καινούργιας κανονικότητας.
Ο καθένας από μας ζει μία μοναδική εμπειρία που δεν θα την ξεχάσει ποτέ, και αυτή η εμπειρία είναι ολόιδια με των άλλων: η μοναδική μας αγάπη βγαίνει από αλυσίδα μαζικής παραγωγής. Η εναργέστερη αποτύπωση του φαινομένου είναι οι selfies. Εδραιώνονται ως λέξη της χρονιάς το 2013 και γίνονται το πιο δημοφιλές θέμα των φωτογραφιών που ανεβάζουν οι νέοι ηλικίας από 18 ως 24. Στατιστικά πρόκειται για το ένα τρίτο των φωτογραφιών που δημοσιεύονται. Selfie είχαμε σε δαγκεροτυπία από το 1839, αυτό που αλλάζει είναι η επιθυμία να μοιραστεί κανείς τη φωτογραφία της μουτσούνας του ως κάτι μοναδικό. Κι έτσι, ο καθένας θέλει να είναι μοναδικός, όπως όλοι.
Το Facebook δίνει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στον καθένα να καταλάβει κάτι που κάθε έντιμος συγγραφέας, με ή χωρίς ταλέντο, το ξέρει καλά: η ζωή μας είναι μοντέλο μαζικής παραγωγής. Όταν μάλιστα πάμε να μιλήσουμε, εκεί τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα: αντλούμε όλοι από το ίδιο κουτάκι με τις κοινοτοπίες. Ο μεγαλύτερος μαιτρ της ειρωνικής χρήσης του κλισέ είναι ο Γούντι Άλεν και σε μας ο μεγαλύτερος εχθρός του ο Κωστής Παπαγιώργης: -«Θα πάτε διακοπές;» -«Ναι, σε ένα νησάκι χωρίς τουρισμό» -«Τέλεια, θα κολυμπήσετε σε καθαρή θάλασσα». Ο Παπαγιώργης έλεγε πως η δημοκρατική ευγλωττία θυσιάζει το κόμπιασμα στην ετοιμότητα: όλοι έχουν κάτι να πουν. Το γεγονός ότι ο Φλωμπέρ διασκέδαζε φτιάχνοντας σκετσάκια με κοινοτοπίες με τους φίλους του είναι καμπανάκι για δημοσιολόγους: το κλισέ είναι θάνατος. Επιτρέπεται η χρήση του μόνο ειρωνικά: κλισέ είναι το «κουκιά μασάς, κουκιά μολογάς». Σκαρίμπας είναι το «Με τις γυναίκες πρέπει να είσαι λεχρίτης, μηχανικός (=πονηρός), να μασάς κουκιά και να μολογάς ρεβίθια».
Aπό τον Γούντι Άλεν:
– Εγώ πιστεύω ότι η τέχνη πρέπει να είναι και καλλιτεχνική και εμπορική μαζί. (κλισέ)
– Ναι, ο Χίτσκοκ για παράδειγμα, είχε καταφέρει να τα συνδυάσει και τα δύο. (κλισέ)
– Σίγουρα, όταν κανείς δεν απευθύνεται στο κοινό, η τέχνη είναι ναρκισιστική, σκέτος αυνανισμός. (κλισέ)
– (Μιλάει ο Γούντι Άλλεν:) Μα ναι! Σας έχω μιλήσει για τις απόψεις μου για τον αυνανισμό; Είναι πολύ ωραίος, αλλά το καλύτερο είναι οι αγκαλίτσες μετά! (το κλισέ έχει ανατιναχτεί).
Δεν μπορεί κανείς να μιλήσει για το χιόνι χωρίς να αντιληφθεί πόσο αφάνταστα τετριμμένοι είμαστε όλοι μας, πόσο ψωνίζουμε τις διατυπώσεις μας απ’ τα κοφίνια των εκπτώσεων και τις μοστράρουμε για σώψυχα. Δεν κάνω τον έξυπνο, είμαστε όλοι άνθρωποι αφόρητα συνηθισμένοι, που νομίζουν ότι οι ανακοινώσεις τους είναι μοναδικές. Άμα τύχει να τις βάλεις τη μία δίπλα στην άλλη, ανακαλύπτεις ότι όλοι λέμε το χιόνι «χιόνι». Κι όταν κάποιος καταφέρνει κάτι περισσότερο, τρέχουμε να αγοράσουμε τα βιβλία του. Τόσο σπάνιο είναι.