Αλιεύσαμε από τον Κυκλοθυμικό
Ναι, ξέρω όλα είναι υποκειμενικά και θέμα γούστου, αλλά ας είμαστε ειλικρινείς το καλύτερο σήριαλ της ιδιωτικής ελληνικής τηλεόρασης ήταν οι Δύο Ξένοι, δεν βλέπει τον δεύτερο, δεν αντέχει σύγκρισης. Και για να σας προλάβω, όχι δε μετριέται ένα καλό σήριαλ από τις αστείες ατάκες που ακούγονται, δεν είναι το μόνο κριτήριο, και γι’ αυτό όσο κι αν η «σωστή» απάντηση για τους ιντελεκτουάλ είναι οι Απαράδεκτοι, όχι, δεν είναι. Ασυντόνιστοι, αδούλευτοι χαρακτήρες με τσάτρα πάτρα πλοκή που πετάνε ατακάρες μεν, πρόχειρα φορεμένες στο σενάριο δε.
Στους Δύο Ξένους πρώτα από όλα τελειώνουμε με τον στείρο μανιχαϊσμό που βασίζεται το 99% των ελληνικών παραγωγών -κι όχι μόνο-. Ο Κωνσταντίνος Μαρκοράς ήταν γοητευτικός, μορφωμένος, πελεκημένο ξύλο, ευαίσθητος, παθιασμένος με την τέχνη του, ευφυής, ατακαδόρος αλλά και ταυτόχρονα αλκοολικός, νευρικός, δειλός, ψεύτης, αγενής, σνομπ, άδικος. Ναι, ξετυλιγόταν με πολύ αβανταδόρικο τρόπο το άνοιγμα του προς τους ανθρώπους και τον αντισυμβατικό έρωτα, ναι, έμπαινες εύκολα στη θέση του και γινόταν ασυναίσθητα το πρότυπό σου, όμως, παράλληλα τρόμαζες με τα σκοτάδια του, φοβόσουν μήπως δεις και τα δικά σου μέσα από αυτόν. Ήταν ένας σκληρός βράχος που δεν τον διάβρωναν τα κύματα και την ίδια ώρα ένα εσωτερικό ερείπιο με καταρρακωμένο νευρικό σύστημα λίγο πριν την ολική κατάρρευση. Η Μαρίνα Κουντουράτου ήταν Σαρακατσάνα, επίμονη, φιλομαθής, βαθύτερη από ό,τι έδειχνε, σπίρτο αναμμένο, καρδιά που έβραζε, μαγκάκι αλλά κι ανασφαλής, αγενής, κακομαθημένη, πιεστική, προσβλητική, περήφανη ημιμαθής, εγωίστρια, εκμεταλλεύτρια, νευρόσπαστη. Ένα σύνολο από μάσκες όλος της ο χαρακτήρας, αντιφατικές, αταίριαστες, απρόβλεπτες, γοητευτικές, εκνευριστικές. Θα μπορούσες να την ερωτευτείς με την πρώτη ματιά, θα προσευχόσουν να την αποφύγεις, να μην της είχες μιλήσει ποτέ.
Είχαν πλοκή, από κάπου ξεκινούσαν οι χαρακτήρες και κάπου πήγαιναν. Δεν είχαν σχέση αυτοί που γνωρίσαμε το 1997 με αυτούς που αποχαιρετήσαμε το 1999. Ούτε το πλαίσιο τους, η δυναμική των σχέσεων τους. Δεν ήταν, όμως, μόνο η άμεση εξέλιξη, η πλοκή απλωνόταν αριστοτεχνικά και στο παρελθόν, έβρισκες την ρίζα κάθε φάλτσου στην αρμονία τους, επιβλητικές και παρεμβατικές μητέρες, αόρατοι πατεράδες, συμβατικές σχέσεις, neglecting, επαρχία, καλά σχολεία, οικογενειακός μεγαλοϊδεατισμός, ουσίες, κέρατα, ανασφάλειες. Δεν ήταν μόνο μια ιστορία αγάπης, η δυναμική δεν διατηρήθηκε από το μεγάλο πάθος και τους εξωπραγματικούς όρκους, δεν ήταν μια βαρετή ρομαντικοποίηση του έρωτα, δεν ήταν κάποιο ιδανικό πρότυπο σχέσης, ένας Ρωμαίος και μια Ιουλιέτα με μερικά εμπόδια ανάμεσά τους, μια ουτοπία, όπως συμβαίνει συνήθως, αλλά ήταν μια μεγάλη σύγκρουση, ένα Τσέρνομπιλ καψούρας. Ήταν μια τοξική σχέση, ασυμβίβαστη κι εθιστική. Ήταν η αφορμή για αλλαγές ζωής, το κόκκινο πουλόβερ, τα μαύρα μαλλιά, οι αναφορές στον Κισλόφσκι, το ξύρισμα, ο σκύλος, οι ατέλειωτες ταινίες, τα ακαταλαβίστικα βιβλία, το γλέντι στο ουζερί στις Σπέτσες. Ήταν μια θύελλα, ένα έγκλημα πολέμου με αμάχους θύματα, πήραν μαζί τους τον Αίαντα, την Μίνα, την Μάρα. Ήταν ένα roller coaster συναισθημάτων, το ίδιο στόμα που έδινε το παθιασμένο φιλί κλείδωνε στο σ’ αγαπώ, ήταν σπάταλο στις προσβολές, σπαγγοραμένο στις συγγνώμες. Με αίμα τρεφόταν αυτή η ερωτική ιστορία. Με μοναχικές μπύρες και καμένες σελίδες σε ερημικές ακρογιαλιές.
Κάποιοι θα το θυμάστε για τις αδικαιολόγητες φωνές που έπρηζαν συκώτια, το σήμα κατατεθέν του διδύμου έτσι κι αλλιώς, κάποιοι για το υπέροχο σύμπαν της Ντένης Μαρκορά, κάποιοι με την πίκρα για το τέλος που δε θα μάθουμε ποτέ, κάποιοι θα το βλέπουν σαν ένα μεγάλο μνημόσυνο στον Νίκο Σεργιανόπουλο που την ίδια ώρα που έβαζε το αστέρι του στον ουρανό έτρεχε με σπασμένα φρένα στον πιο φρικτό θάνατο, στην πιο φρικτή ζωή, κάποιοι θα θυμούνται τις επιθεωρησιακές ευφυέστατες ατάκες που έσκαγαν με ρυθμό πυροβόλου χωρίς να τραυματίζουν στο ελάχιστο το προφίλ της πλοκής, αυτές οι ατάκες που λίγο πολύ καθόρισαν το χιούμορ της γενιάς μου, κάποιοι θα το θυμούνται ως το πρώτο διαμάντι της καταραμένης τριλογίας (τι ψυχή θα παραδώσεις μωρή, Στάβλοι της Εριέτας Ζαΐμη). Εγώ θα το θυμάμαι, ίσως με την αφέλεια της παιδικής ανάμνησης, ως την εποχή που ακόμα το καρδιογράφημα ζωγράφιζε κύματα, τότε που ακόμα δεν ήταν ενοχή να πέφτεις στην θάλασσα των συναισθημάτων και να κολυμπάς χωρίς να ξέρεις πού είναι ακτή, αν υπάρχει καν ακτή, τότε που δεν έψαχνες για τις κατάλληλες συνθήκες, αλλά για τα κατάλληλα συναισθήματα, τότε που στεκόμασταν πιο θαρραλέοι μπροστά στο «θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό», τότε που τολμούσαμε να κοιτάξουμε τα σκοτάδια μας κι αντί να τα καμουφλάρουμε με ινσταγκραμικά φίλτρα, θέλαμε να τους δώσουμε τα χέρια, να πηδήξουμε από μέσα τους και να καταλήξουμε σε μια μεγάλη τρέλα, όχι μπαίνοντας στο γήπεδο, στην αρχή του αγώνα, αλλά την στιγμή που ο διαιτητής έχει σφυρίξει ήδη τρεις φορές για την λήξη του, όταν πια όλα φαίνονται τελειωμένα, όταν ο κολλητός μας αποκαμωμένος θα μας θυμίζει ότι «η Μενεγάκη δεν έχει κανονίσει ακόμα ημερομηνία γάμου, αν θες να μείνεις στο χρώμα και στο είδος δηλαδή», όταν η Μαρίνα θα είχε παντρευτεί πια με τον Αίαντα, τότε να τους περιμένεις στην καμπίνα με τα παιδιά στα χέρια, να την αποκαλείς με το όνομα του συζύγου της, να της κάνεις πρόταση γάμου και τελικά να την κλέβεις.
Υπάρχουν άραγε ακόμα Μαρκοράδες;
Υπάρχουν Κουντουράτες;