Πηγή: Αυγή
Όποια κι αν είναι η μόδα κάθε εποχής, όσο κι αν φαίνεται ότι το μόνο που εκφράζει την πλειοψηφία είναι το κραυγαλέο, το θορυβώδες και το χυδαίο, άλλο τόσο υπάρχει πάντα το αίτημα για το αληθινό τραγούδι, αυτό που αποτυπώνει τον σφυγμό της κοινωνίας, μας οδηγεί να βρούμε τον εαυτό μας και όχι να τον χάσουμε
Όταν είσαι το ήμισυ του διδύμου (κυριολεκτικά, αφού το συναποτελούσες με τον ομοζυγωτικό δίδυμο αδελφό σου!) που με το εμβληματικό ντεμπούτο του «Ζεστά ποτά» το 1985 έθεσε τις βάσεις της περιώνυμης «σχολής των τραγουδοποιών», δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να πάψεις ποτέ να έχεις να εκφράσεις και να πεις πολλά. Ο Πάνος Κατσιμίχας, ακόμα κι όταν ο αδελφός του Χάρης αποφάσισε να «χωρίσουν» μουσικά το ’98, δεν έπαψε ποτέ να ερμηνεύει και να μιλά, να μιλά και να ερμηνεύει, απλά πλέον το κάνει πολύ λιγότερο συχνά και μόνο όταν αληθινά νιώθει την ανάγκη να μιλήσει. Μία από αυτές τις περιπτώσεις είναι και οι εμφανίσεις του όλα τα Σάββατα του Δεκεμβρίου, μέχρι και τις 29 του μήνα, στη μουσική σκηνή Σφίγγα. Με αυτή την αφορμή, σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, μας μίλησε με τον γνωστό έλλογο και απολύτως συγκροτημένο τρόπο του καθόλου νοσταλγικά για το χθες, απολύτως ρεαλιστικά για το σήμερα και με μια πεισματώδη «επιθετική» απαισιοδοξία για το αύριο.
Συνέντευξη στον Θάνο Μαντζάνα
* Νοσταλγείς την εποχή που δίπλα στο όνομά σου υπήρχε πάντα και αυτό του Χάρη; Θεωρείς ότι το δίδυμο των αδελφών Κατσιμίχα έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του ή όχι μόνο θέλεις αλλά και πιστεύεις ότι θα σας ξαναδούμε μαζί;
Φυσικά τη νοσταλγώ αυτή την εποχή και γι’ αυτόν τον λόγο υπάρχει πάντοτε και εκκρεμεί η περίπτωση να φτιάξουμε πάλι κάτι μαζί, έναν ολόκληρο δίσκο ή έστω κάποια τραγούδια. Εξάλλου, το έχουμε ήδη κάνει αρκετές φορές από το ’98 που σταμάτησε ο Χάρης, για παράδειγμα το «Beat Poetry», το οποίο κυκλοφόρησε πριν πέντε χρόνια και κάποια ξεκομμένα τραγούδια τα οποία έγραψα κυρίως εγώ με τη συμμετοχή του. Όσον αφορά όμως τις ζωντανές εμφανίσεις, δεν εξαρτάται καθόλου από εμένα αλλά από τον Χάρη και τη διάθεσή του να μου το ζητήσει αν κάποια στιγμή θέλει. Εγώ είμαι πάντα εδώ…
* Δεν είναι κολακεία και το γνωρίζεις πολύ καλά ότι εσείς, μαζί με δυο -τρία το πολύ άλλα ονόματα, θεμελιώσατε τη σκηνή αυτών που λέγονται τραγουδοποιοί- ερμηνευτές. Πώς κρίνεις τη μετέπειτα εξέλιξή της απαριθμώντας πλέον τρεις, αν όχι τέσσερις, διαδοχικές γενιές της μετά από εσάς;
Κοίταξε, εμείς κάναμε ό,τι κάναμε σε μια εποχή πολύ δύσκολη, τότε που η έννοια του τραγουδοποιού ήταν άγνωστη και στο κοινό, και κυρίως στις δισκογραφικές εταιρείες. Έπρεπε να πουλήσουν τα «Ζεστά ποτά» 100.000 αντίτυπα μέσα σε εννέα μήνες για να μας πάρουν στα σοβαρά. Μετά βέβαια μας «αγάπησαν». Από εκεί και πέρα, ακολούθησαν τρεις – τέσσερις γενιές, είμαστε ήδη στην τέταρτη μετά τη δική μας. Η σκηνή των τραγουδοποιών έδωσε και μετά από εμάς αρκετά καλά τραγούδια, ένα σ’ αυτόν τον δίσκο, ένα στον άλλο, κάτι εδώ, κάτι εκεί, ξεκομμένα και αποσπασματικά. Δεν έδωσε όμως ολοκληρωμένες δουλειές, όπως ήταν οι πρώτοι δίσκοι, για παράδειγμα, των Νικόλα Άσιμου, Βαγγέλη Γερμανού, ο δικός μας, των Active Member, του Σωκράτη Μάλαμα κ.ά. Αυτό που έλειπε φοβάμαι ότι ήταν το ισχυρό στίγμα του δημιουργού, δηλαδή η σαφής καλλιτεχνική ταυτότητα που καθιστούσε αδύνατο να μπερδέψεις τον έναν με τον άλλο αυτούς που προανέφερα. Μετά την ολίγαριθμη «πρώτη γενιά» των θεμελιωτών της σχολής των τραγουδοποιών ό,τι ακολούθησε όλο και κάτι μου θύμιζε, θέλεις στον στίχο, θέλεις μουσικά, θέλεις στην ερμηνεία, άρχισε ένα αναμάσημα. Έχω την εντύπωση ότι αυτή η μαζική και βιαστική παραγωγή που ακολούθησε θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν οι εταιρείες δεν μετέτρεπαν ένα πραγματικά ενδιαφέρον μουσικό κίνημα σε μόδα και εμπόριο του στιλ «τώρα που έχει πέραση, ό,τι προλάβουμε να αρπάξουμε». Μέχρι που ήρθε η κρίση και όλα τέλειωσαν κακήν κακώς για όλους…
* Μια προσωπική απορία: τόσο εσύ όσο και ο Χάρης συμφωνούσατε με τον όρο – χαρακτηρισμό «έντεχνη» που από πολύ νωρίς κάποιοι έβαλαν σε αυτή τη σκηνή ή όχι;
Κατ’ αρχάς, ο όρος «έντεχνο» τραγούδι είναι αγραμματοσύνη και αφ’ εαυτής μία σκέτη ηλιθιότητα! Δεν κατάλαβα ποτέ ποιος είναι ο φωστήρας που τον επινόησε… Υπήρξε κάποτε ο όρος «έντεχνο λαϊκό τραγούδι» τον οποίο καθιέρωσε ο Μίκης Θεοδωράκης τη δεκαετία του ’60 αλλά πίσω από αυτόν υπήρχε ένα ολόκληρο σκεπτικό και ένα έργο το οποίο τον υποστήριζε. Το «σκέτο» έντεχνο δεν το κατάλαβα ποτέ. Συγχαρητήρια στον μπουρδολόγο που το ανακάλυψε και το καθιέρωσε! Επίσης, έχω να πω ότι μέχρι το ’98, που ήμασταν μαζί με τον Χάρη, δεν υπήρχε αυτός ο όρος, δεν θυμάμαι να μας είχαν ρωτήσει ποτέ περί «έντεχνου» και τα λοιπά, δεν βρίσκω ούτε μία συνέντευξη στην οποία να μας είχε υποβληθεί αυτό το ερώτημα. Αυτή η ανοησία εμφανίστηκε γύρω στο 2000 και έκτοτε μας ταλαιπωρεί χωρίς διακοπή…
* Θεωρείς απαραίτητο, έστω αναγκαίο στάδιο στο ξεκίνημά του για έναν Έλληνα τραγουδοποιό και ερμηνευτή να μελοποιήσει κάποια ποιήματα ή αντίθετα οφείλει να επικεντρωθεί στη δημιουργία μιας προσωπικής στιχουργίας και, αν το επιθυμεί, να μελοποιήσει ποίηση στη συνέχεια, αυτό δηλαδή που κάνατε εσείς;
Όταν είσαι νέος και θέλεις να ασχοληθείς με την τραγουδοποιία, πρέπει, παράλληλα με τις μουσικές σπουδές, να διαβάσεις πολύ, πεζογραφία, λογοτεχνία γενικά και κυρίως ποίηση. Είναι θεμιτό και λογικό στο ξεκίνημά σου να μελοποιήσεις κάποια ποιήματα, αποκλειστικά όμως σαν σπουδή και όχι για να τα δημοσιοποιήσεις. Αυτή η σπουδή μπορεί να κρατήσει χρόνια, αλλά είναι αναγκαία. Η πραγματική όμως περιπέτεια αρχίζει μετά. Όταν πρέπει να διανύσεις μια ολόκληρη πορεία τραγουδώντας τα δικά σου λόγια, τους δικούς σου στίχους, να προσδιορίσεις δηλαδή το δικό σου στίγμα και, αν κάποια στιγμή θελήσεις να μελοποιήσεις ένα ποίημα που αγαπάς από παλιά, φυσικά και θα το κάνεις, δεν απαγορεύεται. Πρέπει όμως πρώτα να έχεις δώσει το προσωπικό σου στιχουργικό δείγμα γραφής και να έχεις αναλάβει τη δική σου ευθύνη, αλλιώς τραγουδοποιός δεν είσαι.
* Χωρίς περιστροφές, αν σε καλούσαν να συμμετάσχεις -όπως ουκ ολίγοι ομότεχνοί σου- στην κριτική επιτροπή ενός τηλεοπτικού reality show «νέων ταλέντων», μετά αμοιβής εννοείται, θα πήγαινες ή όχι; Σε αμφότερες τις περιπτώσεις γιατί;
Κρατάω τρία σημεία της ερώτησης κριτική επιτροπή, τηλεοπτικό reality show «νέων ταλέντων» και επ’ αμοιβή. Απάντηση καλύτερα πρεζάκιας που έλεγε και ο αείμνηστος Τζίμης Πανούσης! Ποιος σου δίνει, αναρωτιέμαι, το δικαίωμα να παίζεις με τη ζωή και τα όνειρα νέων παιδιών και μάλιστα επί πληρωμή; Ποιος άραγε;
* Το αίτημα για ένα έλλογο (εκτός φυσικά από έμμουσο!) τραγούδι που να αποτυπώνει και να εκφράζει τον σφυγμό της κοινωνίας είναι το ίδιο, μεγαλύτερο ή μικρότερο από την εποχή κατά την οποία ξεκινούσατε;
Όποια κι αν είναι η μόδα κάθε εποχής, όσο κι αν φαίνεται ότι το μόνο που εκφράζει την πλειοψηφία είναι το κραυγαλέο, το θορυβώδες και το χυδαίο, άλλο τόσο υπάρχει πάντα το αίτημα για το αληθινό τραγούδι, αυτό που αποτυπώνει τον σφυγμό της κοινωνίας, μας οδηγεί να βρούμε τον εαυτό μας και όχι να τον χάσουμε, να συναντήσουμε τους άλλους γύρω μας και όχι να τους ξεχάσουμε.
* Τι θα είχες να πεις συγκρίνοντας τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες όταν ξεκινούσατε με τις σημερινές; Ανεξάρτητα από αυτό, είσαι γενικά ικανοποιημένος από όσα συμβαίνουν σήμερα ή όχι;
Πώς να είμαι ικανοποιημένος και γιατί; Τίποτα δεν έχει αλλάξει από τότε που ξεκινούσαμε. Ο ίδιος νόμος της ζούγκλας και του ισχυρότερου, η ίδια αδικία, τα ίδια ψέματα, η ίδια μπάσταρδη αστική δημοκρατία. Τι να κάνουμε όμως; Είναι δυστυχώς ό,τι καλύτερο μπορούμε να έχουμε. Ας πορευτούμε μ’ αυτή κι ας κάνουμε ό,τι μπορούμε μήπως και γίνουμε εμείς καλύτεροι. Τότε ίσως, ίσως… Δεν μας μένει τίποτα άλλο.
* Είναι αρκετοί φαντάζομαι οι ομότεχνοί σου που θα ήθελαν να σε συντροφεύσουν σε αυτές τις -σπάνιες όπως πάντα για εσένα- εμφανίσεις στη Σφίγγα. Ποιοι είναι οι λόγοι λοιπόν που σε έκαναν να επιλέξεις τους συγκεκριμένους δύο, αρχίζοντας από τον, σχετικά έστω, μεγαλύτερο Κώστα Λειβαδά και συνεχίζοντας με τον Δημήτρη Καρρά;
Τον Κώστα Λειβαδά τον διάλεξα ανάμεσα σε πολλούς γιατί θεωρώ ότι είναι ο καλύτερος της γενιάς του. Είναι ένας καλλιτέχνης που μου αρέσει, γιατί είναι πολύπλευρος και πολύχρωμος. Έχει ευρύ ορίζοντα, δεν περιορίζει τον εαυτό του σε αυτό ή εκείνο το στιλ και έχει γράψει πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα, από ευαίσθητες μπαλάντες και κοινωνικά «ροκ» τραγούδια μέχρι λαϊκά και τραγούδια που πατάνε σε παραδοσιακούς δρόμους, ενώ επίσης έχει μελοποιήσει ποίηση αλλά και έχει υπογράψει μεγάλες επιτυχίες τις οποίες ερμήνευσαν άλλοι και όχι ο ίδιος. Είναι με δυο λόγια «και του λιμανιού, και του σαλονιού» κι αυτό το εκτιμώ ιδιαίτερα. Πιο πολύ όμως εκτιμώ το ότι φέρει μέσα του όλη αυτή την πολυποικιλότητα χωρίς να κρατάει ούτε να διεκδικεί κάποια ταμπέλα. Τα περιέχει και τα αγαπάει όλα αυτά, παραμένοντας πάντα ο εαυτός του.
Ο Δημήτρης Καρράς ανήκει στην μετά τον Λειβαδά γενιά, δηλαδή της τωρινής δεκαετίας. Είναι ένας πολυμήχανος τραγουδοποιός, έχει κι αυτός γράψει πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα και είναι απλά θέμα χρόνου το να γίνει γνωστός στο ευρύ κοινό. Επίσης, είναι πολύ καλός τραγουδιστής και performer. Γι’ αυτό τον λόγο ερμηνεύει εκπληκτικά στην παράσταση τραγούδια δημιουργών της δικής μου γενιάς, ανθρώπων που εκτιμώ και θέλω να υπάρχουν, ειδικά σε μια παράσταση που έχει τίτλο «30 χρόνια τραγούδια, τρεις γενιές τραγουδοποιών», δηλαδή Μάλαμα, Αγγελάκα, Active Member και κάποια «περίεργα» παλιά hip – hop, όπως για παράδειγμα των Βαβυλώνα κ.λπ.
* Τι σε έκανε να έχεις αυτή τη φορά μια ερμηνεύτρια για να σε συνοδεύει στη σκηνή, κάτι που αν δεν κάνω λάθος, συμβαίνει για πρώτη φορά, ενώ αντίθετα μια άλλη ανδρική φωνή, του Χάρη, συνδυαζόταν φυσικά άψογα για πολλά χρόνια με τη δική σου και γιατί επέλεξες συγκεκριμένα τη Νατάσα Καμπαστάνα;
Η Νατάσα Καμπαστάνα είναι η μικρότερη σε ηλικία της παρέας, μικρότερη και από τον Καρρά που μου τη γνώρισε. Είναι η καλύτερη γυναικεία φωνή που άκουσα τα τελευταία είκοσι χρόνια, αλλά επίσης και υπέροχη μουσικός, απόφοιτος μουσικού Λυκείου και βιρτουόζος στο κανονάκι. Δεν συνοδεύει τόσο εμένα όσο τους άλλους δύο, που αμφότεροι έχουν γράψει πολλά τραγούδια για γυναικείες φωνές, όπως των Ελένης Τσαλιγοπούλου, Ελεωνόρας Ζουγανέλη, Νατάσσας Μποφίλιου, Γιώτας Νέγκα, Αρετής Κετιμέ και άλλων.
* Ποιο είναι κατά βάση το ρεπερτόριό σου σε αυτές τις εμφανίσεις; Το σχήμα που σε συνοδεύει είναι μια, κατά κάποιον τρόπο, μόνιμη μπάντα ή ένα πολύ καλό σύνολο συγκεκριμένα γι’ αυτές τις συναυλίες;
Ερμηνεύω τα πάντα, από τον πρώτο δίσκο που κάναμε με τον Χάρη μέχρι και τον τελευταίο προσωπικό μου. Όταν δε είμαι σε ιδιαίτερα κέφια, λέω και κάνα – δύο τραγούδια των δασκάλων μου, της γενιάς του ’70. Η μπάντα που με συνοδεύει είναι η ίδια που έχω μαζί μου τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια με μία -δύο προσθήκες «νέου αίματος».
* Και η συνέχεια, αμέσως μετά τη Σφίγγα αλλά και λίγο πιο μακροπρόθεσμα;
Δεν έχω προς το παρόν σχεδιάσει τίποτα γιατί μετά τη Σφίγγα, θέλω να μπω στο στούντιο για να τελειώσω κάποια τραγούδια που ξεκίνησα πέρυσι και έχουν μείνει στη μέση. Θα κάνω όμως μερικές εμφανίσεις την άνοιξη στην Αθήνα και φυσικά, όπως πάντα, το καλοκαίρι την «πατροπαράδοτη» μίνι περιοδεία μου σε όλη την Ελλάδα.
«Πατροπαράδοτη»; Λέξη που δύσκολα συνδυάζεις με έναν διαρκή «επαναστάτη με πολλές και πολύ σοβαρές αιτίες» όπως ο Πάνος Κατσιμίχας…