Ξυλογραφία του 1867 από τον Theodore R. Davis, που δείχνει άνδρες του αμερικανικού στρατού να διαλύουν και να καίνε σκηνές ενός χωριού αυτοχθόνων της φυλής Τσεγιέν, στις 19 Απριλίου 1867.

Αλιεύσαμε από Info-war.gr

του Juan Cole*
Πηγή: Informed Comment
Η ισραηλινή αεροπορία βομβάρδισε έναν καταυλισμό σκηνών προσφύγων δυτικά της πόλης Ράφα γύρω στις 8:45 μ.μ. τοπική ώρα την Κυριακή. Η ώρα είναι σημαντική, καθώς το +972 Mag ανέφερε ότι ο ολοκληρωτικός πόλεμος του Ισραήλ στη Γάζα διεξάγεται από προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης. Ένα από αυτά ονομάζεται, σαδιστικά, «Daddy’s Home». Οι Ισραηλινοί παρακολουθούν τους μαχητές της Χαμάς κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά περιμένουν να τους χτυπήσουν όταν γυρίσουν σπίτι τους τη νύχτα, εξασφαλίζοντας ότι θα σκοτωθούν και οι γυναίκες, τα παιδιά, οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Το πρόγραμμα AI έχει ρυθμιστεί έτσι ώστε να επιτρέπει 15 έως 20 θανάτους μη μαχητών, αμάχων για κάθε μέλος των παραστρατιωτικών Ταξιαρχιών Κασσάμ που σκοτώνεται στην επίθεση. Οι οκτώ πύραυλοι που έπληξαν τον καταυλισμό σκότωσαν 2 στελέχη της Χαμάς και άφησαν άλλους 45 νεκρούς, οι περισσότεροι καμένοι μέσα στις εύφλεκτες σκηνές τους, στην πλειονότητά τους γυναίκες και παιδιά.

Αυτό το αποτέλεσμα ξεπερνάει λίγο την ανοχή του σαδιστικού προγράμματος «Daddy’s Home», αλλά βρίσκεται στο περίπου. Το άτομο που οι Ισραηλινοί αποκαλούν υπουργό εγκλήματος Μπενιαμίν Νετανιάχου προσπάθησε να ισχυριστεί ότι όλα ήταν ένα φρικτό ατύχημα, αλλά δεν ήταν. Έτσι έχει στηθεί η στρατιωτική επιχείρηση του Ισραήλ. Δύο πράκτορες της Χαμάς νεκροί, περίπου 40 πολίτες. Αυτοί είναι οι ισραηλινοί κανόνες εμπλοκής. Αυτός ο τρόπος δράσης θα σας έφερνε στρατοδικείο στον αμερικανικό στρατό, και παράγει αποτελέσματα που το Διεθνές Δικαστήριο αποκάλεσε εύλογα γενοκτονία. Με βάση αυτούς τους κανόνες εμπλοκής, ο Νετανιάχου μπορεί να έχει σκοτώσει 36.000 ανθρώπους για να φτάσει σε 2.400 μαχητές. Προφανώς, χιλιάδες νεαροί άνδρες που προηγουμένως δεν είχαν ενταχθεί στη Χαμάς τώρα το κάνουν, τρομοκρατημένοι από τον ολοκληρωτικό πόλεμο του Ισραήλ, οπότε είναι πιθανό ο ισραηλινός στρατός να μην έχει μειώσει καθόλου τον αριθμό των μαχητών.

Το κάψιμο των σκηνών του ντόπιου πληθυσμού έχει μακρά ιστορία στην αποικιοκρατία. Όταν οι Ολλανδοί κυβέρνησαν το «Νέο Άμστερνταμ», την πρωτεύουσα των Νέων Κάτω Χωρών, έφεραν όλο και περισσότερους εποίκους που διψούσαν για γη και ήθελαν να εκτοπίσουν τους Μοχόκ και τους Μοϊκανούς, οι οποίοι δεν έβλεπαν με καλό μάτι να τους σπρώχνουν. Ο Ολλανδός κυβερνήτης, Βίλεμ Κιφτ, αγχώθηκε πολύ με τους ιθαγενείς Αμερικανούς, εξηγεί ο Γουόλτ Γκίρσμπαχ στο Military History Online. Κάποια στιγμή περίπου 500 μέλη μιας μικρής φυλής, των Γουάπινγκερ, μετακόμισαν στην τοποθεσία της σημερινή πόλης του Τζέρσεϊ, ουσιαστικά για να αποφύγουν τη φορολόγηση από τις μεγαλύτερες συνομοσπονδίες. Ο παρανοϊκός Κιφτ εξέλαβε την κίνηση αυτής της μικρής ομάδας ως απειλητική και τους επιτέθηκε ξαφνικά τον Φεβρουάριο του 1643.

Ο ιστορικός Τζον Ρόματς Μπρόντχεντ έγραψε για τη «Σφαγή της Παβονίας»: «Πολεμιστής και ιθαγενής, σαχέμ και παιδί, μητέρα και μωρό σφαγιάστηκαν εξίσου. Το ξημέρωμα μόλις που τελείωσε τη λυσσαλέα σφαγή. Τα κατακρεουργημένα θύματα, που αναζητούσαν ασφάλεια στις συστάδες, οδηγήθηκαν στο ποτάμι και οι γονείς που έτρεχαν να σώσουν τα παιδιά τους, τα οποία οι στρατιώτες είχαν ρίξει στο ρέμα, οδηγήθηκαν πίσω στα νερά και πνίγηκαν μπροστά στα μάτια των αδυσώπητων δολοφόνων τους».

Το χιόνι έγινε κόκκινο από το αίμα και «ο ουρανός, όπως αναφέρθηκε, φωτίστηκε από τις φωτιές των σκηνών τους». Οι Ολλανδοί αποκεφάλιζαν ανθρώπους και έπαιζαν ποδόσφαιρο με τα κεφάλια.

Για τους αποικιοκράτες, το να καίνε τις σκηνές των αποικιοκρατούμενων είναι σαν να τους κηρύσσουν χωρίς κατοικία ή σύνδεση με τη γη στην οποία είχαν συνηθίσει να κατασκηνώνουν. Είναι σαν να τους διαγράφουν από τη γη.

Περίπου 224 χρόνια αργότερα, δύο χιλιάδες μίλια δυτικότερα, η σκηνή επαναλήφθηκε. Η Υπηρεσία Εθνικών Πάρκων εξηγεί ότι ο στρατηγός Γουίνφιλντ Σκοτ Χάνκοκ, νικητής στο Γκέτισμπεργκ [ΣτΜ: μάχη του αμερικανικού Εμφυλίου τον Ιούλιο 1863, πιστεύεται ότι υπήρξε το κρίσιμο σημείο για τη μετέπειτα νίκη των Ηνωμένων Πολιτειών], πήγε στο Κάνσας το 1867, εντελώς άπειρος στην αντιμετώπιση των Αμερικανών Ινδιάνων. Προσπάθησε να εκφοβίσει τους ντόπιους Τσεγιέν, οι οποίοι τον φοβήθηκαν και εγκατέλειψαν ένα από τα μεγάλα και καλά εξοπλισμένα χωριά τους. Το 7ο Ιππικό του αντισυνταγματάρχη Τζορτζ Άρμστρονγκ Κάστερ δεν μπόρεσε να βρει τους διαφεύγοντες ντόπιους.

Ο Χάνκοκ δεν πήγαινε πολύ καλά και προσβλήθηκε. Είπε: «Είμαι πεπεισμένος ότι το ινδιάνικο χωριό ήταν φωλιά συνωμοτών». Συνοδευόμενος από τον Κάστερ, διέταξε να καεί το χωριό ολοσχερώς. Αν οι ντόπιοι δείχνουν σημάδια ότι δεν είναι ευχαριστημένοι που αποικίστηκαν και ότι δεν είναι ικανοποιημένοι με τη νέα τους μοίρα, αυτό αποτελεί από μόνο του λόγο για περαιτέρω καταπίεση.

Ο Χάνκοκ ξεκίνησε ένα καλοκαίρι με συνεχείς μάχες. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση κατάλαβε τελικά τι συνέβαινε και τοποθέτησε τον Χάνκοκ αλλού. Μια νέα συνθήκη συνήφθη τον Οκτώβριο του 1867, αν και οι συνθήκες των αποικιοκρατών αξίζουν λιγότερο και από χαρτί υγείας. Όσο για τον Κάστερ, λιγότερο από μια δεκαετία αργότερα θα υπερέβαινε την περιβόητη μοχθηρία του και θα συναντούσε τον θάνατό του στα χέρια των προβλεπόμενων θυμάτων του.

Ακολουθεί μια γκραβούρα της καταστροφής του χωριού των Τσεγιέν-Λακότα από το Harper’s Weekly. Θα παρατηρήσετε ότι οι σκηνές καίγονται.

Το κάψιμο των σκηνών αποτελούσε επί αιώνες σήμα επιθετικού αποικισμού και γενοκτονίας.


*ο Juan Cole είναι καθηγητής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, συγγραφέας, σχολιαστής και ιδρυτής του ιστότοπου Informed Comment