Γράφει ο “Κυκλοθυμικός“
Κάτι που πάντα με γοήτευε με τον Χριστιανισμό είναι ότι σε μεγάλο βαθμό και παρά τις αναγκαστικές μεταφυσικές παρόλες του, είναι μια θρησκεία που συνδιαλέγεται άμεσα με τον άνθρωπο και την κοινωνία του. Ο δρόμος για την Αιώνια Ζωή, τουλάχιστον στην Καινή Διαθήκη, περνά μέσα από το πώς θα συμπεριφερθείς στους άλλους, την αγάπη που θα δώσεις, μια αγάπη που περνά από τον άνθρωπο κι όχι απευθείας στον Θεό, τον αγώνα σου για έναν καλύτερο κόσμο, την κοινωνική προσφορά, την εξάλειψη της ματαιοδοξίας, της αλαζονείας, της απληστίας, της βίας. Ο Χριστός έβλεπε τον κόσμο διεθνιστικά, αντιμιλιταριστικά, απευθυνόταν στο ας πούμε προλεταριάτο και το λούμπεν της εποχής. Θεωρούσε τον πλούτο κι ό,τι αυτός συμβόλιζε τον μεγαλύτερο εχθρό του σκοπού του. Ολόκληρος υποτίθεται Θεός κι ήταν γιος ενός ξυλουργού, γεννήθηκε σε μια πάχνη σαν μοσχάρι κι έκανε παρέα με φτωχούς αμόρφωτους ψαράδες, πόρνες, φοροεισπράκτορες και ζητιάνους. Ολόκληρος υποτίθεται Θεός και κλαίει σαν παιδί στο όρος των Ελαιών μην αντέχοντας τον φόβο του θανάτου και του σωματικού πόνου, ολόκληρος υποτίθεται Θεός και πεθαίνει βάναυσα από τα «δημιουργήματά» του, ολόκληρος Θεός και χαρίζει στη μάνα του τον ανώτερο δυνατό πόνο που μπορεί να ζήσει άνθρωπος.
Κι εξαιτίας αυτής της προσέγγισης η ζωή και κυρίως το τέλος του Χριστού αποτελεί μια από τις δυο αγαπημένες μου μυθολογίες. Ο μύθος του Οδυσσέα είναι το καλύτερο σύμβολο για την ζωή, ο μύθος του Χριστού το καλύτερο σύμβολο για τον θάνατο. Ο Οδυσσέας το οντολογικό, ο Χριστός το στρατευμένο. Στην Οδύσσεια βρίσκεις μια περίληψη της έννοιας της ζωής, στα Ευαγγέλια, τη σύνοψη της ζωής ενός αγωνιστή. Για αυτό και τα δυο είναι αναλλοίωτα στον χρόνο, γι’ αυτό κι από αυτές τις δυο ιστορίες αντλούνται διαχρονικά μερικά από τα πιο ισχυρά κι οικουμενικά σύμβολα στην λογοτεχνία, στην ζωγραφική, στην γλυπτική, στον καθημερινό λόγο.
Έτσι την Κυριακή των Βαΐων, πάνω από τον Χριστό που μπαίνει με το γαϊδουράκι του στα Ιεροσόλυμα κι ο κόσμος αλαλάζει, εγώ βλέπω σε ένα μικρό μπαλκόνι τον Άρη να βγάζει τον λόγο του στη Λαμία και να ζει την έκσταση της επανάστασης που παίρνει σάρκα κι οστά, που βλέπει την σπίθα που μπήκε στο μυαλό του να έχει ξεφύγει σε τόσες χιλιάδες κεφάλια, να έχει γίνει πυρκαγιά σε ένα δάσος κολασμένων. Ξέροντας κι οι δυο παρά το μεθύσι πως ακολουθεί ο σταυρός κι ο φανοστάτης.
Ύστερα βλέπω τον Χριστό να γυρίζει ταλαιπωρημένος, βασανισμένος, πληγωμένος, από τον Άννα στο Καϊάφα και μετά στον Πιλάτο, να απαιτούν να τους χαρίσει τους αγώνες του, να καταπιεί τα λόγια του, να απαρνηθεί αυτό που είναι για να του δώσουν ως αντάλλαγμα μια ελπίδα να την γλιτώσει κι αυτός απαξιώνει ακόμα και να τους αποκριθεί. Στην διπλανή αίθουσα στέκεται ο Μπελογιάννης που τσακίζει τους δικαστές του με τον λόγο του, την αμετανόητη στάση του, το χαμόγελο που δε θα σβήσει μέχρι τελευταία στιγμή. Το αγκάθινο στεφάνι και το γαρύφαλλο.
Παράπλευρα από το Θείος Πάθος, ο Πέτρος τον απαρνείται τρεις φορές, ο Θωμάς δε θα πιστέψει την ανάστασή του, οι σύντροφοι σκορπισμένοι και κρυμμένοι, ο Ιούδας κρεμασμένος με τα τριάκοντα αργύρια πεσμένα στο χώμα. Στο παράλληλο πλάνο, ο Πλουμπίδης τραβιέται στο Χαϊδάρι, τα τουφέκια ετοιμάζονται να κόψουν το νήμα μιας υπέροχης ζωής, ενός υπέροχου ανθρώπου και μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα οι σύντροφοί του τον απαξιώνουν ως προδότη και λακέ που φεύγει για την Αμερική με ένα τσουβάλι χρήματα. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος λύγισε, ο δρόμος του αγώνα στο τέλος γίνεται στενωπός, είναι μοναχικός. Αυτή είναι η τελευταία δοκιμασία.
Πάνω στον Σταυρό ο Χριστός ζει την κορύφωση του πόνου, βλέπει το αναπόφευκτο του θανάτου να τον αγκαλιάζει κι ο διπλανός του σταυρωμένος του βάζει τον τελευταίο πειρασμό, αν είσαι Θεός, του λέει, κατέβα από τον σταυρό, σώσε το τομάρι σου και πάρε κι εμάς μαζί σου. Τον κοιτάει απαξιωτικά, κατεβάζει το κεφάλι και συνεχίζει τον δρόμο μέχρι το τέλος. Πίσω από τον Γολγοθά, στην Καισαριανή, ο Ναπολέων Σουκατζίδης μπορεί λόγω της θέσης του να κάτσει στην πλευρά των ζωντανών κι όχι των ηρώων, αυτός αρνείται αυτό το λεκιασμένο προνόμιο και τουφεκίζεται μαζί με άλλους 199 συντρόφους. Ο Χριστός ζήτησε από την μάνα του να υιοθετήσει τον Ιωάννη τώρα που έφευγε, ο Σουκατζίδης ζήτησε από τον πατέρα του να υιοθετήσει την αρραβωνιαστικιά του, την Χαρά.
Ακόμα και πεθαμένο τον φοβούνταν τον Χριστό, έβαλαν μια τεράστια πέτρα στον τάφο του, έβαλαν στρατιώτες να φυλάνε σκοπιά να μην κλέψουν το σώμα του, όμως, αυτός «αναστήθηκε». Ο άσημος «προφήτης» απο κάποια εμπόλεμη γωνιά της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έγινε μικρές κοινότητες πρωτοχριστιανών, έγινε η ελπίδα των περιθωριακών, έγινε η μακρά λίστα εκτελεσμένων και βασανισμένων στο Κολοσσαίο, έγινε ιεραποστολές σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Μεσογείου, έγινε η πιο επιδραστική θρησκεία όλων των επόμενων αιώνων, έγινε η συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που τον δίωκε.
Αντίστοιχα όλοι οι δικοί μας Χριστοί, πέθαναν κι αναστήθηκαν, είναι μαζί μας στις πορείες, είναι η φωνή μας στα συνθήματα, είναι ο ουρανός όταν υψώνουμε την γροθιά, είναι η κόκκινη μπογιά στα πανό, είναι η σιγουριά ότι θα νικήσουμε γιατί έχουμε το δίκιο, είναι το τάισμα της υπομονής ότι θα τα καταφέρουμε ενώ όλοι οι αυτοκράτορες και τα λιοντάρια τους θέλουν να μας πείσουν ότι όλα είναι χαμένα, είναι ο σπόρος που έθαψαν στο χώμα κι έγιναν ο κήπος μέσα στον οποίο κάποτε η ανθρωπότητα θα ζήσει, «όταν η καρδιά σου που τόσο αγάπησε τον κόσμο θα `χει λιώσει», όταν «αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη Ταφή Σου».
Είναι σπουδαία γιορτή το Πάσχα, γιατί δεν έχει τίποτα το μεταφυσικό, είναι βαθιά ανθρώπινη γιορτή. Δεν αφορά κοντοσούβλια, αρνιά και νηστείες, είναι η γιορτή του θανάτου και της ζωής που αφήνει πίσω του. Ας αφήσουμε το ανοιξιάτικο αεράκι του επιταφίου να κάνει την δουλειά του κι ας βιώσουμε το θείο δράμα, το ανθρώπινο.