Πηγή: Katiousa
Σύμφωνα με αυτά που είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, απ’ όταν ο Αη Στράτης άρχισε να χρησιμοποιείται ως τόπος εξορίας (μάλλον το 1929) μέχρι τον Ιούνη του 1943, έγιναν δυο επιτυχημένες αποδράσεις εξόριστων κομμουνιστών. Η πρώτη τον Σεπτέμβρη του 1936, στην οποία συμμετείχαν οι Τάκης Φίτσος, Απόστολος Γκρόζος και Μάρκος Βαφειάδης και λέγεται πως συνέβαλε και ο Θανάσης Κλάρας (Άρης Βελουχιώτης). Η δεύτερη έγινε στις 14 του Ιούλη 1940, με εντολή της καθοδήγησης του ΚΚΕ και συμμετείχαν οι Μ. Ζαχαράτος, Γ. Γουλημάρης, Σπ. Καλοδίκης, Θαν. Στράτζαλης, Ιάκ. Γαβριηλίδης, Θεόφ. Παλιούρας, Κ. Γαμβέτας και Παν. Σιαντής.(1)
Η τρίτη και πιο μαζική απόδραση από τον Αη Στράτη πραγματοποιήθηκε στις 17 του Ιούνη 1943, με την οργάνωση και την καθοδήγηση του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ. Σε αυτή θα πάρουν μέρος 62 εξόριστοι (ανάμεσά τους δυο μικρά παιδιά) που κρατούνται στο νησί από την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας κι έχουν καταφέρει να επιζήσουν από τη μάχη με τον θάνατο από πείνα τον χειμώνα 1941-42, που τους επέβαλαν οι δεσμοφύλακές τους, συνεργάτες των Γερμανών καταχτητών, που άφησε δεκάδες κομμουνιστές εξόριστους νεκρούς. Οι εξόριστοι θα επιβιβαστούν σε καΐκι του ΕΛΑΝ και μετά από μια περιπετειώδη νύχτα θα καταφέρουν να φτάσουν στη Χαλκιδική και να ενταχτούν σε ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ, πέφτοντας οι περισσότεροι στις μάχες.
Το ξημέρωμα της 17 του Ιούνη οι μαχητές του ΕΛΑΝ Θανάσης Στράντζαλης και Νίκος Χουρμούζης δένουν το καΐκι σ’ έναν απόμερο όρμο του νησιού. Ο εξόριστος στον Αη Στράτη κομμουνιστής δάσκαλος και λογοτέχνης Κώστας Πουρναράς (Μπόσης) που συμμετείχε στην απόδραση, περιγράφει την προετοιμασία:
“Ο Γραμματέας μπήκε απ την πόρτα του υπογείου. Ανέβηκε τη μικρή σκάλα και στάθηκε μπροστά μας. Όλοι προσέξαμε, πως το σβυσμένο τσιγάρο έτρεμε στο χέρι του. Κατάπιε το σάλιο, σκύβοντας, σα να πονούσε ο λαιμός του, κι ανεβοκατέβηκε το καρύδι. Έβρεξε τα στεγνά χείλη με τη γλώσα, έβγαλε το μαντήλι και σκούπισε τον ιδρώτα.
– Σύντροφοι!
Με δυσκολία βγήκε η φωνή κι ήταν τραχιά, ξερή, τρεμουλιαστή.
– Μα τι έπαθα; μουρμούρισε. Δώστε-μου λίγο νερό.
Τώρα σιγουρευτήκαμε πια. Η προφητεία του Μπάμπη βγήκε αληθινή. Μόνο ποιοι θά είχαν σειρά. «Καλύτερα όλοι μαζί», ψιθύρισε κάποιος στις πλάτες μου. «Διαφορετικά και για κείνους…και για τους άλλους, που θα μείνουν…».
Ο Γραμματέας ήπιε νερό, άναψε το τσιγάρο και χαμογέλασε μ έναν τρόπο κρύο.
– Σύντροφοι! είπε ξανά. Ύστερα από απόφαση του Κόμματος θα δραπετεύσουμε.
Ούτε ένας ψίθυρος, ούτε μια κίνηση, ούτε ένα χαμόγελο, ούτε ένα δάκρυ. Τίποτε! Θες η είδηση ήταν μεγάλη και δεν τη χωρούσε η καρδιά, θες η πηγή της συγκίνησης είχε στερέψει, κανένας δε σάλεψε.
– Να βάλετε τα καινουργότερα ρούχα, όσοι έχετε, κι από μέσα να φορέσετε δυο αλαξιές. Προσέχτε. Ν αποφύγουμε κάθε περιτή κίνηση. Να ετοιμαστούμε, σα να μη συμβαίνει τίποτα. Αν μας πάρουν είδηση…αφορμή θέλουν.
Χωριστήκαμε σε ομάδες, κι όταν σκοτίδιασε καλά, ξεκινήσαμε -κάθε δέκα λεφτά και μια ομάδα- για τον Αη-Δημήτρη. Δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε και πιο πολύ οι γυναίκες. Κάθε λίγο και λιγάκι έπρεπε να καθήσουν, για να πάρουν μιαν ανάσα. Σηκώναμε στις πλάτες και τα παιδιά, το Γιαννάκη, και το Μανωλάκη. Ήταν ένα φλόκαρο, μα εμείς δεν είμασταν πιο γεροί.
Ο μουντζουρωμένος Καϊκτσής, αφού βεβαιώθηκε, πως όλα έγιναν με τάξη και ακρίβεια, ξεκίνησε τελευταίος. Σε μια ραχούλα τρεμόσβηνε φωτιά. Ζύγωσε. Δυο τσομπανόπουλα έψηναν καβούρια σε μια παλιοκαραβάνα και στην πλαγιά, απ την άλλη πάντα, έβοσκε ένα κοπάδι πρόβατα.
– Γειά-σας, ωρέ!
Εκείνα γύρισαν, φοβισμένα.
– Με γνωρίζετε; Ποιός είμαι;
Στο μεταξύ είχε βγάλει τον επίδεσμο και είχε πλυθεί. Κείνα συνήρθαν γρήγορα και χαμογέλασαν.
– Ο Στράνζαλους! Ο Στράντζαλους!
Ο Θανάσης ο Στράντζαλης είχε κάνει χρόνια εξόριστος στο νησί και ήταν υπεύθυνος για τις εξωτερικές δουλιές της Ομάδας. Πήγαινε στα χωράφια, έμπαινε στα σπίτια μοναχός, αν δεν έβρισκε τούς νοικοκυραίους, ζύγιαζε, φόρτωνε τα γαϊδούρια κι απ τη μια ράχη φώναζε στην άλλη: «Ε ε ε ε ε! ! Αριστείδη! Πήρα 30 οκάδες κριθάρι κι είκοσι κουκιά». «Καλά, Στράντζαλου, καλά!».
– Εδώ πίσω έχω ένα υποβρύχιο, θέλετε να σας πάρω στην Αιγυπτο;
– Όχι! Όχι! Στράντζαλου, άρχισαν τα κλαψουρίσματα.
– Τότε, να μην πήτε σε κανένα τίποτα.
– Όχι! δεν θα πούμε. Μη μας παίρνεις.
Δυο μέρες αργότερα, όταν η Αστυνομία ειδοποίησε με βάρκα τη Λήμνο κι ήρθε η Γκεσταπό κι άρχισε να δέρνει στο σωρό και να απειλεί, πως θα κρεμάσει και θα κάψει, τα δυο παιδιά μαρτύρησαν στους γονείς τους. Το χαμπέρι πέταξε από στόμα σε στόμα κι έφτασε στ αυτιά της κοπέλας, που είχε ανταμώσει στο δρόμο τον κεφαλοδεμένο Καϊκτσή. Έτσι διαδόθηκε, πως ήρθε ο Στράντζαλης με υποβρύχιο και τους πήρε στην Αίγυπτο. Οι αρχές πήγαν και παρεκάλεσαν τους γερμανούς και γλύτωσε τό χωριό.”(2)
Ο αέρας λυσσομανάει και τα κύματα ορθώνονται πελώρια και σκάνε με δύναμη στα βράχια. Το παλιό καΐκι, ταλαιπωρημένο από τις φουρτούνες πολλών χρόνων, δεν εμπνέει σιγουριά. Οι εξόριστοι όμως δεν έχουν άλλη επιλογή. Για να γλιτώσουν την επερχόμενη εκτέλεση μόνο ένας δρόμος υπάρχει: η απόδραση. Εμπιστεύονται τους συντρόφους τους. Τον Βασίλη Υψηλάντη, το Νίκο Σοφιά, ιδιοκτήτη και κυβερνήτη του σκάφους και τους σκληροτράχηλους ναύτες του ΕΛΑΝ, Θανάση Στράντζαλη και Νίκο Χουρμούζη που αναλαμβάνουν τη φρούρηση της επιχείρησης.
“Ξαπλώσαμε ο ένας δίπλα στον άλλον σα σαρδέλες, άπλωσαν ένα πανί από πάνω, αποχαιρετήσαμε τη σκληρή ζωή της εξορίας και τους νεκρούς συντρόφους και ξεκινήσαμε. Το καΐκι χοροπηδούσε και τα κύματα, χτυπώντας με ορμή στο κατάστρωμα, μας κουκούλωσαν. Μα κανένας δεν κουνήθηκε, κανένας δεν παραπονέθηκε και, πιστεύω, πως και κανένας δε φοβήθηκε.”
Με δυσκολία ο καπετάνιος κρατάει την πορεία του καϊκιού προς τη Χαλκιδική, αφού χρειάστηκε πρώτα οι εξόριστοι ν’ αδειάσουν τ’ αμπάρια για να μη βουλιάξει. Αν και είχαν να φάνε ψωμί περισσότερο από δυο χρόνια, αναγκάζονται να πετάξουν με τα χέρια τους στο βυθό της θάλασσας πολλά τσουβάλια γεμάτα στάρι. Κάποια στιγμή το καΐκι σκεπάζεται από ένα τεράστιο κύμα και ένας εξόριστος βρίσκεται στα φουρτουνιασμένα νερά. Με δυσκολία το πλήρωμα τον τραβάει πάλι πίσω στη ζωή. Γράφει ο Μπόσης:
“Ξημερώσαμε μακριά. Πίσω μας είχε χαθεί το νησί. Μπροστά μας το Άγιο Όρος όλο και ζύγωνε. Η θάλασα, κουρασμένη απ το πάλαιμα μιας βδομάδας, άρχισε να πέφτει και τ απόγιομα αποκοιμήθηκε ήσυχα. Ένα αεροπλάνο πέρασε ψηλά και κατά το νοτιά, στον πρώτο κάβο, φάνηκε ένα καΐκι.
– Αν είναι το καταδιωκτικό! μουρμούρισε κάποιος, πού ήταν ξαπλωμένος στην άκρη.
– Μπορεί να είναι κανένα μαυραγορίτικο, απάντησε ο διπλανός, σηκώνοντας λίγο το πανί να δεί.
– Κατά πού έχει πλώρη;
– Δεν φαίνεται σημαία;
– Είναι μακριά, ρωτούσαν οι μεσαίοι.
Ο Θανάσης πέρασε ανάμεσα, προσέχοντας μη μας πατήσει.
– Ησυχία, σύντροφοι! Δεν είναι τίποτα.
Έστησε το πολυβόλο στην πρύμνη, το καμουφλάρισε με το σακάκι του και ξάπλωσε μες το νερό, βάζοντας το χέρι στην σκαντάλη. Το καΐκι, μόλις πέρασε τον κάβο, ξανοίχτηκε, έκανε μικρή στροφή και τράβηξε βόριο-ανατολικά.”
Στις 18 του Ιούνη 1943 το πλήρωμα και οι 62 εξόριστοι, καταπονημένοι κι ελεύθεροι, πατούσαν ξανά στη στεριά. Η γη της Χαλκιδικής ήταν γι’ αυτούς ο πρώτος σταθμός της λευτεριάς και παράλληλα η αφετηρία για καινούργιους αγώνες. Μέσα από τα αντάρτικα σώματα του ΕΛΑΣ, οι περισσότεροι θα δώσουν τη ζωή τους στις μάχες για τη λευτεριά και την προκοπή του λαού.
Χρόνια αργότερα ο Κώστας Γκριτζώνας μετά από έρευνα θα συντάξει κατάλογο με τα ονόματα των δραπετών, σημειώνοντας: «Παρά την προσοχή που δόθηκε να αποφευχθούν λάθη, δεν αποκλείεται και πάλι να υπάρχουν και ανακρίβειες.. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να βρεθεί τρόπος να διορθωθούν, ώστε ο κατάλογος εκείνων των δραπετών να γίνει πλήρης και απόλυτα ακριβής.»
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΞΟΡΙΣΤΩΝ ΔΡΑΠΕΤΩΝ ΑΠΟ ΑΗ ΣΤΡΑΤΗ ΤΗΝ 17/6/1943
Ονοματεπώνυμο | Καταγωγή | Τι απέγινε | |
1 | Αγγέλου Κώστας | Νεοχώρι Χαλκιδικής | |
2 | Αγγέλου Μήτσος | Νεοχώρι Χαλκιδικής | |
3 | Βαρσάμης Ηλίας | επαρχία Γρεβενών | |
4 | Βαγγέλης | ||
5 | Βασιλάκης Αλέκος | Αθήνα | |
6 | Βουρνάς Γιάννης | Δατοχώρι Μεσσηνίας | Πολιτικός πρόσφυγας Τασκένδη |
7 | Βέτσης Νίκος | Άρτα | Πολιτικός πρόσφυγας Τασκένδη |
8 | Βαΐτσης Γιάννης | Αργαλαστή Βόλου | Πολιτικός πρόσφυγας Ρουμανία |
9 | Βούρης Θόδωρος | Ζαγόρι Ηπείρου | |
10 | Βασιλείου Στέλιος | Θεσσαλονίκη | Σκοτώθηκε |
11 | Γουσίδης Παντελής | Θεσσαλονίκη | Σκοτώθηκε |
12 | Γεωργόπουλος Γιώργος | Αθήνα | |
13 | Διδασκάλου Μήτσος | Λάρισα | Σκοτώθηκε το 1949 στον εμφύλιο |
14 | Δροσόπουλος Ανδρέας | Πελοπόννησος | Πέθανε το 1943 σε νοσοκομείο |
15 | Δημητριάδης Βασίλης | Σκοτώθηκε | |
16 | Δημητριάδου Μαγδαληνή | Καιλάρια | Σκοτώθηκε |
17 | Ελευθεριάδης Βασίλης | Σκοτώθηκε | |
18 | Ζιώγας Μαργαρίτης | Φυτιά Βέροιας | Σκοτώθηκε |
19 | Ζιάκας Δημήτρης | Μελίβοια Αγιάς | |
20 | Καινούριος Περικλής | Αγρίνι | Σκοτώθηκε |
21 | Καρακώστας Γιώργης | Αργαλαστή Βόλου | Σκοτώθηκε |
22 | Κοντογιώργης Γιώργης | Λευκάδα | |
23 | Καζάκος Γιώργης | Περαία Χαλκιδικής | Πολιτικός πρόσφυγας Βουλγαρία |
24 | Κουτσορεβύθης Λευτέρης | Βόλος | Πολιτικός πρόσφυγας Ρουμανία |
25 | Καλαϊτζίδης Λεόντιος | Φλώρινα | Πολιτικός πρόσφυγας Τασκένδη |
26 | Κουκοβίκας Λάμπρος | Πωγώνι Ιωαννίνων | |
27 | Κανελλόπουλος Θανάσης | Δατοχώρι Μεσσηνίας | |
28 | Καράτζαλης Μήτσος | ||
29 | Κασταμπολίδης Τάσος | Κοκκινιά | |
30 | Κιουπτσή Κλεονίκη | ||
31 | Κοσμίδης Γιάννης | Αθήνα | |
32 | Λαδοπούλου Χρύσα | Μυτιλήνη | |
33 | Λίπας Γιάννης | Πειραιάς | |
34 | Μηλάς Ευσέβιος | Νιγρίτα | Σκοτώθηκε |
35 | Μιχαλάκογλου Νίκος | Θεσσαλονίκη | Σκοτώθηκε στον εμφύλιο πόλεμο |
36 | Μακρίδης Ορέστης | Αθήνα | Σκοτώθηκε στον εμφύλιο πόλεμο |
37 | Μαλαγαρδής Μήτσος | Πειραιάς | |
38 | Μιχαηλίδης ή Μίχας Παντελής | Καιλάρια | |
39 | Πυρέτης Δήμος | Θεσσαλονίκη | Εκτελέστηκε |
40 | Πρόκος | Σιάτιστα | |
41 | Παπαδόπουλος Βασίλης | Σκοτώθηκε | |
42 | Μπόσης (Πουρναράς) Κώστας | Άρτα | Πολιτικός πρόσφυγας Ρουμανία |
43 | Παπαδομιχελάκης Στέλιος | Ηράκλειο | |
44 | Ράλλης Θόδωρος | Θεσσαλονίκη | |
45 | Ρούτσης Αλέκος | Νεοχώρι Χαλκιδικής | Πολιτικός πρόσφυγας Τασκένδη |
46 | Ρούντας Κώστας | Ζαγόρι Ιωαννίνων | |
47 | Σπηλιόπουλος Κώστας | Καλαμάτα | |
48 | Σκορδούλης Χαρίλαος | Ναύπλιο | Σκοτώθηκε |
49 | Σουρμελής Ηλίας | Λάρισα | Σκοτώθηκε |
50 | Σούστας Νίκος | Νεοχώρι Χαλκιδικής | |
51 | Σαρκίς Μαρδεροσιάν | Κοκκινιά | Σκοτώθηκε |
52 | Τσαουσίδης Γρηγόρης | Δράμα | |
53 | Τοκαλής Ορθόδοξος | Αγχίαλος Βόλου | |
54 | Τσάλτας Βαγγέλης | ||
55 | Φιλίδης Χρήστος | Ζαγόρι Ηπείρου | Σκοτώθηκε από ΕΔΕΣ |
56 | Φίλιος Γιώργης | Σιάτιστα | |
57 | Χονδροματίδης Μιχάλης | Καιλάρια | Σκοτώθηκε |
58 | Χαρδαλούμπας Χρήστος | Νεοχώρι Χαλκιδικής | |
59 | Χατζημιχάλης Αλέκος | Αθήνα | |
60 | Χαριεντίδης |
Σύμφωνα με κάποιες άλλες μαρτυρίες οι δραπέτες ήταν 61 ή 62. Ο Γκριτζώνας δίνοντας τον κατάλογο με τα ονόματα σημειώνει και τα εξής: «Μαζί με τους εξόριστους ήταν και δυο μικρά παιδάκια που γεννήθηκαν στις φυλακές. Ο Κιουπτσής Μανωλάκης γεννήθηκε το 1938 και ο Τζορτζούλης Γιαννάκης που γεννήθηκε κατά το 1933. Ο Μανωλάκης με τη μητέρα του ήταν στον Αη Στράτη και ο πατέρας του στην Ακροναυπλία. Τον πατέρα του Γιανάκη τον εκτέλεσαν οι Γερμανοί και τη μάνα του την πήραν οι Βούλγαροι απ’ τον Αη Στράτη και την εκτέλεσαν. Οι εξόριστοι, τα δυο αυτά μικρά τα πρόσεχαν σαν τα μάτια τους. Στις δύσκολες μέρες της τρομερής πείνας φρόντιζαν να τα διατηρήσουν στη ζωή, δίνοντάς τους ό,τι καλύτερο κι ό,τι περισσότερο μπορούσαν.» Άρα ο συνολικός αριθμός αυτών που απέδρασαν είναι σύμφωνα με τον Γκριτζώνα 62.
(1) Κώστα Γκριτζώνα «Κόκκινοι Δραπέτες, 1920-1940» (εκδόσεις Γλάρος, Αθήνα 1985)
(2) Κώστα Μπόση «Αναμνήσεις» (Αθήνα 1978). Δείτε εδώ το βιβλίο σε ηλεκτρονική μορφή.