Πηγή: Katiousa

Κείμενο: Σφυροδρέπανος

Ποια είναι η πιο ωραία πλατεία της Ηλιούπολης; Έλα ντε. Καταρχάς πρέπει να μάθει να τις ξεχωρίζει κανείς, γιατί φαίνονται βγαλμένες από καρμπόν -ιδίως οι στρογγυλές- στο απαίδευτο μάτι ενός εξωτερικού παρατηρητή. Και είναι πάνω από είκοσι στο σύνολο, δείγμα και αυτό του κόκκινου παρελθόντος του δήμου. Όπου οι δήμαρχοι της Μεταπολίτευσης μπορεί να μην είχαν μαγικό ραβδί για να φτιάξουν την Πολιτεία του Ήλιου και μια σοσιαλιστική νησίδα εν μέσω του “σοσιαλισμού” της Αλλαγής και του πράσινου ανατέλλοντος ηλίου… Άφησαν όμως το αποτύπωμά τους, με πολλές πλατείες για τους δημότες και ανοιχτούς χώρους, που γλίτωσαν από την μανία του τσιμέντου και της αντιπαροχής, του… “σοσιαλμανούς εθνάρχη” (στην τελική, “όλοι για τον σοσιαλισμό παλεύουμε σύντροφοι”, όπως έλεγε και μια ψυχή). Και άφησαν κληρονομιά μια αληθινή γειτονιά, που έσωσε την ψυχή της και αγκαλιάζει ακόμα στοργικά διάφορα συλλογικά εγχειρήματα.

Προχτές, όμως, η πιο ωραία ήταν με διαφορά η “Πλατεία Τέχνης”, στην Πλατεία Εθνικής Αντίστασης -που όπως και το πρόσφατο “εθνικό πένθος”, δεν ήταν ακριβώς εθνική, αποκλείοντας όσους βρίσκουν στον πόνο των άλλων μια “υπέροχη ευκαιρία” για να κάνουν περιουσίες. Μια πλατεία γεμάτη θυμό, που δεν ξεθυμαίνει με ανέξοδες μούντζες. Που έδωσε υπόσχεση πως το έγκλημα αυτό δε θα μείνει χωρίς τιμωρία. Που έδωσε τρόπο στην οργή, με τη συναυλία για την κρατική δολοφονία στα Τέμπη και τα μηνύματά της. Που έντυσε με νότες και στίχους όσα μας πνίγουν μέσα μας. Αλλά μας άφησε χωρίς λόγια ικανά να αποδώσουν πιστά τη δύναμη, το συναίσθημα και τον παλμό της βραδιάς. Και τα πολύτιμα βίντεο που έχουν ανέβει δεν είναι αρκετά για να πετύχουν αυτόν τον φιλόδοξο στόχο.

Τραγούδια διαχρονικά, που δεν παλιώνει η μπογιά τους, δεν είναι ανέμελα σουξέ που μπαίνουν μουσική υπόκρουση σε κάλπικα σαξές στόρι, ως μελωδία της παρακμής. Τραγούδια αυθεντικά, μακριά από τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα (που μας τάισαν με το πρώτο μας το γάλα), που λένε την αλήθεια και δεν ταιριάζουν σε σοκολατόπαιδα και βολεμένους. Που είναι όπλα, εργαλεία, αξίες και ιδανικά, ιδέες που γίνονται υλική δύναμη, κατακτώντας τον κόσμο, για να αλλάξουν τον κόσμο.

Σε ένα παλιότερο αφιέρωμα στην Μποφίλιου, έλεγε η μητέρα της -αν δεν απατώμαι- πως η Νατάσσα σε κάθε συναυλία τα δίνει όλα, τσαλακώνει το είναι της και κατεβαίνει από τη σκηνή κουρέλι και άδεια. Αυτή τη φορά, βάσει προγράμματος θα ερμήνευε τρία κομμάτια και η αρχική μας σκέψη ήταν πως ίσως να μην προλάβαινε να τσαλακωθεί τόσο και να είχαμε την εξαίρεση του κανόνα. Αφού τραγούδησε τη Λένγκω – Ελλάδα που μας τυραννά, έστειλα σε μια φίλη που δεν είχε μπορέσει να έρθει: Μόνο που δεν έκλαψε η Νατάσσα στο πρώτο κομμάτι. Δύο κομμάτια μετά, έστειλα την απαραίτητη διόρθωση: Σβήσε το “μόνο που δεν” που σου έστειλα. Έκλαψε η Νατάσσα. Και δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς σε μια τέτοια περίσταση.

Η Νατάσσα κάνει κάθε φορά κατάθεση ψυχής. Χωρίς αυτήν, μικρή σημασία θα είχε το συγκλονιστικό της ταλέντο. Χωρίς αυτήν, ίσως την αγαπούσαν -σαν άψυχη διακοσμητική γλάστρα- αυτοί που τώρα βγάζουν χολή για αυτήν, οι μικρόψυχοι επικριτές της που την ζηλεύουν για τον εσωτερικό της πλούτο, αλλά κοιτάζουν άλλου είδους καταθέσεις και πού ταξίδεψε ή τι φόρεσε. Μαύρα, όπως και όλοι οι άλλοι, για τη ζωή που μας μαυρίζουν -είναι η απάντηση, για να τους λύσουμε την απορία.

Αν η Μποφίλιου είχε δακρύσει, για να δείξει ευαίσθητη στις κάμερες, θα το μάθαιναν πολλοί αλλά δε θα αφορούσε κανέναν. Αυτή όμως έκανε τους πάντες στην πλατεία να σωπάσουν και να δακρύσουν μαζί της από συγκίνηση -ακόμα και τους χαβαλέδες που είχαν έρθει με περιπτερόμπυρες και σχολίαζαν κάτι αγώνες. Ξεχωρίζει, γιατί δε θέλει να ξεχωρίσει από όλους τους άλλους. Και ανέβηκε μαζί τους στη σκηνή, στο τέλος, για να χειροκροτεί ρυθμικά -και όχι να πάρει η ίδια χειροκρότημα.

Η Νατάσσα τραγουδά πάντα για τον άνθρωπο -θυμάστε πόσο είχαν λυσσάξει πέρσι κάτι ανθρωποειδή, με αυτή την δήλωση; Για την ακρίβεια, για να ανθρωπέψει ο άνθρωπος, όπως λέει και ο ποιητής, και όχι για τους ανθρωποφάγους κερδοσκόπους. Όχι για τους απάνθρωπους κρατούντες που βαφτίζουν το έγκλημα “ευκαιρία” και θέλουν ανθρωποθυσίες για να στεριώσει το δίκτυο της Άρτας. Τέτοια διαφορά, τόσο χάσμα, πώς να της τα συγχωρέσουν;

Λίγες στιγμές μπορούν να συγκριθούν σε δύναμη με τη σύντομη παρέμβαση της αδελφής ενός από τα θύματα. Που είχε μόνο ευχαριστίες για όσους ήρθαν και έγιναν κομμάτι αυτής της στιγμής, ακόμα και μια κουβέντα για τους υπουργούς -που ακούστηκε εντελώς ειρωνική μες στα συμφραζόμενα- και προτίμησε τη σιωπή για να μη σφαχτούν οι λέξεις. Αλλά βρήκε τη δύναμη να μιλήσει, γνωρίζοντας πως “εκείνος που σωπαίνει, θα χαθεί”.

Και ήταν μια στιγμή συγκλονιστική, με απόκοσμη ησυχία και ένταση. Με μια μαυροφορεμένη φιγούρα, που θα ήταν υποτιμητικό να την πούμε τραγική, λες και είναι κλισέ για κατανάλωση στα δελτία ειδήσεων. Αυτή έμοιαζε έξω από τα εφήμερα, ιστορική, συμβολική, σαν τη μορφή της μάνας που θρηνούσε και ενέπνευσε στίχους αθάνατους. Μορφή που ψάχνει με τη σειρά της ποιητές να μιλήσουν για αυτήν, και ποιητές (χτίστες) ενός άλλου κόσμου, δίκαιου και όμορφου, όπου κανείς δε θα γίνεται θυσία για το κέρδος.

Και στο τέλος, το προσκλητήριο νεκρών. Των δικών μας νεκρών.
Οι δικοί μας νεκροί. Οι δικές μας ζωές.
Τα δικά τους κέρδη.
Η δική μας αδράνεια – αδιαφορία.
Το δικό τους απύθμενο θράσος και η ξετσιπωσιά, που μας κουνάει το δάχτυλο και λέει πως όλοι φταίμε.
Ο δικός μας αγώνας στον δρόμο. Η δική μας αφύπνιση.
Ο δικός τους τρόμος.
Και ας τον κρύβουν πίσω από βία, χημικά και ασφαλίτες.
Δεν ξεγελούν πια κανέναν.

Μπράβο σε όλους. Σε όσους ήταν κομμάτι αυτής της βραδιάς. Σε όσους ένωσαν τη φωνή τους και συνεχίζουν να το κάνουν.
Γιατί το ξέρουν πια πολύ καλά: Κι εκείνος, εκείνος, εκείνος που σωπαίνει, θα χαθεί, θα χαθεί

Είτε με Παπαντόπ, είτε με Μητσοτάκ, είτε με ροζ τρίτους δρόμους και πράσινα άλογα.