Το βασικό συμπέρασμα από την επιμονή της Ιεράς Συνόδου να διατηρηθεί το υφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας των κληρικών από το Δημόσιο, αντί για την εσαεί επιδότησή τους από το κράτος, είναι ένα: Τα ζητήματα που αφορούν τον διαχωρισμό Πολιτείας και Εκκλησίας πρέπει να λυθούν μονομερώς από την πρώτη. Όταν τα συμφέροντα είναι εμφανώς αντίθετα, η μόνη τακτική είναι η ρήξη και η σύγκρουση. Και καθώς ο συνεχής εναγκαλισμός, που μάλιστα επιδιώκεται να παραταθεί, το μόνο που μπορεί να προκαλέσει είναι διατήρηση του status quo, το πολιτικό σύστημα έχει μπροστά του μια σημαντική ευκαιρία, που δυστυχώς μοιάζει αδύνατο να εκμεταλλευθεί.

 iertsi

του Θάνου Καμήλαλη στο ThePressProject

Το απόγευμα της Παρασκευής, η Ιερά Σύνοδος απαίτησε ομόφωνα, «να εμμείνει στο υφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας των Κληρικών και των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος». Όπως ανακοίνωσε επίσης η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ζητάει «να συνεχιστεί ο διάλογος επί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος» και «να αναθέσει στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο την συγκρότηση Ειδικής Επιτροπής, η οποία θα αποτελείται από Ιεράρχες, Νομικούς, Εμπειρογνώμονες και Εκπροσώπους του Εφημεριακού Κλήρου».

Νωρίτερα, το Αθηναϊκό Πρακτορείο αποκάλυψε τρία σημεία της εισήγησης του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου ο οποίος, εκτός της νομοπαρασκευαστικής ομάδας της Εκκλησίας που «θα εργαστεί από κοινού με την Πολιτεία για τη διαμόρφωση του νομοσχεδίο» υποστήριξε ότι «θα καταβληθεί κάθε προσπάθεια, ώστε να διασφαλιστεί με κάθε τρόπο το ποσό που θα δίνει η Πολιτεία για την μισθοδοσία των κληρικών και τούτο να συμπεριληφθεί στη συνταγματική αναθεώρηση».

Πρώτα από όλα, θα πρέπει να σημειωθεί ξανά το εξής: Η υποχώρηση του Κράτους στο θέμα της μισθοδοσίας των Κληρικών και η αποδοχή της Πολιτείας να τους επιδοτεί στο διηνεκές, είναι πολύ σημαντική και δεν αλλάζιε με το πρώτο «όχι» της Ιεράς Συνόδου. Είναι σίγουρο ότι η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί πολιτικά αυτές τις αντιρρήσεις, αλλά η αλήθεια είναι ότι στη συμφωνία Τσίπρα – Ιερώνυμου, για πρώτη φορά το ελληνικό κράτος αποδέχθηκε επίσημα ότι χρωστάει στην Εκκλησία και θα πρέπει, ως αντάλλαγμα αυτού του (απροσδιόριστου) χρέους, να αναλάβει για πάντα τη μισθοδοσία των κληρικών.

Ο Σωτήρης Μητραλέξης, τον οποίον είχαμε φιλοξενήσει και στο ραδιόφωνο του TPP, είναι ο ακαδημαϊκός που έχει καταθέσει εδώ και χρόνια μία πρόταση («Απελευθέρωση της Εκκλησίας από το Κράτος: οι σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους και η μελλοντική μετεξέλιξή τους») που είναι πολύ κοντά σε αυτό που συμφώνησαν Τσίπρας και Ιερώνυμος. Στην ανάρτησή του, αμέσως μετά την ανακοίνωση της Ιεραρχίας, ύποστηρίζει ότι «η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε ήττα της Εκκλησίας και πολιτικό δώρο στον πρωθυπουργό», τονίζοντας σχετικά με την μισθοδοσία των κληρικών ότι:

«Για πρώτη φορά στην ιστορία του Ελληνικού Κράτους, την κατοχύρωση της μισθοδοσίας ικανού αριθμού κληρικών, από πόρους που το κράτος θα δίδει κατ’ ευθείαν στην εκκλησία ως αποζημίωση για της πλημμελώς ή ουδόλως αποζημιωθείσες απαλλοτριώσεις συγκεκριμένων ιστορικών περιόδων: την εκκρεμότητα μιας τέτοιας αποζημίωσης την αναγνωρίζει το κράτος για πρώτη φορά.»
Και λίγο παρακάτω:
«Σημαίνει πως η Εκκλησία της Ελλάδος δε δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη νομοθετική κατοχύρωση της μισθοδοσίας του κλήρου, η οποία νομικά και θεσμικά δεν αναγνωρίζεται σήμερα ως ανταποδοτική για κάτι, και καμμία μελλοντική κυβέρνηση δεν έχει υποχρέωση να τη διατηρήσει το γε νυν έχον, και ότι άρα δεν την απασχολεί το ενδεχόμενο να παύσει ολοσχερώς αυτή η μισθοδοσία σε ένα υποθετικό μέλλον, κατά το οποίο η Εκκλησία της Ελλάδος δεν θα έχει την οίηση μιας κοινωνικής επιρροής που έχει σήμερα, την οποία φαντάζεται ως ανασχετική νομοθετημάτων με τα οποία επιλέγει να διαφωνεί. Η μισθοδοσία του κλήρου είναι σήμερα μετέωρη, εδραζόμενη σε ένα νομοθετικό jenga διατάξεων που μπορεί να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή εάν ο νομοθέτης το θελήσει. Η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζει, λοιπόν, πως η μισθοδοσία του κλήρου πρέπει να συνεχίσει να είναι μετέωρη.»
Η ιστορία των συμφωνιών για τη μισθοδοσία του κλήρου επιβεβαιώνει τους παραπάνω ισχυρισμούς. Όπως είχαμε αναφέρει και πριν από μερικές μέρες, όταν, το 1945, αποφασίστηκε για πρώτη φορά να αναλάβει το κράτος τη μισθοδοσία των κληρικών, είχε θεσπιστεί και μία εισφορά, την οποία όφειλαν να καταβάλλουν οι ενορίες (και λίγο αργότερα οι ναοί). Μολονότι η εισφορά αυτή φαίνεται να μην τηρήθηκε ποτέ, τυπικά καταργήθηκε το 2004, προεκλογικά, από την κυβέρνηση Σημίτη.

Όλα τα παραπάνω συνηγορούν ότι η αποδοχή του Αλέξη Τσίπρα ότι θα πρέπει το κράτος να αναλάβει για πάντα την επιδότηση της Εκκλησίας για τη μισθοδοσία του κλήρου είναι μια πρωτοφανής υποχώρηση. Ασχέτως του πως θα εξελιχθεί η συζήτηση, ασχέτως του αν οι αντιρρήσεις και η κόντρα είναι υπαρκτές ή πλασματικές, τα σημεία αυτά της συμφωνίας είναι καταφανώς υπέρ της Εκκλησίας. 

Με βάσει αυτά, η Πολιτεία έχει μια χρυσή ευκαιρία, την οποία είναι όμως σχεδόν σίγουρο ότι θα πετάξει στον κάλαθο των αχρήστων. Η άρνηση της Ιεράς Συνόδου δίνει θεωρητικά στην κυβέρνηση την ευκαιρία να υπαναχωρήσει από μια συμφωνία που θα δεσμεύει για πάντα το Δημόσιο. 

Στην φαινομενικά σκληρή ανακοίνωσή του όμως, το Μέγαρο Μαξίμου τόνισε μεν ότι «η Πολιτεία αποφασίζει για τη μισθοδοσία των κληρικών», προσθέτοντας όμως ότι:

«θα προχωρήσει άμεσα στην εκπόνηση Σχεδίου Νόμου, στο πλαίσιο του Κοινού Ανακοινωθέντος της 6ης Νοεμβρίου, που αποτελεί ένα ιστορικό βήμα για τον εξορθολογισμό των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους.Το Σχέδιο Νόμου θα τεθεί σε γνώση της Ειδικής Επιτροπής της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, πριν κατατεθεί στη Βουλή».
Δηλαδή ουσιαστικά, αυτό που προτίθεται να κάνει η κυβέρνηση είναι απλά να μείνει προσηλωμένη στην υποχώρησή της και να ξεκινήσει της διαδικασίες, ασχέτως του ότι η Ιερά Σύνοδος προωθεί «την ήττα της Εκκλησίας». Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που ο Αρχιεπίσκοπος χαιρέτισε την ανακοίνωση του Μαξιμου.

Το «χάος» της Παρασκευής, μπορεί να είναι παράδοξο, οξύμωρο ή απλά εικονικό, αλλά παράλληλα είναι διδακτικό. Όταν ανακοινώθηκε η συμφωνία Τσίπρα – Ιερώνυμου, γράψαμε στο TPP ότι αποφασίστηκε η «συμφωνία μη διαχωρισμού Κράτους Εκκλησίας» και λίγο αργότερα ότι το «δόγμα ΣΥΡΙΖΑ» είναι να φαίνεται ότι κάτι αλλάζει, νώ στην πράξη δεν αλλάζει ουσιαστικά τίποτα. Η συμφωνία, για όσους επιθυμούν τον διαχωρισμό Κράτους κι Εκκλησίας είναι ιστορική, αλλά για λάθος λόγους, καθώς περιέχει μια ιστορική υποχώρηση, δεν λύνει σε συνδυασμό με τον περιορισμό στις συνταγματικές αλλαγές κανένα πρόβλημα και παράλληλα προσθέτει τον οικονομικό εναγκαλισμό (με αισιόδοξο στόχο ότι το 2030 το Ταμείο Αξιοποίησης της Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα καλύπτει την μισθοδοσία των κληρικών)

Η άρνηση της Εκκλησία να δεχθεί έστω την παραμικρή αλλαγή, ακόμα κι αν αυτή είναι προς το συμφέρον της αποδεικνύει ότι τίποτα δεν αλλάζει, αν δεν αλλάξουν όλα. Αντίθετα με όσους προσδοκούν μάταια ότι είναι «ένα πρώτο βήμα» και επιτυγχάνεται «εξορθολογισμός των σχέσεων», η μόνη λύση για να επιτευχθεί ο διαχωρισμός είναι οι διαδικασίες να γίνουν μονομερώς από το Δημόσιο, παρά τις όποιες αντιδράσεις.

Όταν η Εκκλησία δεν θέλει να συμφωνήσει στο υπέρ της θέμα της μισθοδοσίας, πώς περιμένουμε να αντιμετωπίσει το ζήτημα του αποκλειστικού πολιτικού όρκου. Πώς θα συμφωνήσει κάποτε σε κατέβασμα των εικόνων από τα δημόσια κτίρια και πότε θα σταματήσει να εμπλέκεται σε θέματα Παιδείας, ή έστω να ανεβοκατεβάζει υπουργούς; Πώς θα δεχθεί τον ανεξάρτητο και άνευ όρων έλεγχο της περιουσίας της; Πότε θα μπει στο διαπραγματευτικό τραπέζι το ιδιαίτερο καθεστώς του Αγίου Όρους;

Η απάντηση σε όλα, με το πλαίσιο του «διαλόγου» και των δήθεν «επωφελών συμβιβασμών», δεν είναι «όταν ωριμάσουν οι συνθήκες». Είναι απλά «ποτέ».

H τωρινή συγκυρία για να γίνουν τέτοιες τομές θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «ευχή και κατάρα». Από τη μία, υπάρχει η άρνηση της Ιεράς Συνόδου, η διαδικασία της αναθεώρησης του Συντάγματος και οι έρευνες που συνηγορούν στο ότι η πλειοψηφία των πολιτών επιθυμεί τον διαχωρισμό. Από την άλλη βέβαια, υπάρχει η παντοτινή απροθυμία της κυβέρνησης για ριζοσπαστικές λύσεις και η εν γένει ανικανότητα του σημερινού πολιτικού προσωπικού να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων (ο «φιλελεύθερος» Κυριάκος Μητσοτάκης για παράδειγμα πρόσφατα τάχθηκε υπέρ της παραμονής των κληρικών στο Δημόσιο και ο Μάκης Βορίδης φοβάται για τα Χριστούγεννα).

Οι λύσεις δεν εντάσσονται επ ουδενί σε κάποια «αριστερή φαντασίωση», αντίθετα υπάρχουν, αλλά απαιτούν πολιτική και κοινωνική βούληση για σύγκρουση, όχι ενάντια στην Ορθοδοξία, αλλά υπέρ της θρησκευτικής ελευθερίας, της καθολικής προστασίας της ανεξιθρησκείας στη χώρα και του δημοσίου πλούτου. Προτάσεις, για παράδειγμα, έχουν κατατεθεί εδώ και χρόνια από την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, την Ένωση Αθέων, κομματα της αντιπολίτευσης και άλλους φορείς. Ακόμα και η επαναφορά της εισφοράς της Εκκλησίας για να πληρώνονται οι κληρικοί, όπως θεσμοθετήθηκε από το 1945 μέχρι το 2004 με την προϋπόθεση ότι θα αυτή θα καταβάλλεται κανονικά, θα ήταν μια ριζική αλλαγή. Ένα δημοψήφισμα επίσης, θα έλυνε άμεσα το ερώτημα του τι θέλει ο λαός. Σχέδια, ριζοσπαστικά με βάση τα δεδομένα, για το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας έχουν κατατεθεί από τον Πλαστήρια, τον Ι.Βαρβιτσιώτη, τον Ράλλη, τον Α.Κακλαμάνη, τον Τρίτση, το διάστημα 1945-1987 (βλ. και ένα άρθρο του Μητροπολίτη Άνθιμου εδώ). Μπορούμε νομίζω να συμφωνήσουμε ότι το 2018 οι συνθήκες για τέτοιες τομές είναι υπερώριμες.

Ως είθισται όμως, ο δημόσιος διάλογος θα παγιδευτεί σε μια παραπλανητική κόντρα, αυτήν τη φορά για το ποιο καθεστώς είναι ο πιο σφιχτός εναγκαλισμός Εκκλησίας και Πολιτείας. Είναι άλλωστε και ταλέντο του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα προσωπικά, να αναλαμβάνει πάγια κοινωνικά αιτήματα και να τα μετατρέπει σε επουσιώδη, αλλοιώνοντας τα και περιορίζοντας δραστικά την ορμή τους. Η αναβολή του ζητήματος είναι βολική και γλυκιά: Μεταθέτει το πρόβλημα και τις ευθύνες σε ένα απροσδιόριστο μέλλον, προσφέρει μικροπολιτικά οφέλη και ανέξοδη, απατηλή ελπίδα ότι «σταδιακά, όλα θα γίνουν». Τίποτα όμως δεν θα αλλάξει, αν δεν αλλάξουν όλα.