Πηγή: Περιοδικό Δημοσιογραφία, τ. 22, χειμώνας 2020
Στον αέρα πάνω από 1.200 εργαζόμενοι, 1 εκατ. δολ. ημερησίως εισαγόμενο συνάλλαγμα και μια αλυσίδα αξίας με 15.000 φυσικά και νομικά πρόσωπα
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ
Τα δάχτυλά του έτρεχαν γρήγορα και νευρικά επάνω στην οθόνη του κινητού του, προσπαθώντας να βρουν μια φωτογραφία από τον σχετικό φάκελο. Όταν έπεσε πάνω της, σταμάτησε, τη μεγέθυνε και μου… συστήθηκε: «Εγώ είμαι αυτός». Η πληροφορία ήταν απαραίτητη, γιατί ήθελε πολλή εμπειρία προκειμένου να καταλάβει κάποιος ότι το κατακόκκινο και πρησμένο πρόσωπο επάνω στην οθόνη του κινητού ήταν ο ιδιοκτήτης του. «Έτσι γινόμαστε μέσα στο καμίνι που δουλεύουμε, σε θερμοκρασίες που φθάνουν ακόμη και τους 1.500 βαθμούς Κελσίου», μας δηλώνει ο Γιώργος Μπ., ένας από τους εργάτες της ΛΑΡΚΟ που συναντήσαμε στην απεργία της 18ης Φεβρουαρίου. Το ραντεβού ήταν στη γέφυρα της Χαλκίδας, την οποία οι συγκεντρωμένοι έκλεισαν ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Όλη την ώρα δε, τα Τσιμέντα Χαλκίδας που διακρίνονται από τη γέφυρα στο στερεολλαδίτικο κομμάτι υπενθύμιζαν το πιο πρόσφατο κατόρθωμα της προηγούμενης κυβέρνησης της ΝΔ στην περιοχή: το κλείσιμο μιας βιομηχανίας που λειτουργούσε επί δεκαετίες, εξασφαλίζοντας μισθό σε εκατοντάδες εργάτες και το εισόδημα μιας ολόκληρης περιοχής.
Κι όπως και τότε, έτσι και σήμερα, όταν μιλάμε για μισθούς στη ΛΑΡΚΟ εννοούμε μισθούς πείνας σε έναν εργασιακό χώρο μάλιστα που μόνο πρόσφατα θρήνησε δύο νεκρούς και στα 55 χρόνια ιστορίας του έχει θρηνήσει 75 νεκρούς! Μας λέει ο Κώστας Μ., για παράδειγμα: «Είμαι 15 χρόνια εργοδηγός στα νταμάρια, δουλεύω τρεις βάρδιες κι ο καθαρός τελικός μισθός μου είναι 1.030 ευρώ. Το 90% των εργαζομένων δεν παίρνει πάνω από 1.100 ευρώ, ενώ εκατοντάδες εργαζόμενοι που δουλεύουν σε εργολάβους αμείβονται με 600 και 700 ευρώ τον μήνα, χωρίς να ξέρουν αν και πότε θα έχουν δουλειά». Όλοι σχεδόν οι εργάτες της ΛΑΡΚΟ με τους οποίους μιλήσαμε επέμεναν να μας περιγράφουν τη δεινή οικονομική κατάστασή τους για δύο λόγους: Αρχικά, επειδή μόλις πριν από λίγες ημέρες η κυβέρνηση είχε διαδώσει, μέσω των γνωστών μηχανισμών, ότι αμείβονται με μισθούς 4.000 ευρώ! Αυτός όμως ήταν ο μισθός των golden boys που διορίζει η ίδια. Ήταν το έναυσμα για να ενεργοποιηθεί ο γνωστός κοινωνικός αυτοματισμός που καταλήγει να ζητά, κι όχι μόνο να δικαιολογεί, την απόλυσή τους. Ο δεύτερος λόγος, στενά συνδεδεμένος με τον προηγούμενο, ήταν η πρόβλεψη της τροπολογίας που ψηφίστηκε στη Βουλή για μείωση των μισθών τους κατά 25%! Τι να κόψεις από τα 1.000 ευρώ, που είναι μάλιστα «παγωμένα» από το 2007, όταν υπογράφτηκε η τελευταία επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας; Να σημειωθεί δε πως, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σε άλλες αντίστοιχες βιομηχανίες, η συμμετοχή της μισθοδοσίας στο συνολικό κόστος υπολείπεται του 20%…
Η τροπολογία που ψηφίστηκε από την ελληνική Βουλή στις 12 Φεβρουαρίου 2020, με τις ψήφους μόνο της ΝΔ, χαρακτηρίστηκε από όλους τους εργάτες της ΛΑΡΚΟ σαν «ταφόπλακα». Δίνει τελευταία διορία 12 και έξι μηνών για την πώληση της εταιρείας και, αν δεν βρεθεί αγοραστής, τότε ξαφνικός θάνατος: πτώχευση! Όλοι ωστόσο οι συνομιλητές μας θεωρούσαν σίγουρο ότι η κυβέρνηση έχει ήδη βρει τον αγοραστή, ο οποίος περίμενε χρόνια σαν μάννα εξ ουρανού την τροπολογία που επιταχύνει τις διαδικασίες ιδιωτικοποίησης της εταιρείας: Είναι η πολυεθνική, ισραηλινών συμφερόντων, Gsol που ήδη λειτουργεί δύο ορυχεία νικελίου, το ένα στην Δομινικανική Δημοκρατία στην Καραϊβική και το άλλο στην Βόρεια Μακεδονία, όπου μεταξύ των στελεχών της απασχολεί και στελέχη που είχαν εργαστεί στο παρελθόν στη ΛΑΡΚΟ. Γνωρίζει επομένως εκ των έσω την ανυπολόγιστη αξία της, στην οποία περιλαμβάνονται κοιτάσματα σιδηρονικελίου αξίας 20 δισεκ. ευρώ σε γη έκτασης άνω του ενός εκατομμυρίου στρεμμάτων, τρία μεταλλεία (Εύβοια, Βοιωτία, Καστοριά), ένα λιγνιτορυχείο στην Κοζάνη, δύο ιδιόκτητα λιμάνια και δύο οικισμούς.
Η πώληση της ΛΑΡΚΟ θα αποτελέσει οικονομικό έγκλημα διαρκείας που δεν πρόκειται να παραγραφεί ποτέ! Όχι μόνο μεταξύ των 1.200 εργαζομένων που απασχολεί σε μόνιμο και εργολαβικό προσωπικό ή των 15.000 ΑΦΜ που συμμετέχουν στην αλυσίδα αξίας της από τη Στερεά Ελλάδα μέχρι την περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας, αλλά και για έναν ακόμη λόγο που υπερβαίνει τους προηγούμενους: Επειδή η ΛΑΡΚΟ είναι η μοναδική στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όχι μόνο στην Ελλάδα, βαριά βιομηχανία παραγωγής σιδηρονικελίου. Από τις πέντε που υπάρχουν μάλιστα στον κόσμο, καμία δεν είναι καθετοποιημένη όπως η ΛΑΡΚΟ, να έχει στην κατοχή της όχι μόνο ορυχεία εξόρυξης νικελίου, αλλά και μονάδες επεξεργασίας, όπως αυτή στην Λάρυμνα. Ως αποτέλεσμα η ΛΑΡΚΟ, με ετήσιο κύκλο εργασιών γύρω στα 300 εκατ. ευρώ, δεν αποτελεί μόνο βασικό οικονομικό αιμοδότη έξι νομών, αλλά συμμετέχει στις εθνικές εξαγωγές με ποσοστό 3%, εισάγοντας στην Ελλάδα 1 εκατ. δολ. ημερησίως. Η ΛΑΡΚΟ είναι μια πολύτιμη βιομηχανία λόγω του νικελίου που παράγει το οποίο χρησιμοποιείται από την αυτοκινητοβιομηχανία μέχρι την παραγωγή όπλων, οικιακών σκευών και ιατρικών εργαλείων.
Η ΛΑΡΚΟ είναι μια πολύτιμη βιομηχανία για έναν ακόμη, πολύ σπουδαίο λόγο: Στο κράμα σιδηρονικελίου που επεξεργάζεται η εταιρεία, πέρα από νικέλιο περιέχεται και κοβάλτιο, το οποίο όμως δεν διαχωρίζεται! Η τιμή του κοβαλτίου όμως (που είναι επίσης διαπραγματεύσιμο σε χρηματιστήρια εμπορευμάτων) είναι πολύ υψηλότερη από την τιμή του νικελίου. Ενδεικτικά, στις 28 Φεβρουαρίου η τιμή του νικελίου ανερχόταν σε 12.187 δολ., ενώ του κοβαλτίου σε 33.500. Η ΛΑΡΚΟ στο μετάλλευμα που εξάγει και πουλάει, το οποίο τιμολογεί ως νικέλιο, περιλαμβάνει και κοβάλτιο που στην αγορά στοιχίζει σχεδόν τριπλάσια τιμή! Οι πελάτες της επομένως αγοράζουν νικέλιο, εντός του οποίου περιλαμβάνεται και κοβάλτιο, το οποίο εξασφαλίζουν σε τιμές σημαντικά υποδεέστερες της αγοράς! Το σωματείο εργαζομένων εκτιμά ότι κατ’ αυτό τον τρόπο η εταιρεία χάνει 70-100 εκατ. δολ. ετησίως! Αν αυτό δεν ισοδυναμεί με παταγώδη και καταστροφική αποτυχία όλων των διορισμένων από ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ διοικήσεων που πέρασαν μέχρι σήμερα από την εταιρεία, πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί;
Ο καταστροφικό ρόλος των διοικήσεων της ΛΑΡΚΟ, που ποτέ δεν μερίμνησαν να αξιοποιήσουν το κοβάλτιο, γίνεται ακόμη πιο εμφανής αν λάβουμε υπ’ όψη μας τη σημασία του. Και πάλι με βάση το σωματείο εργαζομένων, «οι ανάγκες της ΕΕ σε κοβάλτιο εκτιμώνται ότι θα είναι 53.000 τόνοι το 2025, αλλά μόνο 2.300 παράγονται εντός της ΕΕ (Φινλανδία). Το υπόλοιπο το προμηθεύεται κυρίως από τη Ρωσία και το Κονγκό. Το κοβάλτιο έχει χαρακτηριστεί από την ΕΕ στρατηγική πρώτη ύλη, αφού είναι απολύτως αναγκαίο για την παραγωγή μπαταριών. Εάν η ΛΑΡΚΟ επενδύσει και στην υδρομεταλλουργία, θα είναι σε θέση να παράγει 2.000-3.000 τόνους κοβαλτίου τον χρόνο, καλύπτοντας συνολικά το 10% των αναγκών της ΕΕ, μαζί με την Φινλανδία. Με αυτά τα δεδομένα και προς όφελος της ΕΕ, η ΛΑΡΚΟ λόγω του κοβαλτίου μπορεί να χαρακτηριστεί στρατηγικής σημασίας βιομηχανία για την ΕΕ»!
Η μοναδική κι άνευ προηγουμένου δυνατότητα να παραμείνει η ΛΑΡΚΟ στο δημόσιο (και το 1 εκατ. δολ. στα κρατικά κι όχι τα ιδιωτικά ταμεία) υπογραμμίζεται από τη διακριτική μεν, αλλά σαφή στροφή της ΕΕ σε θέματα βιομηχανικής πολιτικής. Πρόκειται για μια πολιτική που ξεκίνησε το 2018, στο πλαίσιο μιας ομάδας κρατών-μελών που ονομάστηκε «Φίλοι της Βιομηχανίας», και με σαφή τρόπο αποστασιοποιείται από την ισοπεδωτική πολιτική του ελεύθερου ανταγωνισμού και τάσσεται υπέρ των κρατικών και κλαδικών ενισχύσεων σε πολύ επιλεγμένες βιομηχανίες, ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται σε αυτή την ομάδα 18 κρατών, που συμπύκνωσε τις κατευθύνσεις της νέας βιομηχανικής πολιτικής στη «Διακήρυξη της Βιέννης». Όσο εμφανές είναι ότι δεν επανέρχεται η βιομηχανική πολιτική που γνωρίσαμε μέχρι και τη δεκαετία του ’70, άλλα τόσο σαφές είναι ότι η ΛΑΡΚΟ πληροί και με το παραπάνω όλα τα κριτήρια για να διεκδικηθεί ακόμη και τώρα η διάσωσή της. Ωστόσο, ούτε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αξιοποίησε αυτήν τη δυνατότητα την περίοδο 2015-2019.
Καμιά κυβέρνηση επίσης δεν προχώρησε πλήθος επενδυτικών προτάσεων που έχουν κατατεθεί κι οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν βελτιώσει σημαντικά τη θέση της βιομηχανίας: από τη δημιουργία μονάδας παραγωγής ανοξείδωτου χάλυβα που θα καθετοποιούσε περαιτέρω την παραγωγή, μέχρι αξιοποίηση υποπροϊόντων όπως σκουριά και αδρανή υλικά, συμπαραγωγή ενέργειας, χρήση του φυσικού αερίου σαν καύσιμη ύλη, κ.ά.
Αντίθετα, τόσο οι προηγούμενες όσο και η σημερινή κυβέρνηση αφήνουν να κρέμεται πάνω από την ΛΑΡΚΟ η απειλή ενός εξοντωτικού προστίμου, ύψους 136 εκατ. ευρώ, που δεν είναι μόνο αυθαίρετο, είναι και γελοίο. Το πρόστιμο αφορά τη συμμετοχή του δημοσίου σε μια αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας και την εγγύηση ενός τραπεζικού δανείου που είχε λάβει, το οποίο αποπληρώθηκε. Η ΕΕ το θεωρεί ωστόσο κρατική ενίσχυση που νοθεύει τον ανταγωνισμό και απαιτεί από την κυβέρνηση να το ανακτήσει, μαζί μάλιστα με τους τόκους. Η απόφαση αυτή είναι σκανδαλώδης για τρεις λόγους: Πρώτον, επειδή δεν επρόκειτο για ενίσχυση αλλά για εγγύηση που ποτέ δεν κατέπεσε. Δεύτερον, επειδή αν η ΛΑΡΚΟ περάσει σε ιδιώτη το πρόστιμο θα παραγραφεί, πράγμα που σημαίνει ότι οι κρατικές ενισχύσεις επιτρέπονται σε ιδιώτες αλλά απαγορεύονται σε δημόσιες εταιρείες… Ο τρίτος λόγος είναι πέραν των άλλων… πρωτότυπος. Η ΛΑΡΚΟ κατηγορείται ότι νοθεύει τον ανταγωνισμό, αξιοποιώντας δηλαδή κρατικά κεφάλαια βελτιώνει τη θέση της έναντι ανταγωνιστικών εταιρειών που παλεύουν να επιβιώσουν στηριζόμενες σε ίδιες δυνάμεις. Ανταγωνισμός όμως δεν… υπάρχει ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μιας και είναι η μοναδική μεταλλευτική εταιρεία που παράγει σιδηρονικέλιο από εγχώρια μεταλλεύματα. Βλάπτει επομένως έναν ανταγωνισμό που δεν υφίσταται!
Ενάντια στο σχέδιο ξεπουλήματος/κλεισίματος της ΛΑΡΚΟ δεν τάχθηκε μόνο το σωματείο της ΛΑΡΚΟ, που έχει μακρά παράδοση αγώνων από το 1977 ακόμη, ή τοπικοί φορείς συμπεριλαμβανομένης και της εκκλησίας. Τάχθηκε ακόμη και η ΔΑΚΕ ΛΑΡΚΟ που με ανακοίνωσή της επέκρινε σφοδρά τη ΝΟΔΕ Φθιώτιδας απ’ όπου εκλέγεται και ο υπουργός Οικονομικών Χρ. Σταϊκούρας, ο οποίος φέρει την ευθύνη μαζί με τον υπουργό Ενέργειας Κ. Χατζηδάκη για την (ν)τροπολογία. Στην ανακοίνωση αναφέρεται «ανάθεμα αν έχουν διαβάσει την τροπολογία-έκτρωμα που πάει να εφαρμοστεί στη ΛΑΡΚΟ» και καταλήγει: «Η ΝΟΔΕ καλά θα κάνει να ασχολείται με το κόψιμο της πρωτοχρονιάτικης πίτας και με άλλες εκδηλώσεις φαντεζί στον νομό»…
Η οργή των εργαζομένων και των φορέων της περιοχής ενάντια στην επιχειρούμενη πώληση της ΛΑΡΚΟ σχετίζεται άμεσα με τις αιτίες που οδήγησαν την εταιρεία στη σημερινή, συγκυριακά άσχημη, οικονομική κατάσταση. Όλες έχουν να κάνουν με κακή διαχείριση εκ μέρους των διορισμένων διοικήσεων. Μεταξύ των εργαζομένων, κυκλοφορεί πλήθος ανεκδότων για τα έργα και τις ημέρες όλων των προηγούμενων διοικητών που έρχονταν για λίγα χρόνια κι έφευγαν με το μυαλό τους στραμμένο στο να διορίσουν συγγενείς στενούς και μακρινούς, εξ αίματος και αγχιστείας, και να κάνουν ταξίδια ανά τον κόσμο, χρεώνοντας την εταιρεία… Επίσης, να χρησιμοποιήσουν την ΛΑΡΚΟ για διορισμούς, καθώς είναι το μεγαλύτερο «εκλογομάγαζο» της περιοχής, όπως το χαρακτήρισαν οι εργαζόμενοι και δεξαμενή ψήφων για τα κυβερνητικά κόμματα.
Μένεα πνέουν οι εργαζόμενοι της ΛΑΡΚΟ, όποτε τίθεται και το ζήτημα της ρύπανσης του Ευβοϊκού. Είναι μια ακόμη κατηγορία που εξαπολύεται εναντίον της ΛΑΡΚΟ από την κυβέρνηση και δη τον υπουργό Κ. Χατζηδάκη, στην προσπάθειά του να διασύρει τη βιομηχανία για να φανεί επιβεβλημένο το ξεπούλημα. «Το 2013 επί κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, ο Κ. Χατζηδάκης ως υπουργός Περιβάλλοντος είχε υπογράψει την άδεια εναπόθεσης στον Ευβοϊκό από την ΛΑΡΚΟ», μας επισήμανε εργαζόμενος. Εμείς όμως του υποβάλαμε πρόταση εναπόθεσης της σκουριάς στη στεριά σε μια περιοχή που λέγεται Λιάρδα και δεν μας έδωσε ποτέ άδεια. Αν κάποιος επομένως πρέπει να λογοδοτήσει και να τιμωρηθεί για την μόλυνση του Ευβοϊκού είναι ο Χατζηδάκης, όχι η ΛΑΡΚΟ», μας τόνισε.
Το μεγαλύτερο οικονομικό βαρίδι που ακολουθεί τη ΛΑΡΚΟ ακόμη και σήμερα προέρχεται από τη νεοδημοκρατική διοίκηση της περιόδου 2006-2008 κι έχει κόστος πάνω από 500 εκατ. ευρώ. Σχετίζεται με την προπώληση της παραγωγής σε τιμές πολύ χαμηλότερες από τις τιμές της αγοράς. Οι ζημιές απογειώθηκαν όταν η διοίκηση αποφάσισε να «σπάσει» το συμβόλαιο, καταβάλλοντας τις σχετικές ρήτρες κι οι τιμές καταποντίστηκαν. Πέτυχε δηλαδή να καταγράψει ζημιές και στην άνοδο και στην πτώση των διεθνών τιμών. Μεγάλο κατόρθωμα…
Η ΛΑΡΚΟ δεν θα ήταν στην άσχημη θέση που βρίσκεται σήμερα, αν δεν την επιβάρυνε δραματικά ο έτερος μεγαλομέτοχός της, η ΔΕΗ, που κατέχει το 11,45% του μετοχικού κεφαλαίου (ενώ το ελληνικό δημόσιο κατέχει το 55,19% και η Εθνική Τράπεζα το 33,36%). Η ΔΕΗ ωστόσο, ενώ σε όλες τις ενεργοβόρες βιομηχανίες χρεώνει τη MWh από 28 ως 32 ευρώ, μεταξύ αυτών και στην Αλουμίνιο της Ελλάδας, στη ΛΑΡΚΟ που είναι θυγατρική της χρεώνει το εξωφρενικό ποσό των 73 ευρώ! Κι αυτό παρ’ ότι η ΛΑΡΚΟ είναι η δεύτερη πιο ενεργοβόρα βιομηχανία της χώρας!
Σε κάθε περίπτωση, το οικονομικό αποτύπωμα της ΛΑΡΚΟ δεν μπορεί να αποτυπωθεί βραχυχρόνια λόγω της φύσης του προϊόντος που πωλεί. Η τιμή του νικελίου στην αγορά καθορίζεται στο χρηματιστήριο, με τις διακυμάνσεις να είναι απρόβλεπτες και σοβαρές, επηρεάζοντας άμεσα τα κέρδη ή τις ζημίες. Γι’ αυτόν τον λόγο, μόνο μακροχρόνια μπορεί να αποτιμηθεί η συμβολή της ΛΑΡΚΟ στην ελληνική οικονομία και τις τοπικές κοινωνίες.