Ακολουθεί απόσπασμα από το κεφάλαιο Γ του βιβλίου Ιστορίας της Α Γυμνασίου του 2453
Στα τέλη του 20ου αιώνα-αρχές του 21ου, παρατηρήθηκαν έντονα κρούσματα αστυνομικής βίας στη χώρα με πρακτικές παλαιότερων εποχών. Το 2018 μια διμοιρία της γνωστής μάστιγας των νοικοκυραίων πραγματοποίησε δολοφονική επίθεση εναντίον ενός ανθρώπου, πολύ επικίνδυνου, στην ημιλιπόθυμη κατάσταση που βρισκόταν στο έδαφος. Η αστυνομία έκανε την εμφάνιση της προκειμένου να ξεδιαλύνει το συμβάν. Και τα κατάφερε δίνοντας τα τελειωτικά χτυπήματα στο θύμα και φορώντας του χειροπέδες σε κατάσταση θανάτου. Το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας κατηγόρησε τους συγκεκριμένους αστυνομικούς και περίμενε περιθωριοποίηση τους από το υπόλοιπο σώμα, με ένα αίσθημα αυτοκριτικής. Και όμως. Μόνο παρασημοφόρηση δεν ζήτησαν οι εκπρόσωποι των αστυνομικών με ατάκες όπως «δεν πάμε με τριαντάφυλλα» και «έτσι ενεργούμε και σε όποιον αρέσει».
Η πολιτική ηγεσία της χώρας όμως ήταν αποφασισμένη για αλλαγή νοοτροπίας στην αστυνομία ελέω προεκλογικής περιόδου. Σκοπός ήταν η δημιουργία μιας αστυνομίας, φιλικής προς το περιβάλλον και ιδιαίτερα συμπαθούς στο ευρύ κοινό. Για το λόγο αυτό,ειδική ομάδα παρακολούθησε ανελλιπώς όλα τα επεισόδια της «Καλημέρας Ζωής», τηλεοπτικής σειράς που έκανε πάταγο στο δυναμικό κοινό την περίοδο της προβολής της. Μετά από βαθυστόχαστη ανάλυση που έγινε στα 3093 επεισόδια της σειράς, η κυβέρνηση δημιούργησε το πρότυπο του αστυνομικού, ο οποίος θα ήταν σίγουρα αγαπητός στους πάντες.
Παρόλα αυτά, το πρότυπο αυτό δεν ακολουθήθηκε πλήρως και οι καταγγελίες κατά του αστυνομικού σώματος συνεχίστηκαν. Έτσι η κυβέρνηση αποφάσισε να πάρει μέτρα όσον αφορά στον εξοπλισμό της αστυνομίας. Πιο συγκεκριμένα, διέταξε την αντικατάσταση των λαστιχένιων γκλοπ με τριαντάφυλλα. Την εντολή αυτή όμως οι αστυνομικοί δεν την εφάρμοσαν πιστά. Αντικατέστησαν τα γκλοπ με τριανταφυλλιές βάρους δύο κιλών και με πολλά αγκάθια πάνω. Αποτέλεσμα,απελπισμένοι από το ξύλο συνταξιούχοι και φοιτητές,να έχουν κρυμμένα στα τσαντάκια τους παλιά γκλοπ και να τα δίνουν στους αστυνομικούς λέγοντας τους:«Με αυτό βαρέστε μας, η τριανταφυλλιά μας ξεπετσιάζει». Ένα ακόμα μέτρο ήταν η κατάργηση των δακρυγόνων και η αντικατάστασή τους από ατμό ηλεκτρονικού τσιγάρου. Μόνο που δυστυχώς για τους πολίτες, αυτό επιτρεπόταν και στους κλειστούς χώρους. Έτσι στο μετρό, στα εργατικά κέντρα, στα τσιπουράδικα και στα πατσατζίδικα που ξεκινούσαν οι μαζώξεις των διαδηλωτών για τα συλλαλητήρια, η αστυνομία εκσφενδόνιζε αμπούλες ατμού ηλεκτρονικού τσιγάρου με γεύση κουνουπίδι, διαλύοντας την παραμικρή υποψία συγκεντρώσεων.
Στα τέλη του 21ου αιώνα, η κυβέρνηση αποφασίζει την αντικατάσταση του ανθρωπίνου δυναμικού της αστυνομίας με ρομπότ. Σκοπός αυτής της αλλαγής ήταν η οχύρωση της αστυνομίας με πιο προηγμένα μέσα, καθώς η ελληνική κοινωνία είχε εναντιωθεί πλήρως στον συγκεκριμένο θεσμό. Η στελέχωση όμως με ρομπότ δεν ήταν καθόλου αποτελεσματική, διότι αυτά είχαν τεχνητή νοημοσύνη. Από τις πρώτες κιόλας μέρες, άρχισαν να φέρνουν αντιρρήσεις στο να επιτίθενται σε πολίτες που απλά διαδήλωναν για τα δικαιώματα τους. Τα φαινόμενα άσκοπης και αδικαιολόγητης βίας εξαλείφθηκαν. Ο κόσμος άρχισε να συμπαθεί τους νέους αστυνομικούς και τους προσέφερε γράσο και λάδι στο δρόμο. Το αποκορύφωμα ήταν στο συλλαλητήριο κατά του Μνημονίου 7. Τα ρομπότ ματατζήδες όχι μόνο αρνήθηκαν να επιτεθούν στον κόσμο, αλλά πήραν το μέρος του και ήταν έτοιμοι να στραφούν κατά της ηγεσίας του τόπου. Αυτομάτως, τα ρομπότ απενεργοποιήθηκαν από τους επικεφαλής των αρχών οι οποίοι είχαν παραμείνει άνθρωποι.
Η κυβέρνηση διακήρυξε ανάκληση του ανθρώπινου δυναμικού της αστυνομίας που εκείνη τη περίοδο εργάζονταν κατ’ οίκον ως τρολ ακάουντ στα σόσιαλ μίντια. Μάλιστα,για την καλύτερη «φύλαξη» του τόπου εφοδίασε το σώμα με νέο εξοπλισμό, όπως σπαθιά σαμουράι και αντιαρματικές ρουκέτες. Οι πρακτικές της δεν άλλαξαν κατά πολύ σε σχέση με αυτές του παρελθόντος. Απόλυτη προστασία και φύλαξη στον πλούσιο και ο φτωχός να παίζει ρώσικη ρουλέτα όταν την συναντά. Και σε όποιον αρέσει. Γιατί έτσι μας αρέσει.