Πηγή: 902.gr 26/10/2019
Συναντήσαμε τον σύντροφο Κώστα Σαραντίδη, τον Νγκουιέν Βαν Λαπ, που μεγάλο μέρος της ζωής του το πέρασε πολεμώντας στο πλευρό των Βιετμίνχ (οι αντάρτες την περίοδο της γαλλικής αποικιοκρατίας). Παραθέτουμε σε συνέχειες τη συνομιλία που είχαμε μαζί του, μέσα από την οποία φαίνονται η πορεία και η σύνδεση ενός νέου και φτωχού ανθρώπου με το επαναστατικό κίνημα. Στη δράση του στο Βιετνάμ αποτυπώνεται η δύναμη των ιδεών και αξιών ενός επαναστατικού στρατού, ενάντια στους αποικιοκράτες και ιμπεριαλιστές, Γάλλους και Αμερικανούς.
Ο Κώστας Σαραντίδης γεννήθηκε το 1927 στη Θεσσαλονίκη από γονείς πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Με επτά αδέρφια και εκτός σχολείου την περίοδο της γερμανικής κατοχής, αναγκάστηκε από μικρός να βγει στο μεροκάματο. Συνελήφθη από Ελληνες Γκεσταπίτες και στις 22/9/43 πέρασε τα σύνορα με προορισμό τη Γερμανία ώστε να οδηγηθεί σε ναζιστικό στρατόπεδο για καταναγκαστικά έργα. Στη Γιουγκοσλαβία κατάφερε να δραπετεύσει. Σύντομα βρέθηκε στη Βιέννη μαζί με μία γερμανική στολή που είχε κλέψει και του επέτρεπε να περνάει απαρατήρητος και να παραμείνει ελεύθερος. Εκεί έκανε διάφορες δουλειές μέχρι το τέλος του πολέμου για να επιβιώσει. Επειτα βρέθηκε στην Ιταλία, όπου γνώρισε έναν Ελληνα που ήταν στη Λεγεώνα των Ξένων και στις 16/8/1945 εντάχθηκε κι αυτός χωρίς να γνωρίζει τι πραγματικά ήταν. Τον Φλεβάρη του 1946 φτάνει στη Σαϊγκόν της τότε Ινδοκίνας. Επειτα από δύο μήνες αυτομολεί και προσχωρεί στις αντάρτικες ομάδες των Βιετκόνγκ. Το 1949 γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Βιετνάμ. Πολεμάει στο πλευρό του βιετναμέζικου λαού έως τη συντριβή των Γάλλων και την ανεξαρτησία του Βιετνάμ, που χωρίζεται σε Βόρειο και Νότιο στη Διάσκεψη της Γενεύης. Στη συνέχεια ζει στο Βόρειο Βιετνάμ έως το 1965, οπότε και επιστρέφει στην Ελλάδα. Το 2010 λαμβάνει τη βιετναμέζικη υπηκοότητα και το 2013 ονομάζεται Ηρωας των Λαϊκών Ενόπλων Δυνάμεων. Εχει στη συλλογή του αρκετούς τιμητικούς τίτλους, με πιο πρόσφατο αυτόν για τη συμπλήρωση των 70 χρόνων ως μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Βιετνάμ.
Ακολουθεί η συζήτηση μαζί του.
Το 1941 που ήρθαν οι Γερμανοί, εγώ ήμουν εκτός σχολείου διότι δεν είχα γραφτεί στη Νεολαία του Μεταξά, την ΕΟΝ. Κι έτσι, εκείνη την περίοδο γύριζα μια από δω, μια από κει. Στο σπίτι ο πατέρας μου ήταν πολύ αυστηρός, ήμαστε μεγάλη οικογένεια, επτά παιδιά. Τα οικονομικά ήταν στριμωγμένα και αποφάσισα εγώ να σηκωθώ να φύγω από το σπίτι. Οι αιτίες ήταν δυο, μια η φτώχεια και μια γιατί ο πατέρας ήταν πολύ αυστηρός. Σαν μεγαλύτερος που ήμουν, όλες τις μπόρες τις έπαιρνα στο κεφάλι μου κι έτσι έφυγα απ’ το σπίτι. Πήγα και δούλευα στην «Αλλατίνη», στο μύλο, για τους Γερμανούς που κάνανε ψωμιά. Δούλεψα ένα φεγγάρι στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, φορτώναμε νάρκες, μέχρι που κατέληξα στη μαύρη αγορά στο Βαρδάρη, οδός Αγίας Ειρήνης. Είναι μια οδός… από ειρήνη τίποτα άλλο (γέλια). Πιάστηκα, λοιπόν, απ’ τους Ελληνες Γκεσταπίτες. Με έστειλαν στου Παύλου Μελά, ένα χρονικό διάστημα και από κει στις 22 Σεπτέμβρη του ’43, πέρασα τα σύνορα για τη Γερμανία.
Ολη η διαδρομή έγινε με τα πόδια. Οι Γερμανοί μας παίρνανε απ’ το ένα πόστο στο άλλο. Μας είχαν πάρει μπουλούκι, αιχμάλωτους. Μας πηγαίνανε για έργα – ούτε ξέραμε και για τι. Στη διαδρομή μέσα στη Γιουγκοσλαβία, εγώ κατόρθωσα και την κοπάνησα απ’ το μπουλούκι με τον εξής τρόπο: Ενα τεθωρακισμένο γερμανικό μετέφερε κάτι τραυματίες. Σ’ ένα ρυάκι, εκεί κοντά που ήμουν, σταμάτησαν και μου δώσανε να τους γεμίσω τα παγούρια νερό. Αφού τα γέμισα ανέβηκα, λοιπόν κι εγώ στο όχημα, κλείνει η πόρτα κι έφυγα μαζί τους. Ετσι, μου δόθηκε η ευκαιρία και έφτασα στο Ζάγκρεμπ.
Τώρα στο Ζάγκρεμπ, δουλειά δεν είχα κι άρχισα να κάνω τον «σαλταδόρο». Από τρένο σε τρένο. Μια από δω, μια από κει, όπου υπήρχε τρένο που μετέφερε Γερμανούς στρατιώτες, το ακολουθούσα. Συχνά το τρένο δεν έφτανε στον προορισμό του, βομβαρδιζόταν. Με το βομβαρδισμό που κάνανε, κατεβαίναμε από το τρένο και σαν «πονηρός» Ελληνας έπαιρνα και μια βαλίτσα μαζί. Στις βαλίτσες έβρισκα διάφορα τρόφιμα. Ετυχε μια φορά να βρω γερμανική στολή. Ρούχα δεν είχα και φόρεσα τη στολή η οποία με έσωσε. Ηταν το διαβατήριό μου. Ποτέ κανείς δεν με έλεγχε. Μας κόψανε ένα χαρτί, φύλλο διατροφής. Σε κάθε σταθμό μας δίνανε μια – δυο μέρες διατροφή. Κι έτσι, έφτασα στη Βιέννη. Εκεί έκανα αυτή τη δουλειά, όπως στο Ζάγκρεμπ. Απ’ το ένα τρένο στο άλλο. Το ίδιο και στο Γκρατς, στο Λιντς. Αυτή τη δουλειά μέχρι που τελείωσε ο πόλεμος.
Πήρα τον δρόμο για την επιστροφή. Κι οι Γερμανοί τραυματίες πήραν το δρόμο για την Ιταλία. Αιχμάλωτοι, πολίτες, αλλά εμένα όμως δεν μου έκοψε να αλλάξω τα ρούχα, να βάλω πολιτικά. Κι όταν φτάσαμε στα σύνορα της Ιταλίας ήταν οι Αμερικανοί εκεί. Μας ξεχώρισαν και μας στείλανε στην Τεργέστη. Από κει πήγαινες στη Νάπολη και από κει στη Ρώμη. Εκεί αντάμωσα κάτι Ελληνες, τον Φιτσιτζόγλου, τον Στέφανο Γκανά και έναν Στραβοπόδη. Πήγαμε στην ελληνική πρεσβεία να ζητήσουμε να έρθουμε στην Ελλάδα, αλλά ο πρέσβης μας είπε ότι στην Ελλάδα υπάρχει εμφύλιος. Εγώ ξαφνιάστηκα, τι είναι εμφύλιος δεν ήξερα. Πολιτικά δεν είχα ιδέα, τίποτα. Κι εφόσον είδαμε ότι δεν γίνεται τίποτα, βρήκαμε τον Στέφανο τον Γκανά ντυμένο Λεγεωνάριο, ο οποίος μας «ψώνισε». Κι έτσι πήγαμε κι εμείς στη Λεγεώνα, για να επιβιώσουμε, τον Αύγουστο του ’45.
Τον Φλεβάρη του ’46 φτάσαμε στη Σαϊγκόν, τη λεγόμενη Χο Τσι Μιν. Φτάνοντας εκεί, είδαμε τα πράγμα διαφορετικά απ’ αυτά που μας λέγανε στη διαδρομή. Στη διαδρομή μας λέγανε να μην πάμε στα μπαρ, να είμαστε πάνω από δυο – τρεις, μας προειδοποιούσαν. Φτάσαμε στη Σαϊγκόν και αντιληφθήκαμε αμέσως περί τίνος πρόκειται.
Θυμάμαι ήταν κάτι παιδάκια που πουλάγανε καρύδες. Εκεί που παζαρεύαμε με έναν πιτσιρικά έρχεται ένας στρατιωτικός του γαλλικού στρατού, δίνει μια του πιτσιρικά και του πετάγονται οι καρύδες. Ξαφνιάστηκα. Διαμαρτυρήθηκα. Λέω «τι έγινε;». Μου λέει ο στρατιωτικός, αύριο θα κάνεις και συ τα ίδια. Από τότε άρχισε το μυαλό μου να σκέφτεται, κάτι δεν πάει καλά. Θυμήθηκα και τι μας κάνανε οι Γερμανοί. Τη νύχτα δεν μπορούσα πλέον να κοιμηθώ. Ωσπου έπιασα μια συζήτηση με μια κοπέλα και κατάλαβα ότι γίνεται επανάσταση. Σαν πιτσιρικάς όμως το μόνο που θυμόμουν απ’ την Ιστορία ήταν τον Λόρδο Βύρωνα. Και λέω γιατί αυτός να γίνει ξακουστός στην Ελλάδα και να μην γίνω κι εγώ ξακουστός εδώ; Κι έτσι, έπιασα σύνδεσμο, αφού ήξερα πλέον περί τίνος πρόκειται, και αποφάσισα στις 4/4/46 να λιποτακτήσω από τη Λεγεώνα.
Αφήνω τη Λεγεώνα μαζί μ’ έναν φίλο Ισπανό κομμουνιστή, τον Σάντος Μερίνος. Συνδεθήκαμε μεταξύ μας, ταιριάξανε και τα μυαλά μας, με καθοδηγούσε σαν μεγαλύτερος και κομμουνιστής, εγώ ήμουν μωρό παιδάκι μπροστά του, δεν ήξερα τίποτα. Μου ‘λεγε συχνά ιστορίες απ’ τον ισπανικό εμφύλιο και τον συμπάθησα. Και του άνοιξα την ψυχή μου. Ενα βράδυ του λέω, «τότε στο βουνό εδώ τι δουλειά έχουμε;». «Εσύ δεν ξέρω. Εγώ αποκλείω να κάτσω εδώ να λερώσω τα χέρια μου». Και συμφωνήσαμε να φύγουμε.
Καταστρώσαμε, λοιπόν, ένα σχέδιο. Συνεννοηθήκαμε με τον Μερίνος να εξαγοράσουμε τον λοχία με κάνα – δυο ποτηράκια κρασί ώστε να μας βάλει την ίδια βάρδια. Κι όπως το πετύχαμε, 2 με 4. Τότε ήταν νέκρα τα πάντα. Πήραμε τα οπλοπολυβόλα μας, κάνα – δυο όπλα ακόμα, μερικές χειροβομβίδες και απελευθερώσαμε και τους 25 Βιετναμέζους αιχμαλώτους.
Αυτοί, όμως, φεύγοντας δεν ήταν από ένα μέρος, ήταν από διάφορες περιοχές. Ετσι, ο καθένας πήρε το δρόμο προς τον προορισμό του. Περνώντας, όμως, μέσα στα χωριά, έγινε σαματάς με τα σκυλιά, γαβγίσματα και οι Γάλλοι πήραν χαμπάρι κι άρχισαν να μας ψάχνουν. Ηταν όμως πολύ αργά.
Ετσι, μετά από δυο μέρες στο βουνό, ο Μπιέν, ο αιχμάλωτος αξιωματικός, έψαξε και με έφερε σε επαφή με το αντάρτικο. Στην Πρώτη Ομάδα εκεί, μας δέχτηκαν με τα χέρια ανοιχτά, αγκαλιές, φιλιά, τόσο ότι γλιτώσαμε τους 25 και τον αξιωματικό, αλλά φέραμε και το οπλοπολυβόλο. Ηταν τόση η χαρά που σφάξαν κι ένα μοσχαράκι.
Επειτα, με δοκιμάσανε και αφού πέρασα τη δοκιμασία, από εκείνη τη στιγμή μου βγάλανε το όνομα Νγκουιέν Βαν Λαπ και του Μερίνος Νγκουιέν Βαν Βι και μπήκαμε στις γραμμές του αντάρτικου.