Πηγή: Το Ποντίκι
Παρά τις αλλεπάλληλες επιστρώσεις των γρήγορων εξελίξεων έκτοτε σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, την απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων και την παγίωσης μιας νέου τύπου αυταρχικής δημοκρατίας, η ανάμνηση εκείνης της περιόδου μοιάζει να παραμένει ενεργή στο συλλογικό υποσυνείδητο, φορτισμένη θετικά ή αρνητικά αναλόγως την πολιτική, ιδεολογική, ταξική εν τέλει τοποθέτηση του γράφοντος ή ομιλούντος. Δεν είναι τυχαίο ότι εντελώς πρόσφατα οι μαζικές διαδηλώσεις σε γειτονιές της Αθήνας και άλλων μεγάλων πόλεων ενάντια στην αστυνομική βία, μετά τον ξυλοδαρμό του μεταπτυχιακού φοιτητή του ΕΜΠ στη Νέα Σμύρνη, έσπευσαν να στιγματιστούν από την κυβέρνηση ως απόπειρα δημιουργίας «πλατειών νεοαγανακτισμένων».
Από τις «πλατείες» και ευρύτερα τα κινήματα της κρίσης αναδείχθηκε άλλο ένα φαινόμενο, τα κόμματα που «ανέλαβαν» να εκφράσουν σε πολιτικό-κοινοβουλευτικό επίπεδο την κοινωνική διαμαρτυρία, «μεταφράζοντάς» την κατάλληλα ώστε να μπορεί να «χωρέσει» στο πλαίσιο της κυβερνητικής διαχείρισης – και μάλιστα με σεβασμό του ήδη παγιωμένου πλαισίου εντός του οποίου αυτή ανελήφθη. Κόμματα που, στη διαδικασία αυτή, αποκόπηκαν από τις κοινωνικές διεργασίες που τα δημιούργησαν και μετατράπηκαν σε «καρτέλ» ενώ παράλληλα τα κοινωνικά κινήματα γραφειοκρατικοποιούμενα περνούσαν στο παρασκήνιο.
Ένα ακόμη απότοκο εκείνης της περιόδου αποτελεί η, μονίμως στο προσκήνιο πλέον, συζήτηση περί «λαϊκισμού». Μια κατηγορία που επιρρίπτεται «ελαφρά τη καρδία» ως στίγμα προς κάθε δημόσιο λόγο (που μπορεί να θεωρηθεί ότι τάσσεται) υπέρ των λαϊκών συμφερόντων, αμφισβητώντας τη μία και μοναδική αλήθεια του ΤΙΝΑ (there is no alternative, δεν υπάρχει εναλλακτική). Αλλά που την έχει οικειοποιηθεί και η συστημική Αριστερά, ανταποδίδοντας την ίδια κατηγορία συχνά-πυκνά κατά των πολιτικών της αντιπάλων της Δεξιάς όταν οι τελευταίοι παρουσιάζουν απλουστευτικές εξηγήσεις για τα αίτια ενός πολιτικού ή κοινωνικού φαινομένου, ή προσπαθούν να προσεγγίσουν την άκρα δεξιά.
Τι σχέση έχουν όλα τα παραπάνω με την μεθοδολογία της έρευνας στις κοινωνικές επιστήμες; Και κυρίως με τη Συγκρουσιακή Πολιτική, τον τομέα των κοινωνικών επιστημών που μελετά ακριβώς τα κοινωνικά κινήματα και τις συλλογικές διεκδικήσεις;
Στο νέο του βιβλίο «Λαϊκισμός, Δημοκρατία και Αριστερά – Η πρόκληση της μεθόδου» που κυκλοφορεί στις 29 Μαρτίου από τις εκδόσεις ΤΟΠΟΣ, ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής (https://lcp.panteion.gr/), και Life Member στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ (CLH), εστιάζει ακριβώς στα μεθοδολογικά σφάλματα, τη «μεθοδολογική αφέλεια» όπως σημειώνει ο ίδιος, που έχει ως αποτέλεσμα την εξαγωγή έωλων συμπερασμάτων, στερεοτυπικών απόψεων και αντιλήψεων που παρουσιάζονται ως επιστημονικές «αλήθειες», και την εμμονή σε ορισμούς και ορολογίες που στην πραγματικότητα δεν σημαίνουν τίποτα – πέραν μιας επιστημονικοφανούς επικάλυψης μιας ιδεολογικής τοποθέτησης.
«Η πολιτική επιστήµη συνολικά καταδυναστεύεται από µια θλιβερή µεθοδολογική αφέλεια. Όσο περισσότερο προοδεύουµε τεχνικά, τόσο αφήνουµε πίσω µας µια τεράστια περιοχή. Κι αυτό για το οποίο κατά βάθος διαµαρτύροµαι είναι ότι οι πολιτικοί επιστήµονες (µε εξαιρέσεις) στερούνται παιδείας στη Λογική – και µάλιστα στη στοιχειώδη Λογική», σημειώνει ο ίδιος στον Πρόλογο παραθέτοντας την κλασική πολεμική του Giovanni Sartori στη μνήμη του οποίου είναι αφιερωμένο το βιβλίο.
Ξεκαθαρίζει ότι η συγγραφή του «δεν αναλαµβάνεται για να αξιοποιηθούν ερευνητικά νέες καινοτόµοι έννοιες ή θεωρητικές προτάσεις στις περιοχές του αντικειµένου του –τον “λαϊκισµό’’, τη δηµοκρατία και την Αριστερά–, αλλά για κάτι που, αν και πρόδηλα οχληρό, είναι εντούτοις εξαιρετικά κρίσιµο: το βιβλίο γράφεται για να αντιµετωπιστούν –ει δυνατόν να αρθούν– τα κύρια εννοιολογικά και θεωρητικά εµπόδια που εκτιµώ ότι εξηγούν την παρατεταµένη γνωστική δυστοκία που ταλανίζει την έρευνα σε αυτούς τους τοµείς.»
Κάνοντας λόγο για έναν «ακατάσχετο και επιθετικά αυτάρεσκο πληθωρισμό» ερευνών, ιδίως στον τομέα του «λαϊκισμού», σημειώνει ότι «πρόκειται για µια υπερπαραγωγή όπου όσο πιο γενναιόδωρες εµφανίζονται οι εξαγγελίες, τόσο πιο πενιχρή είναι η γνωστική απολαβή. Ως αποτέλεσµα, δέκα και πλέον χρόνια µετά το ξέσπασµα της χρηµατοπιστωτικής κρίσης (αναµφίβολα µιας κρίσης οργανικά συστηµικής), αίσθησή µου είναι πως η συγκριτική πολιτική, καθώς και οι κοινωνικές επιστήµες γενικότερα, όχι µόνο να αρθρώσουν έναν θεωρητικό µίτο αναφοράς δεν έχουν επιτύχει (περί των αιτιών και της υφής της κρίσης, περί του ακριβούς χαρακτήρα των πολιτικών της συνεπειών, ή περί της αδυναµίας των κοινωνικών αντιστάσεων που εµφανίστηκαν να αποτρέψουν τις επιπτώσεις της), αλλά και δείχνουν να έχουν απωλέσει επαφή µε τον στοιχειώδη στόχο της οργάνωσης µιας ουσιαστικής συζήτησης. Μοιραία συνέπεια είναι η εµµονικά περιγραφική κανονικοποίηση του προβληµατικού, η αποχή από τη διερεύνηση του µείζονος, ο κατακερµατισµός και η ασυνάφεια».
Τι σημαίνει αυτό για το σήμερα, τόσο σε πρακτικό όσο και σε θεωρητικό-επιστημονικό επίπεδο; «Μπορούµε, ως εκ τούτου, να είµαστε σχεδόν βέβαιοι πως, έχοντας υπάρξει ανέτοιµος και ανίκανος να αφηγηθεί το πρόσφατο παρελθόν, ο κλάδος θα καταληφθεί, για άλλη µια φορά, ‘’εξαπίνης’’, όταν γίνουν περισσότερο αισθητές οι επιπτώσεις της νέας µεγάλης κρίσης που καιρό τώρα –αρκετά πριν από το ξέσπασµα της πανδηµίας COVID-19– επωάζεται», γράφει ο Σεραφείμ Σεφεριάδης.
Διαβάζουμε ακόμα στον πρόλογο του βιβλίου:
«Θεωρώ πως βασικός παράγοντας που αποτρέπει την επίτευξη µεθοδολογικής προόδου (πρώτιστα εννοιολογικής και στη συνέχεια θεωρητικής) είναι το υφιστάµενο αξιακό πλαίσιο, αυτό που ο Weber αποκάλεσε Wertbeziehung: της αναγκαίας συνάφειας της επιστηµονικής παραγωγής προς τα κρατούντα αξιακά πρότυπα. ∆εν είναι βέβαια της παρούσης να επιχειρηθεί κάποια –έστω συνοπτική– παρουσίαση αυτής της εξαιρετικά κρίσιµης διάστασης στο έργο των κοινωνικών επιστηµών. … [Ό],τι χρειάζεται και µπορεί να ειπωθεί λέγεται εκεί που πρέπει, στο πρώτο µέρος του βιβλίου, που ασχολείται µε τον “λαϊκισµό’’… Ο λόγος για τον οποίο γίνεται µια πρώτη αναφορά εδώ είναι για να επισηµανθεί το εξόχως παράδοξο φαινόµενο ότι κοινωνική επιστήµη χαρακτηριστικά πενιχρών ερευνητικών-γνωστικών αποτελεσµάτων και µε µόνη πραγµατική λειτουργία την επιτέλεση εξόχως κανονιστικών (normative) στόχων, προβάλλεται επίµονα από τους διακινητές της ως “αξιακά αµερόληπτη’’. Πρόβληµα εδώ δεν είναι βέβαια η ίδια η αξιακή αµεροληψία –η Wertfreiheit (“ελευθερία από τις αξίες’’)– χωρίς την οποία κανένα επιστηµονικό διάβηµα δεν είναι δυνατόν να τελεσφορήσει, αλλά το γεγονός ότι αυτή παρερµηνεύεται και παραποιείται ως “αξιακή εκκένωση’’ – µια γνωστική επιδίωξη που είναι όντως ανέφικτη.
«Ο λόγος είναι αρκούντως προφανής: όπως ήδη αναφέρθηκε, είτε το θέλουµε (και το συνειδητοποιούµε) είτε όχι, οι αξίες των οποίων ως έλλογα όντα είµαστε φορείς καθοδηγούν τις εννοιολογήσεις στις οποίες προβαίνουµε, υπαγορεύοντάς µας ποιες ακριβώς διαστάσεις της πραγµατικότητας είναι άξιες προσοχής και εννοιακής οριοθέτησης και ποιες όχι.»
«Από την αδυναµία της ερευνητικής παραγωγής να αφοµοιώσει (ή, κάποτε, και απλώς να κατανοήσει) αυτή την αρχή τροφοδοτούνται διαρκείς, πλην άγονες συζητήσεις (κάποιοι υπερθεµατίζουν αυτό που αντιλαµβάνονται ως αµεροληψία, εισηγούµενοι “αποστείρωση” του συντακτικού και της γραµµατικής µας, κάποιοι υποστηρίζουν εγκατάλειψή της και επιστροφή στην Ηθική), αλλά αυτό που καίρια υπονοµεύεται είναι η ικανότητά µας να προβαίνουµε σε αναγνώριση και αποτίµηση των υποκείµενων κανονιστικών κινήτρων της κάθε έρευνας. Προκύπτει όµως και ένα επιπλέον πρόβληµα, ενδεχοµένως ακόµη σοβαρότερο: τραυµατίζεται καταστατικά και η πραξιακή διάσταση του επιστηµονικού έργου. Πρόκειται για µηχανισµό περίπλοκο που ανάγεται σε βασικά ζητήµατα επιστηµολογίας: του τρόπου µε τον οποίο κατανοούµε το περιεχόµενο και τους στόχους της κοινωνικής επιστήµης.
«Καθώς η δήθεν “αµερόληπτη’’ –πλην ανοµολόγητα κανονιστική– οπτική αρκείται στην απλώς περιγραφική ανάλυση (τείνοντας έτσι, ανεπίγνωστα ή υποβολιµαία, να αναπαραγάγει και να κανονικοποιεί το υπάρχον), το πρόβληµα της έλλογα τεκµηριωµένης παρέµβασης υπονοµεύεται δραστικά ή και εκλείπει. Φαινόµενα όπως η συστηµική οικονοµική κρίση, η συρρίκνωση της δηµοκρατίας, και η κρίση αντιπροσώπευσης (Θεσµική Πολιτική), η καρτελοποίηση των “νέων αριστερών’’ κοµµάτων, οι υφέσεις των συγκρουσιακών κύκλων, και η ενσωµάτωση µετασχηµατιστικών πρωτοβουλιών (Συγκρουσιακή Πολιτική) καταλήγουν έτσι να εµφανίζονται ως φυσικά φαινόµενα για την αντιµετώπιση των οποίων τίποτε απολύτως δεν είναι δυνατόν να γίνει. Τα εµφανή ερευνητικά κενά που προκύπτουν ανατροφοδοτούν τις ελλιπείς και προβληµατικές έννοιες, απισχναίνουν την παραγόµενη θεωρία και, ούτω καθεξής, τα στοιχεία συνδιαµορφώνουν έναν γνωστικό φαύλο κύκλο», καταλήγει ο Σεραφείμ Σεφεριάδης.
Το βιβλίο ‒Λαϊκισμός, Δημοκρατία και Αριστερά: η πρόκληση της μεθόδου‒ θα είναι διαθέσιμο από τις 29 Μαρτίου σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις ΤΟΠΟΣ.