Πηγή: NikoStereo

Με αφορμή την απεργία πείνας (πλεόν και δίψας) του κρατούμενου και καταδικασμένου σε ισόβια Δημήτρη Κουφοντίνα ή Λουκά της 17 Νοέμβρη, αποφασίσαμε στην εκπομπή «Μουσική στο Celluloid» να κάνουμε μια σύντομη ιστορική αναδρομή στο έσχατο μέσο αγώνα που μπορεί να κάνει χρήση κάποιος, που δεν είναι άλλο απ’την απεργία πείνας και την απεικόνιση της στην μεγάλη οθόνη.

Από τις απεργίες πείνας λοιπόν των Σουφραζέτων που κρατούνταν στις βρετανικές φυλακές στις αρχές του προηγούμενου αιώνα διεκδικώντας δικαίωμα ψήφου και ίσα πολιτικά δικαιώματα με τους άντρες και τους ιρλανδούς κρατούμενους που ανέπτυξαν εθνικοαπελευθερωτική δράση υπό την κατοχή του βρετανικού κράτους και διεκδικούσαν να αναγνωριστούν ως πολιτικοί κρατούμενοι (1980), έως τους κρατούμενους στο Γκουαντάναμο, που αιτούνταν άσυλο ανά την Ευρώπη, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς και την μαζική απεργία διαρκείας των κρατουμένων στις τουρκικές φυλακές που προσπάθησαν να αντισταθούν στη λειτουργία φυλακών Τύπου Γ και τέλος στην απεργία πείνας των μελών του αριστερού τούρκικου συγκροτήματος Grup Yorum ζητώντας να τους επιτραπεί να κάνουν ξανά συναυλίες και την απελευθέρωση όλων των διωκόμενων μουσικών από την κυβέρνηση Ερντογάν.

 

Μπορείτε να ακούσετε την εκπομπή εδώ:

Πριν ξεκινήσουμε, θα ήθελα να ξεκαθαριστεί, (για να προλάβουμε τυχόν φωνές), όσον αφορά την υπόθεση Κουφοντίνα, οτι διαφωνούμε κάθετα με κάθε μορφή ατομικής τρομοκρατίας, καθώς μας χωρίζει άβυσσος από τέτοιες πρακτικές, που μόνο απότοκο, εν τέλει, έχουν την συκοφάντηση των λαϊκών αγώνων και της επαναστατικής ιδεολογίας και κυρίως δράσης. Πρακτικές που αξιοποιούνται από το κράτος και την εκάστοτε κυβέρνηση ως άλλοθι για να ψηφίζονται μια σειρά από αντιδραστικοί τρομονόμοι καταστολής του λαϊκού κινήματος. Το λαϊκό και εργατικό κίνημα έχει τα όργανα του και τις (δι-)εργασίες του και ξέρει πολύ καλά πως να απαντάει οργανωμένα στις εκάστοτε κυβερνητικές πολιτικές και να χαράζει την δική του πορεία.

 

Στην συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, τίποτα απ’ολα αυτά δεν είναι στο κάδρο της συζήτησης και όποιος τα βάζει πετάει την μπάλα στην εξέδρα. Εν προκειμένω μιλάμε για εναν ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟ κρατούμενο του οποίου τα δικαιώματα (σύμφωνα με την δικιά τους νομοθεσία) καταπατούνται, δείχνοντας πως γίνεται επιλεκτική ερμηνεία της νομοθεσίας τους, με χαρακτηριστικά βεντέτας και το πρόσχημα της διατήρησης της εικόνας ενός κράτους με πυγμή που δεν εκβιάζεται. Και λέω πρόσχημα γιατί όλα αυτά τα στοιχεία είναι γραμμένα στο DNA του αστικού κράτους, γι’αυτό και είναι κοροϊδία να ανοίγει αυτή η κουβέντα υπό το πρίσμα της υπεράσπισης του “κράτους δικαίου”. Ένα τέτοιο κράτος δεν καλλωπίζεται, ξεριζώνεται πατόκορφα.

 

Τι περιμένουμε;

Ας προχωρήσουμε, λοιπόν, σε μια σύντομη αναδρομή σε μερικές απεργίες πείνας της ιστορίας απ’τον περασμένο αιώνα μέχρι και σήμερα και το πως αυτές απεικονίστηκαν στην μεγάλη οθόνη.

Από τα τέλη του 20ού αιώνα μέχρι σήμερα, σε όλο τον κόσμο οι απεργίες πείνας ως έσχατο μέσο αγώνα αυξάνονται. Η αναζήτηση της ιστορίας των πρώτων απεργιών πείνας, μας πάει πίσω στις μαζικές νηστείες των Αμερικανών για την αμερικανική ανεξαρτησία, ενώ η πρώτη απεργία πείνας κρατουμένων καταγράφεται στα τέλη του 19ου αιώνα από τους Ρώσους πολιτικούς κρατούμενους στις τσαρικές φύλακες, οι όποιοι διαμαρτύρονταν για τα λευκά κελιά και την απομόνωση.

 
 

Σουφραζέτες

Και απ’την Τσαρική Ρωσία πάμε στην Μεγάλη Βρετανία και τις αρχές του 20ού αιώνα, όπου ειχαμε μια σειρά κινημάτων και κοινωνικών συρράξεων με την πιο ανησυχητική για την αστική τάξη της χώρας που ήταν ακόμα στην εφηβική της ηλικία, να ήταν το κίνημα των Σουφραζέτων, όπως ονομάστηκαν επικριτικά σε ένα από τα πρωτοσέλιδα της Daily Mail το 1906. Κίνημα που πάλευε για την παροχή δικαιώματος ψήφου (εκλέγειν-εκλέγεσθαι) στις γυναίκες και τη διεκδίκηση ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών. Ο αγώνας για την απόδοση πολιτικών δικαιωμάτων στον γυναικείο πληθυσμό της Μεγάλης Βρετανίας δεν ήταν καινούργιος και σίγουρα δεν έκανε τα εγκαίνια του εκείνη την εποχή.

 
 

Πριν από έναν περίπου αιώνα και έπειτα από χρόνια αγώνων, οι Βρετανίδες αποκτούν για πρώτη φορά το δικαίωμα ψήφου με αποτέλεσμα οκτώ εκατομμύρια γυναίκες ηλικίας άνω των 30 ετών να γραφούν στους εκλογικούς καταλόγους. Υπεύθυνες για τη συγκεκριμένη κατάκτηση είναι οι «Σουφραζέτες». Ο ρόλος τους ήταν καθοριστικός στην απόκτηση του δικαιώματος ψήφου των γυναικών, σε μια εποχή που οι όμοιες τους είχαν λίγα δικαιώματα και δεν έπαιζαν κανένα ρόλο στα πολιτικά δρώμενα.

 

Οι γυναίκες διεκδικούσαν το δικαίωμα ψήφου για μισό αιώνα περίπου έως το 1900. Οι ειρηνικές διαμαρτυρίες όμως δεν οδηγούσαν πουθενά. Έτσι, το 1903 ιδρύεται στο Μάντσεστερ η «Κοινωνική και Πολιτική Ένωση Γυναικών» από την Έμελιν Πάνκχερστ και τις κόρες της, για να «ξυπνήσει το έθνος», όπως έλεγαν, μέσα «από πράξεις κι όχι λόγια», και στα επόμενα χρόνια το κίνημα τους εξαπλώνεται σε όλη τη χώρα.

 

Οι ακτιβίστριες του κινήματος πλήθαιναν τις αντικυβερνητικές δράσεις τους, κάτι που τις οδήγησε στα κάτεργα των φυλακών. Έπειτα, σειρά έλαβαν οι απεργίες πείνας, η οποίες αντιμετωπίστηκαν από τους δεσμοφύλακες με την πρακτική της βίαιης σίτισης. Η απεργία πείνας των Σουφραζέτων ήταν αυτή που απείλησε την ακεραιότητα της κυβέρνησης, η οποία στο αντίκρισμα του πρώτου θανάτου θα γινόταν ένοχη και θα ευθυνόταν για τη μεταβολή των θυμάτων σε μάρτυρες του αγώνα, με ακτινοβόλα επίδραση. Για να αποτραπεί αυτό το σενάριο, η κυβέρνηση νομοθέτησε μία πράξη (της γάτας και του ποντικιού) αμφίβολης συνταγματικότητας, η οποία απελευθέρωνε τις υποσιτισμένες, από την απεργία πείνας, γυναίκες και έπειτα από την πλήρη ανάρρωση της υγείας τους, προβλεπόταν η «νόμιμη» σύλληψή τους με αφετηρία ορισμένες αιτίες περιορισμένης σοβαρότητας.

 

«Σουφραζέτες» – Suffragette (2015)

Η πλειοψηφία των Βρετανίδων Σουφραζέτων δεν προέρχονταν από αριστοκρατικές τάξεις, αν και πολλές φορές παρουσιάζονταν ως κυρίες της υψηλής κοινωνίας με εντυπωσιακά καπέλα, που, ελλείψει ενδιαφερόντων, καταπιάνονται με τον πολιτικό ακτιβισμό για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών. Οι περισσότερες ήταν εργαζόμενες γυναίκες που συνειδητοποίησαν ότι η ειρηνική διαμαρτυρία δεν έφερνε αποτελέσματα. Στραμμένες στη βία ως τη μόνη διέξοδο, ήταν έτοιμες να χάσουν τα πάντα στον αγώνα τους για ισότητα.

Η ενδιαφέρουσα και καλοφτιαγμένη ταινία της Σάρα Γκαβρόν αφηγείται την ιστορία τους, με εκλάμψεις ταξικής προσέγγισης, όταν στο επίκεντρό της επιλέγει και τοποθετεί μια νεαρή σύζυγο και μητέρα από την εργατική τάξη την Μοντ, που από παιδάκι δουλεύει στο ίδιο πλυντήριο, υπό άθλιες συνθήκες, με τον εργοδότη συστηματικά να παρενοχλεί σεξουαλικά ανήλικα κορίτσια, που κι αυτά τα θεωρεί ιδιοκτησία του. Οι εργάτες το ξέρουν, σιωπούν όμως από φόβο αμετάκλητης απόλυσης. Οι γυναίκες δουλεύουν στο ανήλιο και υγρό πλυντήριο, από την ανατολή έως τη δύση του ήλιου, μέσα σε παγωμένα και καυτά νερά και επικίνδυνα χημικά, με ελάχιστη πληρωμή. Το Λονδίνο του 1912, υγρό, βρώμικο και φτωχό, θα μπορούσε με κάποια οπτική «επικαιροποίηση» να σηματοδοτεί το παρόν και κυρίως το δυστοπικό μέλλον της εργατικής τάξης – αν η ίδια δεν φροντίσει να αλλάξει αυτό το μέλλον. Σε σημεία στην ταινία που «σήκωναν» σκάψιμο ώστε να φτάσει κανείς στην ουσία της εκμετάλλευσης, όχι μόνο των γυναικών αλλά και των ανδρών – γιατί κι αυτό το θίγει η ταινία – εκμετάλλευση που όχι μόνο δεν σταμάτησε, αλλά έναν αιώνα μετά ζει και βασιλεύει, η ταινία φρόντιζε γρήγορα – γρήγορα να επαναφέρει την οριοθετημένη «τάξη», επιστρέφοντας στην περιγραφική, γραμμική της αφήγηση.

 

Η ταινία «Σουφραζέτες » έχει κλασική ανάπτυξη και χωρίς περίεργες αφηγηματικές τεχνικές υπενθυμίζει ότι τα δικαιώματα δεν χαρίζονται, αλλά κερδίζονται με σκληρούς αγώνες. Η ηθοποιός Κάρεϊ Μάλιγκαν ερμηνεύει με ευαισθησία τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Μοντ. Της πολύ νέας, αλλά «σπασμένης» από τη βία και τις ωμότητες της ταξικής κοινωνίας, γυναίκας. Η γλώσσα του σώματός της εκφράζει απελπισία, φτώχεια κι εγκατάλειψη. Με αυτά τα δεδομένα, η στράτευση σ’ έναν αγώνα γεμάτο θυσίες δείχνεται ως αναγκαιότητα κι όχι ως επιλογή της, ενώ η Μέριλ Στριπ, στο ρόλο της ακριβοθώρητης αστής, ηγετικής σουφραζέτας Εμελιν Πάνχερστ, εμφανίζεται σε μια και μόνο σκηνή. Σημειωτέον ότι πρόκειται για την πρώτη ταινία τα γυρίσματα της οποίας έγιναν μέσα στο βρετανικό Κοινοβούλιο.

Μαχάτμα Γκάντι

Και από την Μ.Βρετανία, πάμε σε μια απ’τις μεγαλύτερες βρετανικές αποικίες του 20ου αιώνα, την Ινδία και πιο συγκεκριμένα στον Μαχάτμα Γκάντι.

Ο Γκάντι υπήρξε η σπουδαιότερη φυσιογνωμία του κινήματος της ινδικής ανεξαρτησίας από τον βρετανικό ζυγό και παγκόσμιο σύμβολο κατά της αποικιοκρατίας. Αυτό που τον έκανε να διαφέρει από άλλους επαναστάτες ήταν η φιλοσοφία βάσει της οποίας ζούσε και δρούσε. Ο ινδός στοχαστής θεωρείται ο εμπνευστής και θεμελιωτής της παθητικής αντίστασης χωρίς τη χρήση βίας έναντι των καταπιεστών. Μια μέθοδος που προκάλεσε μεγαλύτερη αντίδραση στην Ινδία και μπλόκαρε τη Μεγάλη Βρετανία, που δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει τις ειρηνικές αλλά αποτελεσματικές μεθόδους του. Η βία της έδινε δύναμη, η παθητικότητα της προκάλεσε ένα απρόσμενο και πανίσχυρο σοκ.

 

Παγκόσμια γνωστές έγιναν οι απεργίες πείνας του. Μέσα σε 35 χρόνια, ο Γκάντι υπέβαλε τον εαυτό του σε 18 απεργίες πείνας. Ήταν μια πράξη επανάστασης και συνάμα κομμάτι μιας βαθύτερης ιδεολογίας.

 

Το 1918 ο Ινδός ακτιβιστής εγκαταστάθηκε στην πόλη Αχμενταμπάντ. Αμέσως ανέπτυξε κοινωνική δράση και συμμετείχε ενεργά στα κοινά. Έτσι, όταν κάποια στιγμή οι εργάτες των τοπικών υφαντουργείων κατήγγειλαν τις τοπικές αρχές για εκμετάλλευση και απαίτησαν μία αύξηση της τάξης του 35% στους μισθούς τους, ο Γκάντι έσπευσε να βοηθήσει. Αρχικά τους ενθάρρυνε να κάνουν απεργία. Ήταν η πρώτη απεργία που γινόταν στην ιστορία της μεγαλούπολης. Δύο βδομάδες αργότερα, οι εργοδότες έκαναν ένα βήμα πίσω και προσέφεραν 20% αύξηση. Πολλοί συμβιβάστηκαν και αποφάσισαν να επιστρέψουν στη δουλειά. Οι υπόλοιποι συνέχισαν την απεργία. Προκειμένου να ενισχύσει την προσπάθειά τους, ο Γκάντι αποφάσισε να μπει μπροστά, κάνοντας απεργία πείνας. Δήλωσε δημόσια ότι δεν θα ξαναέτρωγε φαγητό μέχρι να δοθεί στους εργάτες η αύξηση που ζητούσαν. Οι ιδιοκτήτες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να ενδώσουν στην κοινωνική πίεση. Τέσσερις μέρες αφού ο Ινδός ξεκίνησε την απεργία του, δέχθηκαν να παραχωρήσουν την πολυπόθητη αύξηση. Τους ήταν αδιανόητο να πάρουν την ευθύνη για το θάνατο του Γκάντι και την κοινωνική έκρηξη που θα προκαλούσε. Ήταν ένα ιστορικό γεγονός για τα δεδομένα της Ινδίας. Ποτέ στο παρελθόν κάποιος δεν είχε διεκδικήσει και κατακτήσει κάτι μέσω απεργίας πείνας.

 

Ακολούθησαν πολλές ακόμα απεργίες, όπως αυτή του 1919 με αφορμή τον τρομονόμο Rowlatt, που θεσμοθετούσε την προληπτική σύλληψη και φυλάκιση άνευ δίκης των υπόπτων για τρομοκρατία, που στην ουσία επρόκειτο για μία απόπειρα να φιμώσουν τον Γκάντι.

 

«Γκάντι» – Gandhi (1982)

Πρόκειται για τη ζωή και το έργο του “Γκάντι”, με πρωταγωνιστή τον έξοχο ηθοποιό Μπεν Κίνγκσλεϊ. Η αριστουργηματική αυτή ταινία είναι μια βιογραφική και ιστορική σύγχρονη κινηματογραφική εκδοχή, πιστή όμως στα αληθινά γεγονότα και αφηγείται με υπέροχο τρόπο την “παθητική αντίσταση” του ανθρώπου που οδήγησε την Ινδία στην ανεξαρτησία της από την αγγλική κυριαρχία.

 

Ο Γκάντι, κατεχόμενος από βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα και αγάπη για τη χώρα του, ξεκινάει έναν αγώνα για την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού. Μετά από σκληρό και μακρύ αγώνα, πετυχαίνει το σκοπό του, προσπαθώντας πάντοτε να τηρεί απαρέγκλιτα το βασικό του «πιστεύω», την αποφυγή χρήσης βίας. Ο αγώνας του, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε το μένος των Βρετανών. Άλλωστε, προφανώς αυτοί βρίσκονται πίσω από το βίαιο θάνατό του, στην Μπίρλα στο Νέο Δελχί, το 1948.

Η ταινία του Ρίτσαρντ Ατένμπορο είναι μια λαμπρή παραγωγή, ένα σύγχρονο επικό φιλμ, με καταπληκτική φωτογραφία με ωραία ντεκόρ, με προσοχή στην παραμικρή λεπτομέρεια και την απίστευτα πληθωρική παρουσία του Μπεν Κίνγκσλεϊ. Μια ταινία που απέσπασε τις καλύτερες κριτικές, που αγαπήθηκε από το κοινό και τιμήθηκε με οχτώ Οσκαρ.

Η απεργία των «70»

Στα επόμενα χρονιά οι απεργίες πείνας γίνονται πιο μαζικές και αποφασιστικές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι νεκροί απεργοί πείνας της RAF το 1974 στη Γερμανία και οι θάνατοι 10 μαχητών του ΙRΑ το 1981, με πρώτον αυτόν του «γελαστού παιδιού» RobertGerard (Bobby) Sands μετά από 66 μέρες απεργία πείνας στην φυλακή Maze, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

 

Η Ιρλανδία παλεύει για περισσότερο από 700 χρόνια με τους Εγγλέζους! Όλο αυτό το διάστημα οι Αγγλοι αποικιοκράτες δε δέχτηκαν ποτέ πως οι Ιρλανδοί αγωνιστές είναι πολιτικοί αγωνιστές. Δε δέχτηκαν ποτέ πως ο αγώνας των Ιρλανδών είναι πολιτικός αγώνας. Θεώρησαν και θεωρούν τους Ιρλανδούς αγωνιστές κακοποιούς, κατακάθια της κοινωνίας, στυγνούς εγκληματίες. Και τους φέρνονται αναλόγως! Κανένα δικαίωμα οι κρατούμενοι. Οι κρατούντες αποφασίζουν για τη ζωή ή το θάνατο! Ανάλογα τις περιστάσεις, άλλοτε βασανίζουν και άλλοτε δολοφονούν!

 

Βρισκόμαστε στο Μάρτη του 1981. Μια μεγάλη ομάδα Ιρλανδών αγωνιστών κρατουμένων, εβδομήντα στον αριθμό, με επικεφαλής τον Μπόμπι Σαντς, ο οποίος κατά τη διάρκεια της απεργίας πείνας εκλέχτηκε βουλευτής του βρετανικού κοινοβουλίου, αποφασίζουν να κατέβουν σε απεργία πείνας διαρκείας. Μια άλλη απόπειρα απεργίας πείνας, που έγινε έξι μήνες νωρίτερα, έληξε άδοξα καθώς οι απεργοί πίστεψαν πως είχαν ικανοποιηθεί τα αιτήματά τους. Τούτη τη φορά όμως οι απεργοί κρατούμενοι ήταν πιο οργανωμένοι και πιο αποφασισμένοι.

Η απόφασή τους να κατέβουν σε απεργία πείνας διαρκείας, το ύστατο μέσο διαμαρτυρίας, πάρθηκε αφού πρώτα είχαν εξαντληθεί όλες οι άλλες αγωνιστικές προσπάθειες για τη δικαίωση πέντε αιτημάτων τους: 1) το δικαίωμα να μη φορούν στολή φυλακισμένου, αλλά τα δικά τους ρούχα, 2) το δικαίωμα να μην κάνουν εργασίες της φυλακής, 3) το δικαίωμα ελεύθερης επικοινωνίας με τους άλλους κρατούμενους, 4) το δικαίωμα επίσκεψης, 5) το δικαίωμα για ένα γράμμα και για ένα δέμα την εβδομάδα. Οι αγώνες πριν την απεργία πείνας, ανάμεσα στα άλλα, περιελάμβαναν τις «διαδηλώσεις της κουβέρτας» (οι κρατούμενοι δε φόραγαν τις στολές της φυλακής και έμεναν γυμνοί κάτω από την κουβέρτα τους έγιναν γνωστοί ως blanket-men), την άρνησή τους να καθαρίσουν τα περιττώματά τους, με τα οποία άλειφαν τους τοίχους των κελιών τους, το χύσιμο των ούρων τους στους διαδρόμους της φυλακής, κ.ά.

Η αναγνώριση των πέντε δικαιωμάτων θα σήμαινε, φυσικά, και αναγνώριση της πολιτικής φύσης του ιρλανδέζικου αγώνα. Οι κρατούμενοι δε θα ήταν πια κοινωνικά κατακάθια και στυγνοί δολοφόνοι, όπως τους παρουσίαζε κατ’εξακολούθηση η σιδηρα κυρία Μάργκαρετ Θάτσερ, αλλά πολιτικοί κρατούμενοι με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα τους. Πάνω, λοιπόν, στο «τραπέζι» της απεργίας πείνας μπήκε ολόκληρο το ιρλανδέζικο ζήτημα. Αγώνες, βέβαια, 700 χρόνων δεν ήταν διατεθειμένη να διακινδυνέψει ούτε η μια ούτε η άλλη μεριά. Οι απεργοί ήξεραν πως η υποχώρηση θα έφερνε χρόνια πίσω τον αγώνα τους. Και οι Εγγλέζοι, επίσης, γνώριζαν πως η υποχώρηση θα τους οδηγούσε στην τελική παράδοση της Ιρλανδίας στους Ιρλανδούς! Τον Οκτώβρη του 1981, επτά μήνες από την έναρξη, η απεργία των «εβδομήντα», όπως έμεινε στην ιστορία, σταμάτησε. Η αγγλική κυβέρνηση, (και) κάτω από την παγκόσμια κατακραυγή, αναγκάστηκε να δεχτεί όλα τα αιτήματα των κρατουμένων, χωρίς βέβαια να αναγνωρίσει τον αγώνα τους σαν πολιτικό αγώνα. Στο μεταξύ 10 Ιρλανδοί αγωνιστές, με πρώτο τον Μπόμπι Σαντς, έχασαν τη ζωή τους από έλλειψη τροφής.

 

«Hunger» (2008)

Η ταινία έχοντας κατά νου όλα τα παραπάνω, παρακολουθεί τη ζωή και το θάνατο του Μπόμπι Σαντς από τη μέρα που ξεκίνησε την απεργία πείνας μέχρι το θάνατό του και περιγράφει με μοναδικό κινηματογραφικό τρόπο, την «απεργία πείνας των εβδομήντα» Ιρλανδών αγωνιστών. Και άλλες φορές ο κινηματογράφος έχει απασχοληθεί με την Ιρλανδία και τον IRA. Αλλοτε πιο πετυχημένα και άλλωτε όχι, όμως η συγκεκριμένη ταινία ξεπερνάει κάθε προηγούμενη. Κυρίως γιατί επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην πορεία προς τον θάνατο ενός απεργού πείνας. Και μας τον δείχνει σιγά-σιγά που λιώνει. Και όσο έλιωνε το κορμί του, τόσο μεγαλύτερη γινόταν η θέλησή του να νικήσει! Η ταινία είναι ένας ύμνος στη θέληση για ελευθερία!

Το κολαστήριο του Γκουαντάναμο και το βασανιστήριο της υποχρεωτικής σίτισης Όπως αναφέραμε παραπάνω στις αρχές του 20ού αιώνα έχουμε για πρώτη φορά, ως κατασταλτική απάντηση στην απεργία πείνας, την υποχρεωτική σίτιση στις Αγγλίδες σουφραζέτες, μετά από απόφαση του υπουργού Εσωτερικών της Αγγλίας, που βρέθηκε σε κατάσταση πανικού μπροστά στη νέα αυτή μορφή διαμαρτυρίας, όμως από τότε έχουν περάσει πολλά χρόνια και το αστικό κράτος έχει βελτιώσει τις μεθόδους του.

 
 

Και έτσι από την Ευρώπη πάμε στην Αμερική και πιο συγκεκριμένα στις φυλακές του Γκουαντάναμο. Φυλακές που έχουν χαρακτηριστεί ως σύγχρονο στρατόπεδο συγκέντρωσης και κολαστήριο ψυχών. Στον κόλπο του Γκουαντάναμο στην Κούβα, μέσα στη ναυτική βάση των ΗΠΑ, λειτουργεί φυλακή, όπου κρατούνται κυρίως ύποπτοι για τρομοκρατικές επιθέσεις μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Από το 2002, πολλοί κρατούμενοι του Γκουαντάναμο οδηγούνταν σε απεργία πείνας ως ένδειξη διαμαρτυρίας στην αναίτια καταδίκη τους.

 

Το 2013 το στρατιωτικό προσωπικό επιτέθηκε σε αρκετούς μουσουλμάνους κρατουμένους, κρύβοντας τα Κοράνια τους και απαγορεύοντας την προσευχή κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού. Το 2013 ξέσπασε απεργία πείνας σχεδόν από τα 2/3 των κρατουμένων με αίτημα την μεταχείριση τους ως ανθρώπους και όχι ως σάκους με κόκκαλα, από την Αμερικανική κυβέρνηση.

 
 

Σοκ προκάλεσαν οι αποκαλύψεις όσον αφορά στις τεχνικές που χρησιμοποιούν οι δεσμοφύλακες στο κολαστήριο του Γκουαντάναμο έναντι των κρατουμένων. Μέσο πίεσης αποτέλεσε και το διάβημα της Αμερικανικής Ενωσης για τις Πολιτικές Ελευθερίες (ACLU) και άλλων ανθρωπιστικών οργανώσεων προς τον υπουργό Αμυνας, Τσακ Χέιγκελ, που ζητούσαν τον άμεσο τερματισμό της απάνθρωπης τακτικής της υποχρεωτικής σίτισης στην οποία υποβάλλουν κρατούμενους του Γκουαντάναμο που πραγματοποιούσαν απεργία πείνας, μέσω μιας μεθόδου που ισοδυναμεί με βασανιστήριο.

 

«Standard Operating Procedure» (2013)

Το 2013 δημοσιεύεται το ντοκιμαντερ του Ασίφ Καπάντια, όπου σε μια σκηνή του ο ραπερ Μος Ντεφ, γνωστός και ως Γιασίν Μπέι, υποβάλλεται με τη θέλησή του στο βασανιστήριο της υποχρεωτικής σίτισης με σκοπό να δείξει στον κόσμο τι γίνεται στις φυλακές του Γκουαντάναμο και όχι μόνο. Με δάκρυα στα μάτια, δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τη διαδικασία.

Η απόφαση του, να καταδείξει τον βίαιο και χυδαίο τρόπο με τον οποίο οι αμερικανικές Αρχές μεταχειρίζονται τους κρατούμενούς τους, πάρθηκε αφού διέρρευσε ο τρόπος με τον οποίο οι απεργοί πείνας στις φυλακές του Γκουαντάναμο, υποβάλλονται δύο φορές την ημέρα, στη διαδικασία της υποχρεωτικής σίτισης.

Αφορμή, η αποκάλυψη από το δίκτυο «Αλ Τζαζίρα», εγγράφου για τις τεχνικές που χρησιμοποιούν οι στρατιωτικές αρχές του κολαστηρίου – που ονομάζεται Standard Operating Procedure (SOP) για τους απεργούς πείνας – που χαρακτηρίζει τη διαδικασία «σκληρή και απάνθρωπη», με τους κρατούμενους να παραμένουν στο ειδικό κάθισμα φορώντας τη μάσκα.

 

Σύμφωνα με έγγραφο που δημοσιοποιήθηκε το σκληραγωγημένο στρατιωτικό προσωπικό έπαιρνε με τη βία δύο φορές την ημέρα τους φυλακισμένους από τα κελιά τους και τους προσέφερε ένα υποκατάστατο τροφής σε υγρή μορφή. Σε περίπτωση που το αρνούνταν, τους έδεναν με τη βία σε μια καρέκλα-αντίγραφο ηλεκτρικής καρέκλας.

Με την επίβλεψη νοσοκόμου, ένας στρατιωτικός ιατρός περνούσε ένα ρινογαστρικό σωλήνα από το ρουθούνι του φυλακισμένου. Σταγόνα-σταγόνα γέμιζε το στομάχι των έγκλειστων από θρεπτικές ουσίες, με σκοπό να μην πεθάνουν. Η διαδικασία κρατούσε περισσότερο από δύο ώρες και οι φυλακισμένοι έμεναν δεμένοι χειροπόδαρα μέχρι να ολοκληρωθεί η πέψη χωρίς να κάνουν εμετό. Μαρτυρίες των φυλακισμένων σοκάρουν για την απάνθρωπη πρακτική της αναγκαστικής σίτισης.

 

Τον Μάιο του 2013 η Επιτροπή των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δημοσίευσε μία έκθεση ανακοινώνοντας ότι η συνεχόμενη αναιτιολόγητη κράτηση στο Γκουαντάναμο αποτελεί μια «καταφανή παραβίαση του διεθνούς δικαίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα», ενώ χαρακτήρισε την αναγκαστική σίτιση «σκληρή, απάνθρωπη και εξευτελιστική».

Οι απεργίες πείνας σε πρωταγωνιστικό ρόλο στην Τουρκία

Στην γειτονική μας Τουρκία οι απεργίες πείνας ήταν πολλές φορές το ύστατο όπλο στα χέρια αγωνιστών και φυλακισμένων από τους Κούρδους απεργούς πείνας στα κελιά τύπου Γ (F-type: υψίστης ασφαλείας και απομόνωσης) με πάνω απο 120 καταγεγραμμένους νεκρούς μέχρι την πιο πρόσφατη απεργία πείνας των μελών του αριστερού τούρκικου συγκροτήματος Grup Yorum 2019-20 ζητώντας την απελευθέρωση επτά μελών τους που είχαν συλληφθεί, την απόσυρση των ενταλμάτων σύλληψης εναντίον άλλων μουσικών, αλλά και να τους επιτραπεί να κάνουν ξανά συναυλίες, που είχαν απαγορευτεί από την κυβέρνηση Ερντογάν, επικαλούμενη «σχέσεις του συγκροτήματος με την τρομοκρατία». Τραγικός απολογισμός 3 μέλη του συγκροτήματος νεκρά μετά από πάνω από 300 μέρες απεργίας πείνας η οποία δικαιώθηκε στις 5 Μαΐου 2020, αφού το τουρκικό κράτος δέχθηκε να δώσει άδεια στο εμβληματικό συγκρότημα για να παίξει στην Κωνσταντινούπολη.

 

Από τις Σουφραζέτες του προηγούμενου αιώνα μέχρι και μέχρι τον Δημήτρη Κουφοντίνα, τα κοινά σημεία σύνδεσης μπορεί να είναι από ελάχιστα έως μηδαμινά. Υπάρχει όμως ένα κοινό χαρακτηριστικό: η απόφαση των απεργών να παλέψουν μέχρι το τέλος, μέχρι την νίκη!

Η απεργία πείνας αποτελεί συνειδητή απόφαση και όχι κίνηση απελπισίας, αλλά ούτε και μια «ειρηνική» διαμαρτυρία για να προβάλει τη θυματοποίηση του απεργού και να αποσπάσει την ευαισθησία και την φιλανθρωπία.

Ήταν και θα είναι μια συνειδητή απόφαση αγώνα, μια κραυγή αξιοπρέπειας, μια μάχη από τους καταπιεσμένους ενάντια στο κράτος, ένας αγώνας μέχρι εσχάτων με όλα τα μέσα! Ένας αγώνας, που στοχεύει στον εκβιασμό του κράτους από πλευράς του απεργού πείνας, για την πραγμάτωση των αιτημάτων του, την ανάδειξη του ζητήματος και την δημιουργία κινήματος αλληλεγγύης.

Παρόλο που σε έναν αγώνα ανάλογα με τις συνθήκες και την έκβασή του κρίνεται ο νικητής, στην περίπτωση της απεργίας πείνας, νικητής είναι πάντοτε ο απεργός! Είτε με την πραγμάτωση των αιτημάτων του, είτε με το θάνατό του, από την στιγμή που έχει καταφέρει να ανοίξει μια ευρύτερη συζήτηση στην κοινωνία, για τον ρόλο του αστικού κράτους και τον τρόπο που μεταχειρίζεται τους αντιπάλους του.

Αν και δεν βρήκαμε κάποια ταινία ή ντοκιμαντέρ για τις απεργίες πείνας στην Τουρκία θα θέλαμε να κλείσουμε με το τραγούδι Haydi Kalk Gidelim (Ας σηκωθούμε και πάμε) απ’το συγκρότημα Grup Yorum.

Με την μουσική να την υπογράφει ο μπασίστας του συγκροτήματος Ιμπραχίμ Γκοκτσέκ (νεκρός μετά από 323 ημέρες απεργίας πείνας) και τους στίχους να τους έχει γράψει και ερμηνεύει η Χελίν Μπολέκ (νεκρή, επίσης, μετά από 288 ημέρες απεργίας πείνας) που σε ελεύθερη μετάφραση λένε:

Μην μένεις σιωπηλός,

φώναξε,

σήκωσε το κεφάλι σου,

Μην φοβάσαι να σηκωθείς εναντια στον τυραννο.

Αν μείνω σιωπηλός,

τι θα κάνουμε τότε;

Η ελπίδα θα τελειώσει,

ο άνθρωπος θα σαπίσει.

 

Ας σηκωθούμε και πάμε,

Στα βουνά [..] Στα σχολεία [..] Στη γειτονιά

να ανάψει η φωτιά της ελευθερίας στους δρόμους.