Εάν κάτι επιβεβαίωσε η παρουσία του μεγάλου αρχηγού της «Βορειοατλαντικής Συμμαχίας» στην τελευταία Σύνοδο του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, είναι σε κάθε περίπτωση ότι οι στόχοι και οι επιδιώξεις της επικεντρώνονται ολοένα και περισσότερο κατά της «ρωσικής απειλής». Είτε αυτή έχει άρωμα στρατιωτικό, είτε εμπορικό, στο κάδρο των «απειλών» της τρομοκρατίας και της λεγόμενης ισλαμικής απειλής, μπαίνει όλο και πιο εμφατικά ο ρωσικός κίνδυνος. Στη διαμάχη αυτή, η πειθήνια στάση της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια είναι παροιμιώδης.
«Τι στο καλό είναι το ΝΑΤΟ εάν η Γερμανία πληρώνει τη Ρωσία δισεκατομμύρια δολάρια για αέριο και ενέργεια; Γιατί υπάρχουν μόνο 5 από τις 29 χώρες που ικανοποιούν τις δεσμεύσεις τους; Οι ΗΠΑ πληρώνουν για την προστασία της Ευρώπης, και μετά χάνουν δισ. δολ. στο Εμπόριο. Πρέπει να καλυφθεί ο στόχος του 2% τώρα, όχι το 2025», μία μόνο από τις αναρτήσεις του Ντόναλντ Τραμπ κατά τη Σύνοδο Κορυφής, αποκαλυπτική δε της στάσης του Αμερικανού απέναντι στους «Συμμάχους».
Στον αγώνα αυτόν του ΝΑΤΟ καιι των ΗΠΑ, η χώρα μας στέκεται αρωγός με κάθε τρόπο, και ειδικά τα τελευταία χρόνια.
Δεύτερη παγκοσμίως και πρώτη στην Ευρώπη σε οικονομική συμμετοχή επί του συνολικού ΑΕΠ με 2,27% το τελευταίο έτος, fast track διαπραγμάτευση και «ξεκλείδωμα» του χρόνιου και μείζονος ζητήματος της ΠΓΔΜ, αλλά και αγκαθιού στην περαιτέρω εξάπλωση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια, συνεχής αναβάθμιση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην ελληνική επικράτεια με σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις σε Αιγαίο, βαρύ οπλισμός στην Κρήτη, κατασκοπευτικά drones στη Λάρισα, πυρηνικά σενάρια στον Άραξο και αλλού, παράδοση της Αλεξανδρούπολης στα αμερικανικά ενεργειακά συμφέροντα με ταυτόχρονο αποκλεισμό της ρωσικής ενέργειας. Δεν τα λες και λίγα για τρεισήμισι χρόνια διακυβέρνησης.
Ο πρωθυπουργός, ωστόσο, έχει μια μοναδική ικανότητα να συνεχίζει να εκπλήσσει, δυστυχώς όχι ευχάριστα.
«Εν τούτοις θα μου επιτρέψετε να επισημάνω ότι το αίτημα να υπάρχει δίκαιη και αναλογική μοιρασιά των βαρών, διαμερισμός των βαρών, είναι ένα δίκαιο αίτημα. Και είναι ένα δίκαιο αίτημα, κυρίως όταν ακούγεται από χώρες σαν την Ελλάδα και όχι από χώρες σαν τις ΗΠΑ» επέλεξε να σχολιάσει λίγο πριν την ολοκλήρωση της συνέντευξης τύπου που παραχώρησε στις Βρυξέλλες, και μάλιστα χωρίς να ερωτηθεί, αναπτύσσοντας το «σκεπτικό του Τραμπ» μέσα από το εύλογο δικό του.
«Η Ελλάδα τηρεί για πάρα πολλά χρόνια αυτές τις συμβατικές υποχρεώσεις από τα λίγα που έχει. Και θα έλεγα ότι μία από τις αιτίες που οδηγηθήκαμε και στην κρίση, ήταν ακριβώς αυτή. Όταν άλλοι εταίροι μας στην ΕΕ, που έχουν και αμυντική βιομηχανία, άρα οι δαπάνες τους σε εξοπλισμούς είναι και κατά ένα μέρος αναπτυξιακές, έδιναν πολύ λιγότερα αναλογικά από ότι δίνει η Ελλάδα, αλλά η Ελλάδα έδινε εξαιτίας της θέσης της στον χάρτη και της ιδιομορφίας της σχέσης της με την Τουρκία, αλλά και άλλες χώρες στην περιοχή και άρα η Ελλάδα δεν είχε την δυνατότητα, εξαιτίας αυτού του λόγου, να μπορεί να δαπανά για την Παιδεία, για την Υγεία, για κοινωνικές υποδομές, δεν μπορεί, και μετά από όλα όσα τράβηξε η Ελλάδα το προηγούμενο διάστημα με την οικονομική κρίση, που έχασε το 25% του εθνικού της πλούτου αλλά παρέμεινε σε δαπάνες εντός του συμβατικού της ορίου, δεν μπορεί κάποιοι άλλοι να λένε, θα το δούμε στο μέλλον, δεν μας αφορά».
Επιχείρημα εν πολλοίς σωστό, αφού τα μαθηματικά επιβεβαιώνουν τις διαπιστώσεις του πρωθυπουργού. Στη διακριτική ευχέρεια του οποίου όμως βρέθηκε η απόφαση να το χρησιμοποιήσει έτσι και όχι αντίστροφα. Διεκδικώντας, δηλαδή, να μην γονατίζει η Ελλάδα με τις καταβολές 30 και πλέον δισ. ευρώ, μόνο μέσα στην κρίση και ενόσω τα μνημόνια ισοπέδωναν την οικονομία, την ώρα που άλλοι έχουν πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες ανάληψης της ευθύνης χρηματοδότησης, ενώ τα σύνορα της Ελλάδας παραμένουν… τα ευρωπαϊκά.
Αντί για τα παραπάνω, ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε να μεσιτεύσει τα λεγόμενα του Ντόναλντ Τραμπ, ολοκληρώνοντας την «παρέμβασή» του σε απόλυτη ευθυγράμμιση με την αντιρωσική γραμμή του Αμερικανού, αφού όπως τόνισε, «δεν μπορεί να λένε ότι, εν πάση περιπτώσει η διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας θα πρέπει να είναι μία υπόθεση που να αφορά μονάχα τον Νότο και όχι τον Βορρά. Θέλω λοιπόν με δυο λόγια να πω, ότι ενδεχομένως ο τρόπος με τον οποίο έθεσε το ζήτημα ο πρόεδρος Τραμπ να ήταν ολίγον, μη πολιτικά ορθός, το συνηθίζει άλλωστε, αλλά η ουσία του αιτήματος που κατατέθηκε ήταν κατά την άποψη μου πολιτικά ορθότατη».
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Έλληνα πρωθυπουργό, ο… διαβολικός -αλλά καλός- Τραμπ μπορεί να χάνει στον τρόπο που εκφράζεται, αλλά κατά βάση έχει δίκιο: Το ΝΑΤΟ το έχουν ανάγκη περισσότερο οι Ευρωπαίοι, η Ρωσία απορροφά υπερβολικά και απαράδεκτα ευρωπαϊκά κεφάλαια, η Βορειοατλαντική Συμμαχία χρειάζεται μεγαλύτερη χρηματοδότηση από τις ευρωπαϊκές χώρες για ένα αντιρωσικό μέτωπο.
Σε κάθε περίπτωση, θα έλεγε κανείς πως ο Ντ. Τραμπ -και οι κραυγές του για επέκταση του ΝΑΤΟ κατά της ρωσικής απειλής και των υπόλοιπων ανεμόμυλων που προσφέρονται για την παράταση της ηγεμονίας των ΗΠΑ- δεν θα ήλπιζε ούτε στα πιο τρελά του όνειρα να βρει στο πρόσωπο του αριστερού Αλέξη Τσίπρα έναν τέτοιο σύμμαχο. Πολεμική κατά του μέχρι πρότινος «στρατηγικού εταίρου» της Ελλάδας, Ρωσίας, επιθέσεις κατά της Γερμανίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δαιμονοποίηση σύσσωμης της μετανάστευσης και ολομέτωπη κατά του «ανοίγματος των συνόρων της Ευρώπης», για το οποίο κάθε ξενοφοβική ευρωπαϊκή κυβέρνηση έχει εκφραστεί ανοιχτά κατά της Ελλάδας.
Όμως από τον περασμένο Νοέμβριο και την επίσκεψη του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ έχει περάσει κοντά ένας χρόνος, εξόχως αποκαλυπτικός για το σφιχτό δέσιμο της χώρας μας στην αμερικανική πολεμική μηχανή. Ένα προκλητικό σφιχταγκάλιασμα του οποίου η ανταποδοτικότητα, ακόμα και με βάση το αφήγημα του «εθνικού συμφέροντος», παραμένει μυστήριο.
Με το ζήτημα των δύο Ελλήνων στρατιωτικών να προσεγγίζει τον μισό χρόνο χωρίς προοπτική για αποκλιμάκωση, τις τουρκικές παραβιάσεις (με κόστος και τη ζωή ενός πιλότου) να εντείνονται, τα πολυδιαφημισμένα «εμπορικά οφέλη» να παραμένουν όμορφα λόγια που εκτοξεύονται ως φιλοδώρημα σε κάθε δημόσια ομιλία και περιοδεία του πρέσβη Πάιατ και με την ελληνική ενδοτικότητα στις αμερικανικές απαιτήσεις να εντείνονται σε κάθε ευκαιρία, ποιο είναι τελικά το όφελος αυτής της ταύτισης;
Και, επιτέλους, πως συμβαδίζει η πολυθρύλητη «πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική» με την όλο και πιο εμφατική εμφάνιση ως χρήσιμου… έξυπνου στο πλευρό κάθε αμερικανικού συμφέροντος;