Πηγή: Katiousa

O Βασίλης Τσιράκης αποτελεί έναν συγγραφέα με οξυμένη παρατηρητικότητα, που χαρτογραφεί με κριτική σκέψη, οξυδέρκεια και ενσυναίσθηση τα ερεθίσματα της περιβάλλουσας πραγματικότητας, προσπαθώντας να ερμηνεύσει και να κατανοήσει τον κόσμο. Το λογοτεχνικό του σύμπαν διέπεται από ρεαλισμό και αληθοφάνεια, ενώ οι χαρακτήρες του είναι σάρκινοι, χωρίς στοιχεία που να μαρτυρούν επιτήδευση.

Ποιο είναι το αντίδοτο στον φόβο; Πότε εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια πως το όραμα της ισχυρής Ελλάδας μέσα στο Ευρώ είχε πήλινα πόδια; Γιατί η παγκόσμια υγειονομική κρίση δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία; Τι κάνει το κεφάλαιο σε κάθε κρίση; Τι είναι ευτυχία;

Με αφορμή το νέο του βιβλίο «Ξερολιθιά», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Τόπος, ο Βασίλης Τσιράκης σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης.

Το τελευταίο σας μυθιστόρημα, η Ξερολιθιά, αποτελεί μία σύγχρονη ιστορία για όσα διαδραματίζονται γύρω μας σήμερα, που προτιμήσατε όμως να την τοποθετήσετε χρονικά στο 2004, μετά το τέλος της Ολυμπιάδας. Γιατί το κάνατε αυτό; Θεωρείτε πως συνδέεται εκείνη η εποχή με τη σημερινή; Κι αν ναι, με ποιο τρόπο;

Νομίζω πως αμέσως μετά την Ολυμπιάδα εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια πως το όραμα της ισχυρής Ελλάδας μέσα στο Ευρώ είχε πήλινα πόδια. Σημάδια που καλύπτονταν όμως από την λάμψη της Eurovision, του Euro και της Ολυμπιάδας, τροφοδοτώντας με αυταπάτες ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Ώσπου η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 αποκάλυψε πως ο βασιλιάς είναι γυμνός και ο ελληνικός καπιταλισμός ξέμεινε από νέα μεγάλα εθνικά οράματα.

Αν πρέπει να κρατήσουμε κάτι ακόμα από αυτή την, ας την ονομάσουμε σχηματικά, μεταολυμπιακή περίοδο είναι ότι και τότε υπήρχαν φωνές που κόντρα στο ρεύμα μιλούσαν για το ότι οι εργαζόμενοι δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από την ισχυρή Ελλάδα και την είσοδο στη ζώνη του Ευρώ, αλλά αυτές χάνονταν μέσα στον απόηχο των πανηγυρισμών του μεγάλου ελληνικού καλοκαιριού.

Η ξερολιθιά είναι μία κατασκευή από πέτρες, που συνδέονται χωρίς κανένα συνδετικό υλικό. Γιατί επιλέξατε να την χρησιμοποιήσετε ως σημείο αναφοράς στο βιβλίο σας;

Η αξία της ξερολιθιάς είναι ακριβώς η σταθερότητα και η αντοχή της στο χρόνο, χωρίς την χρήση κάποιας συγκολλητικής ουσίας. Πράγμα βέβαια που απαιτεί την μαστοριά του εργάτη-τεχνίτη, ο οποίος έχει τον πλήρη έλεγχο της κατασκευής της από την αρχή μέχρι το τέλος. Έτσι η εργασία γίνεται τέχνη και η τέχνη εργασία.

Αν το ζητούμενο σήμερα είναι μια ουσιαστική συγκόλληση του κατακερματισμένου κόσμου, αλλά και του ίδιου του ανθρώπου, η ξερολιθιά συμβολίζει τη μεγάλη αφήγηση κόντρα στην τεχνητή συγκόλληση της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, κόντρα στην ξεπερασμένη πια από τη ζωή ολοφοβία του μεταμοντερνισμού, που μιλά για το τέλος της ιστορίας και των ιδεολογιών και μας παρουσιάζει το αποσπασματικό, το μερικό και το πρόσκαιρο ενός θρυμματισμένου κόσμου ως πρόταση ζωής.

Από που πήρατε την πρώτη ύλη με την οποία μπολιάσατε την προσωπικότητά των κεντρικών σας ηρώων; Από τη φαντασία σας ή από υπαρκτά πρόσωπα που έχετε συναντήσει στη ζωή σας;

Θα απαντήσω με ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο: «…Αυτό δεν είναι άλλωστε και το ζητούμενο στη γραφή; Η συνάντηση σα να λέμε της πραγματικότητας με τη φαντασία. Η τέχνη είναι ένα ψέμα μέσω του οποίου οδηγούμαστε στην αλήθεια …». Η τελευταία φράση που φέρεται να έχει ειπωθεί από τον Πάμπλο Πικάσο νομίζω δίνει την απάντηση όχι μόνο για την σχέση της φαντασίας με την πραγματικότητα, αλλά και για τη σχέση του δημιουργού με το έργο του.

Γιατί το έργο τέχνης δεν είναι ένα έπιπλο προσχεδιασμένο από την αρχή μέχρι το τέλος στους τέσσερις τοίχους του εργαστήριου του συγγραφέα. Είναι το δένδρο που η ανάπτυξή του και η καρποφορία του εξαρτάται όχι μόνο από το έδαφος, αλλά και από τις εξωτερικές καιρικές συνθήκες.

Με ποιον από τους κεντρικούς χαρακτήρες ταιριάζετε περισσότερο και γιατί;

Ο συγγραφέας δεν πρέπει να κρύβεται πίσω από κάποιον συγκεκριμένο ήρωα, αλλά να διαχέεται σε όλους. Γιατί ο συγγραφέας οφείλει πρώτα απ’ όλα να κατανοήσει – εξηγήσει τη στάση των ηρώων του μυθιστορήματος και δευτερευόντως να καταδικάσει ή να επιβραβεύσει. Και από αυτή τη σκοπιά, αποφεύγοντας εύκολους μανιχαϊσμούς, πρέπει να ταυτίζεται – και αυτό είναι το δύσκολο – και με τους αρνητικούς ήρωες. Ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα θα πρέπει στη διαμάχη του καλού με το κακό να παίρνει υπόψη του την πραγματικότητα. Στην οποία αν «νικούσε» πάντα το καλό, τότε η κοινωνία μας θα ήταν διαφορετική.

«Η χρήση μιας λέξης είναι όπως η χρήση ενός πιονιού σ’ ένα παιχνίδι: δεν μπορείς να καταλάβεις τη χρήση της βασίλισσας αν δεν καταλαβαίνεις τη χρήση των άλλων πιονιών», γράφει ο σπουδαίος φιλόσοφος, Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν. Εσείς δίνετε μεγαλύτερη βαρύτητα στις λέξεις που χρησιμοποιείτε στις ιστορίες σας ή προτιμάτε να εστιάζετε περισσότερο στην πλοκή;

Λογοτεχνία χωρίς πλοκή υπάρχει και θα συνεχίζει να υπάρχει. Τρανό παράδειγμα η ποίηση, η ύψιστη μορφή του γραπτού λόγου. Αλλά και στον πεζό λόγο υπάρχουν αριστουργήματα που δεν δίνουν βάρος στην πλοκή ή και δεν έχουν καθόλου. Όμως λογοτεχνία χωρίς λέξεις δεν υπάρχει. Οι λέξεις, η γλώσσα είναι το πρωταρχικό στην τέχνη της γραφής. Όχι απαραίτητα λέξεις επιτηδευμένες που προσπαθούν να εντυπωσιάσουν. Δυο απλές λέξεις αν ταιριαστούν σωστά μπορούν να υπερβούν τον εαυτό τους και να  δώσουν ένα καινούργιο νόημα.

Όσον αφορά στην πλοκή – η οποία υπάρχει σε όλα μου τα μυθιστορήματα – είναι κατά τη γνώμη μου το εργαλείο το οποίο εκτός των άλλων δίνει την δυνατότητα για κορυφώσεις, διλλήματα και ανατροπές και κρατά σε εγρήγορση τον αναγνώστη.

Στο επίκεντρο του βιβλίου σας υπάρχουν θέματα όπως η οικονομική και προσφυγική κρίση, η καταναλωτική φρενίτιδα, η ηθική αποχαύνωση και οι πολυδαίδαλοι μηχανισμοί της εξουσίας. Ποιον θεωρείτε απ’ όλους ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο σήμερα;

Όλα τα παραπάνω δεν είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους, δεν είναι μεμονωμένα γεγονότα που επιδέχονται επί μέρους λύσεις. Πολύ περισσότερο δεν είναι ατυχήματα ή κακές επιλογές κάποιων πολιτικών. Συνδέονται μεταξύ τους σαν συγκοινωνούντα δοχεία και έχουν έναν κοινό παρονομαστή που λέγεται καπιταλισμός.

Με αυτή την έννοια ο μεγαλύτερος κίνδυνος κατά τη γνώμη μου σήμερα είναι να χαθεί η ελπίδα πως αυτός ο κόσμος μπορεί να αλλάξει.

Πώς τα βλέπετε τα πράγματα αναφορικά με τον κορονοϊό; Πιστεύετε πως η κυβέρνηση έχει πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη προστασία των πολιτών ή προτιμά να προβάλει την ατομική ευθύνη για να απεκδυθεί την δική της;

Η παγκόσμια υγειονομική κρίση δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Έχει τις αιτίες της στη σχέση ανθρώπου φύσης και το κυνήγι του άμεσου κέρδους ιδίως στον τομέα της ζωικής παραγωγής και εκτροφής.

Στις οργανωμένες κοινωνίες, η υγεία είναι ένα από τα σημεία όπου συναντιέται το άτομο με την κοινωνία. Γιατί η υγεία ενός ατόμου επηρεάζει όλη την κοινωνία, είτε με την πιθανή μετάδοση κάποιας νόσου, είτε με τις ταξικές ανισότητες στην αντιμετώπισή της, είτε ακόμα με το πως η ασθένεια επιδρά στις διαπροσωπικές σχέσεις.

Η ευθύνη για την υγεία λοιπόν δεν είναι ατομική, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση για να καλύψει την συνειδητή επιλογή της να αποφύγει να πάρει οποιοδήποτε μέτρο (νέες ΜΕΘ, τεστ για όλους, προσλήψεις γιατρών και νοσηλευτών), για την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Παρατηρώντας την εξέλιξη της πανδημίας και τον τρόπο που λειτουργεί η κυβέρνηση, θεωρείτε πως χρησιμοποιείται εργαλειακά ο κορονοϊός για να υποβαθμιστούν κατακτημένα δικαιώματα;

Ας μην έχουμε αυταπάτες, για το κεφάλαιο κάθε κρίση, είτε οικονομική είτε περιβαλλοντική είτε υγειονομική, επιχειρείται να αξιοποιηθεί ως ευκαιρία για παραπέρα εκμετάλλευση και καταπίεση του κόσμου της εργασίας. Και μάλιστα χρησιμοποιώντας νέα μέσα και τρόπους, βλέπε σοκ και δέος, όπως πολύ εύστοχα περιγράφει στο βιβλίο της η Ναόμι Κλάιν.

Τι πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από την πρόσφατη επέτειο του πολυτεχνείου όπου η κυβέρνηση με μια χουντικής έμπνευσης απόφαση για απαγόρευση των συναθροίσεων προχώρησε σε άγρια καταστολή όλων όσων κατέβηκαν στο δρόμο και έσπασαν στην πράξη την απαγόρευση, αποδεικνύοντας για ακόμα μια φορά πως η ιστορία γράφεται στους δρόμους.

Η δίκη της Χρυσής Αυγής τελείωσε και τα στελέχη της ναζιστικής οργάνωσης οδηγήθηκαν στη φυλακή. Πιστεύετε πως ξεμπερδέψαμε με τον φασισμό ή χρειάζεται να γίνουν πολλά ακόμα για να εξαλειφθεί οριστικά;

Η ιστορία έχει αποδείξει πως οι ναζιστικές και ακροδεξιές οργανώσεις όχι μόνο δεν είναι παρά φύσην έκφραση της αστικής δημοκρατίας, αλλά σαρξ εκ της σαρκός της. Έτσι και η Χρυσή αυγή δεν ήταν παρά το μακρύ χέρι του συστήματος στα χρόνια των μνημονίων, με αποστολή να βγάλει την βρώμικη δουλειά.

Όμως, παρά το ότι τα στελέχη της οδηγήθηκαν στην φυλακή, μια σειρά γεγονότων όπως τα μακεδονικά συλλαλητήρια, η αντιπροσφυγική υστερία, η έξαρση του εθνικισμού με αφορμή την διαμάχη για τις ΑΟΖ, το αναπτυσσόμενο ανορθολογικό σκοταδιστικό ρεύμα, δείχνουν πως οι απόψεις αυτές εξακολουθούν να υποβόσκουν σε ένα κομμάτι της κοινωνίας.

Πολύ περισσότερο όταν μια σειρά γεγονότων δείχνουν πως σήμερα μέσα στην αστυνομία υπάρχει ένα κράτος εν κράτει που δεν διστάζει να δηλώνει απροκάλυπτα πως πέρασε η εποχή ακόμα και των στοιχειωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων.

Κι όλα αυτά με την κάλυψη της επίσημης πολιτικής της Ε.Ε που υιοθετώντας την θεωρία των δύο άκρων βάζει κάτω από την ίδια ομπρέλα τον φασισμό και τον κομμουνισμό.

«Η εποχή μας είναι ξανά μια εποχή φόβων» υποστήριζε ο Zygmunt Bauman. Ο φόβος είναι σήμερα κυρίαρχος στις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Θεωρείτε πως η εποχή που διανύουμε θα αφήσει κάποιο ανεπούλωτο τραύμα;

Σήμερα ο φόβος υποβόσκει παντού. Είναι ο φόβος της ανεργίας, της φτώχειας, του πολέμου, των φυσικών καταστροφών, της αρρώστιας, της μοναξιάς. Στις διαπροσωπικές σχέσεις ο φόβος της εποχής μας εδράζεται πάνω στον ανταγωνισμό και την ατομικότητα, έννοιες που λάνσαρε με κάθε τρόπο ο νεοφιλελευθερισμός από την δεκαετία του ‘90.

Έτσι στις σημερινές συνθήκες το βασικό, αν όχι το μοναδικό, αντίδοτο στο φόβο δεν μπορεί να είναι παρά η συλλογικότητα. Η συνειδητή υποταγή του ατομικού στο συλλογικό. Η συλλογική διεκδίκηση και η συντροφικότητα. Σήμερα ο καπιταλισμός είναι τόσο επιθετικός που δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε πως για να κρατήσει κάποιος ακόμα και τη στοιχειώδη αξιοπρέπειά του δεν αρκεί η αλληλεγγύη.

Στις νέες συνθήκες, η επίδραση του ανταγωνισμού σε μεγάλο βαθμό και μέσα στον κόσμο της εργασίας μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο μέσα από συλλογικότητες που θα λειτουργούν ως κυματοθραύστης σε απόψεις που ξεκινούν με το «οι συνθήκες είναι δύσκολες, κοίτα να επιβιώσεις με κάθε τρόπο» και καταλήγουν στο «εχθρός σου είναι ο διπλανός σου».

Γράφετε μέσα στο βιβλίο σας πως στη ζωή «δεν έχουμε ανάγκη το περιττό και το ανούσιο. Αρκεί η μία πέτρα δίπλα στην άλλη». Κατά τη γνώμη σας, τι είναι ευτυχία; Μπορείτε να την ορίσετε;

Αν παλιότερα το κυνήγι της ευτυχίας ταυτιζόταν με το κυνήγι του καταναλωτισμού, σήμερα η ευτυχία πουλιέται και αγοράζεται ως βιομηχανικό προϊόν. Ο όρος βιομηχανία της ευτυχίας έχει μπει πια στην ατζέντα του σύγχρονου μάνατζμεντ και έχει να κάνει με την προσφορά συναισθηματικών εμπορευμάτων, μέσω σεμιναρίων, συμβουλευτικής και ψηφιακών εφαρμογών, στην κατεύθυνση της ποσοτικοποίησης της ευτυχίας ώστε να μπορεί εύκολα να πουληθεί και να αγοραστεί. Οι επαγγελματίες του «ευ ζείν» πουλούν αυτοβελτίωση, αυτοβοήθεια, ευδαιμονία και θετική σκέψη, προσπαθώντας να μας πείσουν πως η ευτυχία είναι ατομική υπόθεση. Πως είμαστε αυτό που σκεφτόμαστε και όχι αυτό που ορίζουν οι συνθήκες της ζωής μας.

Όμως το ζητούμενο βρίσκεται στον αντίποδα όλων αυτών. Αντί για το κυνήγι της ατομικής ευτυχίας, στον αγώνα για μια κοινωνία όπου ο άνθρωπος σε ισορροπία με την φύση, απελευθερωμένος από κάθε εκμετάλλευση και καταπίεση, θα καλύπτει τις πραγματικές του ανάγκες και θα αναπτύσσει ελευθέρα τις κλίσεις και τα ταλέντα του και για να χρησιμοποιήσω τα λόγια ενός καλλιτέχνη της ρωσικής πρωτοπορίας, «μιας κοινωνίας όπου η εργασία θα είναι ελεύθερη και όλα θα είναι τέχνη».

Υπάρχει κάτι που θέλετε να αποδείξετε γράφοντας;

Ένα έργο τέχνης δεν έχει να αποδείξει κάτι. Αυτό είναι υπόθεση της επιστήμης και την πολιτικής. Όμως αυτό δεν σημαίνει καθόλου πως η τέχνη είναι ουδέτερη, έξω και πάνω από την κοινωνία και τις αντιθέσεις της. Κάθε έργο τέχνης ως αντανάκλαση (ή και διάθλαση) της κοινωνικής πραγματικότητας είναι στον ένα ή άλλο βαθμό πολιτικό, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του δημιουργού του. Όμως και αυτό με τη σειρά του δεν σημαίνει ότι η τέχνη είναι απλά άλλος ένας τρόπος να κάνει κανείς πολιτική, ένα υποσύνολο της πολιτικής, ένας ακόμα τρόπος πολιτικοποίησης. Αν η πολιτική πρέπει να μελετά και να προβλέπει τις διεργασίες στην οικονομική βάση, η τέχνη οφείλει να ανιχνεύει τα υπόγεια ρεύματα στο εποικοδόμημα.

Απορρίπτοντας τη θεωρία της τέχνης ως αυτοσκοπού, την τέχνη της εσωστρέφειας και της ατομικής διαφυγής, η αληθινή τέχνη αλληλεπιδρώντας με την εποχή της δημιουργεί υπόβαθρο, κριτήρια, ακονίζει την κριτική σκέψη, δημιουργεί ερωτήματα, διλλήματα και προβληματισμό, αναζητά νέες οπτικές γωνίες, για την ανάγνωση και εξήγηση του κόσμου, ανιχνεύει το μέλλον και τα υπόγεια κοινωνικά ρεύματα, ψηλαφεί ανοιχτές πληγές του παρελθόντος, μπαίνει σε σκοτεινές περιοχές και άβατα της συλλογικής μνήμης.

Είναι αλήθεια πως η τέχνη δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Όμως ο κόσμος δεν θα μπορέσει να αλλάξει χωρίς την τέχνη.