Πηγή: nikostereo.com 16/12/2020

Σαν χθες πριν 54 χρόνια (15 Δεκεμβρίου 1966) πραγματοποιείται η πρώτη κινηματογραφική προβολή του ιταλικού Σπαγγέτι Γουέστερν, “Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος”, του Σέρτζιο Λεόνε. Με αφορμή την κυκλοφορία της εμβληματικής αυτής ταινίας επιχειρήσαμε να κάνουμε, στην εκπομπή «Μουσική στο Celluloid», ένα κινηματογραφικό ταξίδι στην άγρια δύση, μέσω… Ιταλίας.

 

Γουέστερν, ένα κινηματογραφικό είδος έντονα ταυτισμένο με την εικόνα του μάτσο Αμερικάνου ήρωα και των κακών Ινδιάνων… ή μήπως όχι (πάντα);

Το γουέστερν σαν είδος

Το γουέστερν αποτελεί από μόνο του ένα τεράστιο κεφάλαιο στον κινηματογράφο και έχει ακόμη και σήμερα φανατικούς θαυμαστές σε όλο τον κόσμο, ειδικά το κλασικό γουέστερν του Χόλιγουντ (’30-’50) με πλήθος ταινιών, καλών παραγωγών.

 

Αν και στον πυρήνα τους η πλειοψηφία των αμερικάνικων γουέστερν (ειδικά την λεγόμενη χρυσή εποχή τους), διαθέτει ρατσιστική θέση έναντι των Ινδιάνων, ενός έθνους που γνώρισε ίσως τη μεγαλύτερη γενοκτονία στην παγκόσμια ιστορία, δεν σημαίνει ότι όλα είναι έτσι.

 

Σε πολλά απ’ αυτά δεν υπάρχει, όμως, μόνο η θεματολογία με τους «άγριους, τους αιμοβόρους Ινδιάνους», αλλά και η σύγκρουση των καουμπόηδων με τους μεγαλοκτηματίες, των ταπεινών αγροτών με αυτούς που θέλουν να αρπάξουν την περιουσία τους, τους παράνομους, την ανδρική φιλία, τη διαφθορά που ακουμπάει την ανερχόμενη τάξη των επιχειρηματιών και των αξιωματούχων, τον αμερικάνικο εμφύλιο και φυσικά το ρομάντζο, το οποίο κατέχει ένα μεγάλο κομμάτι στα γουέστερν.

 

Τα αμερικανικά γουέστερν είχαν αρχίσει να αποκαθιστούν την ιστορική αλήθεια για τη γενοκτονία των Ινδιάνων ήδη από τη δεκαετία του ’50, όταν ο Ντέλμερ Ντέιβις παρουσίασε το «Σπασμένο βέλος».

«Στην ταινία» θα γράψει αρκετά χρόνια αργότερα ο Ιγνάσιο Ραμονέ, συγγραφέας του βιβλίου «Σιωπηρή προπαγάνδα», «ο Ντέιβις παρουσιάζει την κατάκτηση της Δύσης σαν μια αποικιοκρατική επιχείρηση αφαίρεσης εδαφών που ανήκαν στις κοινότητες των Ινδιάνων».

 

Λίγα χρόνια αργότερα, καθώς οι ΗΠΑ στέλνουν τα αγόρια τους στον πόλεμο της Κορέας, ο Τζον Χιούστον τολμά να αμφισβητήσει τον αμερικανικό μιλιταρισμό με την ταινία του «Νικηφόρα Επέλαση», για τη ζωή ενός στρατιώτη του αμερικανικού εμφυλίου που αποφασίζει να λιποτακτήσει.

 

Τελικά η ταινία λογοκρίνεται τόσο άγρια από τη Metro-Goldwyn-Mayer που ο σκηνοθέτης αποφασίζει να την αποκηρύξει – έχει προλάβει όμως να δώσει μια γενναία μάχη απέναντι στον πολεμικό παροξυσμό των νικητών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

 

Και ενώ όσο αυτά διαδραματίζονται στις ΗΠΑ, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού δεκάδες κομμουνιστές και αναρχικοί σκηνοθέτες και σεναριογράφοι θα χρησιμοποιήσουν τη βιομηχανία του σπαγγέτι γουέστερν (που ο ήρωας συνήθως είναι ο παράνομος και όχι ο σερίφης) για να αποφύγουν την κρατική και επιχειρηματική λογοκρισία και να περάσουν τα μηνύματά τους στις ανυποψίαστες «μάζες».

 

Τι είναι όμως ένα σπαγγέτι γουέστερν;

Το σπαγγέτι γουέστερν γεννήθηκε το πρώτο μισό της δεκαετίας του εξήντα και διήρκεσε μέχρι το δεύτερο μισό της δεκαετίας του εβδομήντα. Οφείλει το όνομά του στο γεγονός ότι τα πιο πολλά γουέστερν σκηνοθετήθηκαν και παράχθηκαν από Ιταλούς, συχνά σε συνεργασία με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ειδικά με την Ισπανία και με τη Γερμανία. Η ονομασία «σπαγγέτι» ήταν αρχικά ένας υποτιμητικός όρος που έδιναν οι ξένοι κριτικοί σε αυτές τις ταινίες επειδή τις θεωρούσαν κατώτερες από τα αμερικανικά γουέστερν. Οι περισσότερες από αυτές τις ταινίες έγιναν με χαμηλό προϋπολογισμό, κι όμως πολλές από αυτές κατάφεραν να είναι πρωτότυπες και καλλιτεχνικές, παρόλο που στην εποχή τους δεν έλαβαν μεγάλη αναγνώριση, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Κατά τη δεκαετία του ογδόντα, η φήμη αυτού του είδους μεγάλωσε και σήμερα ο όρος δε χρησιμοποιείται πλέον περιφρονητικά, παρότι αρκετοί Ιταλοί ακόμη προτιμούν να αποκαλούν αυτές τις ταινίες westerns all’italiana (γουέστερν σε ιταλικό στυλ). Στην Ιαπωνία τα αποκαλούν Μακαρόνι γουέστερν, ενώ στην Γερμανία Ιταλογούεστερν.

 

Τι είναι τόσο ξεχωριστό σε αυτά;

Είναι αρκετά διαδεδομένη η αντίληψη ότι το είδος ξεκίνησε ως αποτέλεσμα της τεράστιας επιτυχίας της ταινίας του Σέρτζιο Λεόνε (A Fistful of Dollars) /Για μια χούφτα Δολάρια (1964), μια μεταφορά μιας Ιαπωνικής ταινίας με σαμουράι που λεγόταν «Yojimbo» (του Ακίρα Κουροσάβα, 1961). Μα κάποια λίγα γουέστερν είχαν φτιαχτεί στην Ιταλία πριν να θέσει ο Λεόνε τα βασικά χαρακτηριστικά του είδους και επιπλέον οι Ιταλοί δεν ήταν οι πρώτοι που έφτιαξαν γουέστερν στην Ευρώπη τη δεκαετία του εξήντα. Στη Γερμανία μια σειρά άκρως επιτυχημένων γουέστερν είχαν παραχθεί, τα οποία βασίζονταν στα έργα του Καρλ Μέι (Karl May). Το πρώτο ευρωπαϊκό γουέστερν που περιείχε τουλάχιστον κάποια από τα βασικά συστατικά για να θεωρείται «σπαγγέτι γουέστερν», έγινε χωρίς καμιά ιταλική ανάμειξη, όντας μια Βρετανο-Ιταλική συμπαραγωγή: The Savage Guns ή «Μέχρις Αίματος» (του Μίχαελ Καρρέρας, 1962). Πάντως ήταν σίγουρα ο Σέρτζιο Λεόνε, παιδί αντιφασιστικής οικογένειας, που καθόρισε τη μορφή και τα χαρακτηριστικά του είδους με το πρώτο του γουέστερν, καθώς και με τα δυο που σύντομα ακολούθησαν: (For a Few Dollars more)/ «Μονομαχία στο Ελ Πάσο» (1965) και ( The Good, the Bad and the Ugly) / «Ο Καλός, ο Κακός κι ο Άσχημος» (1966). Αυτές οι τρεις ταινίες μαζί αποκαλούνται «Η τριλογία με τα δολλάρια» The Dollars Trilogy. Οι ιστορίες τους είναι μακιγιαρισμένες ταινίες με ατελείωτες ουρές από πτώματα και πετάγματα νομισμάτων, που μας διδάσκουν για το που μπορεί να οδηγήσει ο τυφλός κανόνας του κέρδους. Η Δύση του Λεόνε ήταν ένας βρώμικος, σκονισμένος χερσότοπος με λευκά χωριουδάκια, ανέμους που σφυρίζουν, κοκαλιάρικα σκυλιά και κυνικούς ήρωες, εξίσου αξύριστους με τους κακούς.

Η μουσική και στις τρεις ταινίες γράφτηκε από τον Έννιο Μορρικόνε (Ennio Morricone) και ήταν τόσο ασυνήθιστη όσο και τα οπτικά εφέ του Λεόνε: όχι μόνο χρησιμοποίησε όργανα όπως η τρομπέτα, η άρπα και η ηλεκτρική κιθάρα, αλλά πρόσθεσε και σφύριγμα, τον ήχο μαστίγιων και πυροβολισμών στην σύνθεση που ένας κριτικός περιέγραφε ως έναν «κροταλία σε ένα τύμπανο».

 

Γενικά, τα σπαγγέτι γουέστερν έχουν περισσότερη δράση απ’ ότι τα αντίστοιχα αμερικάνικα. Ο διάλογος είναι σπάνιος και κάποιοι κριτικοί έχουν τονίσει ότι είναι δομημένα σαν όπερες, χρησιμοποιώντας τη μουσική σαν επεξηγηματικό στοιχείο της αφήγησης. Εδώ και πολύ καιρό, τα γουέστερν έχουν χαρακτηριστεί ως «όπερες με άλογα», αλλά όπως τόνισε ο καθηγητής πολιτιστικών σπουδών Κρίστοφερ Φρέυλινγκ, μόνο οι Ιταλοί κατάφεραν να δείξουν τι πραγματικά σημαίνει αυτός ο όρος. Όταν φτιάχτηκαν, πολλά σπαγγέτι γουέστερν ήταν αρκετά βίαια και αρκετά από αυτά συνάντησαν προβλήματα απαγορεύσεων, οπότε περικόπηκαν σκηνές ή ακόμη και ολόκληρες ταινίες απαγορεύτηκαν σε κάποιες αγορές. Πολλά σπαγγέτι γουέστερν τοποθετούνται στα Αμερικανο-Μεξικανικά σύνορα και δείχνουν άγριους και σαδιστές Μεξικανούς ληστές. Ο Εμφύλιος Πόλεμος και όσα συνέβησαν μετά το τέλος του είναι ένα υπόβαθρο που βρίσκουμε συχνά.

Αντί για κανονικά ονόματα όπως Γουίλ Κέιν ή Ήθαν Έντουαρτς, οι ήρωες έχουν συχνά παράξενα ονόματα όπως Ρίνγκο, Σαρτάνα, Σαμπάτα, Τζώνυ Όρο, Αριζόνα Κολτ ή Τζάνγκο. Το είδος είναι αναμφίβολα ένα είδος των καθολικών (μερικά ονόματα που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι Αλληλούια, Cemetary (Νεκροταφείο), Τρίνιτυ (Τριάδα) ή Χόλυ Γουότερ Τζο (Τζο του Αγίου Νερού)!), με ένα οπτικό στυλ έντονα επηρεασμένο από την καθολική εικονογραφία όπως, για παράδειγμα, η σταύρωση και το τελευταίο δείπνο του Θεανθρώπου. Η σουρεαλιστική υπερβολή Τζάνγκο Σκότωσε! (Django Kill!)/(Αν ζεις, πυροβόλησε, 1967) του Τζούλιο Κουέστι, ενός πρώην βοηθού του Φελίνι(!) δείχνει έναν αναστημένο ήρωα που παρακολουθεί μια αναπαράσταση της Ημέρας της Κρίσης σε μια σκονισμένη πόλη της Δύσης.

 

Οι εξωτερικές σκηνές πολλών γουέστερν, ιδιαίτερα αυτών με ένα σχετικά υψηλό προϋπολογισμό, γυρίστηκαν στην Ισπανία, κυρίως στην έρημο Ταμπέρνας της Αλμερίας (στην Ανδαλουσία) και στα Κολμενάρ Βιέχο και Όγιο ντε Μαντσανάρες (κοντά στην Μαδρίτη). Στην Ιταλία η επαρχία του Λάτσιο (τα περίχωρα της Ρώμης) ήταν μια αγαπημένη τοποθεσία. Κάποια σπαγγέτι γουέστερν γυρίστηκαν στις Άλπεις, στη Βόρεια Αφρική ή στο Ισραήλ. Οι εσωτερικές σκηνές συνήθως γυρίζονταν στις πόλεις της άγριας δύσης των στούντιο της Ρώμης, όπως η Σινετσιτά ή τα Έλιος. Τα στούντιο Έλιος είχαν επίσης μια «μεξικανική πόλη» δίπλα στην πόλη της άγριας δύσης.

 

Οι αρχές και οι ρίζες

Είναι πολύ όμορφο να αναζητήσουμε, μέσα στην ομίχλη των χρόνων και στα αθώα χρόνια, την εποχή που οι αίθουσες ήταν γεμάτες από άνδρες, κάποιες γενεσιουργές αιτίες. Στην Ευρώπη από τα μέσα του ’50 επικρατούν ανανεωτικές τάσεις στις κινηματογραφίες: Δεν είναι μόνο οι μεγάλες πρωτοπορίες των Αντονιόνι, Βισκόντι, Μπέργκμαν, αλλά και έντονα αιτήματα να ανανεωθούν οι θεματολογίες.

 

Υπάρχει μία άποψη πως το αστικό κοινό έχει εφησυχάσει σ’ ένα είδος κινηματογράφου. Έτσι, από Γαλλία εκκινεί η νουβέλ βαγκ με τον Γκοντάρ να αλλάζει τη γλώσσα του σινεμά. Στη Μεγάλη Βρετανία στον απόηχο κοινωνικών αιτημάτων γεννιέται το φρι-σίνεμα και με βάση την Ιταλία εκκινεί το σπαγγέτι γουέστερν.

 

Τα σπαγγέτι γουέστερν έχουν κατηγορηθεί πολλές φορές για κυνισμό, σαδισμό και πως προμοτάρουν τα πιο ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου. Και η αλήθεια είναι πως μια επιφανειακή ανάλυση αυτό μας λέει. Αν βάλεις κάτω τις φρικιαστικές σκηνές βίας και τους λακωνικούς διαλόγους, δεν βγάζεις πολύ νόημα, ειδικά αν τις απομονώσεις από την πολιτική πραγματικότητα στην Ιταλία (και γενικότερα την Ευρώπη και τον κόσμο) την δεκαετία του 1960 και του 1970.

 

Αντικομφορμισμός και ταξικότητα

Ο γαλλικός Μάης πλησιάζει κι ένας από τους λόγους που γεννιέται το σπαγγέτι είναι ο αέρας της ελευθερίας, η μεγάλη περιπέτεια, ο αντικομφορμισμός, η αντίσταση στις εξουσιαστικές δομές, το ξήλωμα του παρακράτους. Ο μοναχικός εκδικητής τα βάζει μόνος του με τη διαφθορά, για να συνεγείρει τους φιλήσυχους ανθρώπους. Οι κοινωνικές και ιδεολογικές σημάνσεις είναι φανερές. Αργότερα θα φθάσει η εποχή της μεγάλης βίας. Αρχικά οι Ερυθρές ταξιαρχίες στην πρώτη φάσης τους και πριν διαβρωθούν από την CIA, έχουν την αποδοχή μεγάλου μέρους της ιταλικής κοινωνίας. Συναντάται μία ταξικότητα, μία έντονη διεκδίκηση, ενώ και οι νύξεις κατά του ιμπεριαλιστικού ρόλου των ΗΠΑ είναι φανερές. Κάποιοι σκηνοθέτες ανήκουν, και το δηλώνουν, στο ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα, όπως π.χ. ο Νταμιάνο Νταμιάνι. Κάτι άλλο που επηρέαζε της θεματολογία του σπαγγέτι γουέστερν είναι και το χίπικο κίνημα, τα παιδιά των λουλουδιών, στα οποία γίνεται αναφορά σε κάποιες ταινίες.

 

Ο Τζουλιάνο Τζέμα με το παράστημα και το στιλ του γίνεται άκρως δημοφιλής, ενώ τον συναγωνίζεται ο πανέμορφος γαλανομάτης Φράνκο Νέρο. Σποραδικές εμφανίσεις έχουμε από τους Τζιαν Μαρία Βολοντέ, Κλάους Κίνσκι, Τόμας Μίλιαν. Τα κύρια χαρακτηριστικά του είδους είναι η εξαιρετική μουσική και τα όμορφα τραγούδια των τίτλων. Τότε αναδεικνύεται και το ταλέντο του Ένιο Μορικόνε, που γράφει αμέτρητες συνθέσεις. Ο Μορρικόνε τελικά έγραψε τη μουσική για πάνω από 30 ιταλικά γουέστερν και αποτέλεσε έναν σημαντικό παράγοντα για την επιτυχία του είδους.

 

Η Ιστορία των γουέστερν:

# Ο πρώτος καιρός

Τα γουέστερν υπήρξαν πάντα δημοφιλή στην Ιταλία. Λίγα γουέστερν είχαν παραχθεί κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, όταν η φασιστική κυβέρνηση απαγόρευσε τα αμερικάνικα γουέστερν στα ιταλικά σινεμά, όπως για παράδειγμα «Το Παιδί της Δύσης» (Il Fanciullo del West) (1942), του Τζόρτζιο Φερόνι (ο οποίος θα σκηνοθετήσει αρκετά γουέστερν κατά τη διάρκεια της ακμής του είδους.

Στη δεκαετία του εξήντα, η απουσία αμερικανικών γουέστερν στα ευρωπαϊκά σινεμά οφειλόταν σε έναν άλλο λόγο: η ακμή κάποιων από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες του είδους όπως ο Τζον Φόρντ και ο Άντονυ Μαν είχε περάσει και το είδος είχε μεταφερθεί στην τηλεόραση. Οι ταινίες του Καρλ Μέι είχαν δημιουργήσει ένα πολιτιστικό και οικονομικό πλαίσιο για την παραγωγή]ταινιών γουέστερν στην Ευρώπη σε μεγάλη κλίμακα. Τα πρώτα δείγματα ιταλικών γουέστερν που παράχθηκαν στη δεκαετία του εξήντα έμοιζαν περισσότερο ή λιγότερο με αμερικανικά γουέστερν δεύτερης κατηγορίας, με τους ηθοποιούς και το προσωπικό να κρύβονται πίσω από αμερικανικά ψευδώνυμα. Η ταινία του Λεόνε «Για μια χούφτα δολάρια» παράχθηκε ταυτόχρονα με την ταινία του Μάριο Καϊάνο Pistols don’t argue. Ενώ ο Λεόνε αναθεώρησε τα γουέστερν σαν είδος, ο Καϊάνο είπε την κλασική πλεον ιστορία του σερίφη Πατ Γκάρρετ και ενώ ο Καϊάνο προσέλαβε έναν καταξιωμένο Αμερικανό ηθοποιό (το Ρόντ Κάμερον), ο Λεόνε διάλεξε ένα νεαρό ηθοποιό της τηλεόρασης, τον Κλιντ Ίστγουντ (Clint Eastwood). Με το είδος να κάνει ακόμα τα πρώτα του βήματα, οι περισσότερες ταινίες που παράχθηκαν το μεταβατικό έτος 1965, ήταν μια ανάμειξη Αμερικανικών και Ιταλικών επιρροών, όπως οι ταινίες με τον Ρίνγκο, του Ντούτσιο Τεσσάρι, το «Ένα πιστόλι για τον Ρίνγκο»/ A pistol for Ringo και «η Επιστροφή του Ρίνγκο»/ Return of Ringo, με τον Τζουλιάνο Τζέμμα, τον πρώτο μεγάλο Ιταλό σταρ του είδους. Ο Λεόνε πάντως είχε υπογράψει τη διεθνή εκδοχή του «Για μια Χούφτα Δολάρια» με το αμερικανικό ψευδώνυμο Μπομπ Ρόμπερτσον. Ο πρώτος Ιταλός που θα υπέγραφε ένα σπαγγέτι γουέστερν με το αληθινό του όνομα, θα ήταν ο Σέρτζιο Κορμπούτσι στην ταινία «Μιννεσότα Κλέι»/ Minnesota Clay (1965).

 
 

# Τα Ένδοξα Χρόνια: 1966 – 1968

Σε αυτή τη μάλλον σύντομη περίοδο φτιάχτηκαν τα περισσότερα γουέστερν που έχουν γίνει κλασικά. Το 1966 ο Λεόνε έκανε το «Ο Καλός, ο Κακός κι ο Άσχημος», που γενικά θεωρείται η πεμπτουσία των σπαγγέτι γουέστερν και τώρα πιστεύεται από πολλούς πως αποτελεί το καλύτερο γουέστερν που φτιάχτηκε ποτέ. Άλλο ένα ορόσημο ήταν η ταινία του Σέρτζιο Κορμπούτσι (ο οποίος συχνά αποκαλείται «ο άλλος Σέρτζιο») «Τζάνγκο»/ Django, η οποία συντάραξε το είδος των σπαγγέτι γουέστερν, έγινε το πρότυπο των ιστοριών εκδίκησης και έδωσε το έναυσμα για την παραγωγή πολυάριθμων ταινιών με το όνομα «Τζάνγκο» στον τίτλο τους. Το 1968 αυτοί οι δυο σκηνοθέτες συνεισέφεραν στο είδος άλλα δυο αδιαμφισβήτητα αριστουργήματα: ο Λεόνε έκανε το Θρυλικό «Κάποτε στη Δύση»/ Once upon a Time in the West, το πρώτο σπαγγέτι γουέστερν που τράβηξε την προσοχή των αυτοαποκαλούμενων «σοβαρών» κριτικών, και ο Κορμπούτσι έκανε το καταστροφικό «Ο Εκδικητής του Διαβόλου»/ The Great Silence, που εκτυλισσόταν αποκλειστικά στο χιόνι και κυριολεκτικά ανέτρεψε όλες τις συμβάσεις του είδους, μία εκ των οποίων είναι το κλισέ που ακούγεται συχνά ότι σε ένα γουέστερν ο καλός πάντοτε κερδίζει. Ένας άλλος σκηνοθέτης αυτής της χρυσής εποχής του είδους, είναι ο Σέρτζιο Σόλιμα («ο τρίτος Σέρτζιο»), ο σκηνοθέτης με τη μεγαλύτερη διανοητική και πολιτική εμπλοκή από οποιονδήποτε άλλο σκηνοθέτη σπαγγέτι γουέστερν. Η ταινία του «Η μεγάλη αναμέτρηση»/ The Big Gundown (La Resa dei Conti, 1966), με τον Λι Βαν Κλιφ, ο οποίος είχε επίσης εμφανιστεί σε δυο από τις τρεις ταινίες της τριλογίας των δολαρίων, είναι μια ιστορία για την ταξική πάλη όπως επίσης και κατάρρευση του μύθου του σερίφη που διατηρεί το νόμο και την τάξη. Ο κομμουνιστής Πιερ Πάολο Παζολίνι πρωταγωνιστεί στην ταινία «Το τέλος των παρανόμων» / Requiescant (1967) του επίσης κομμουνιστή Κάρλο Λιτσάνι, υποδυόμενος έναν κληρικό που κηρύσσει την… ένοπλη πάλη.

 

Το Face to face(1967) είναι η ιστορία ενός καθηγητή κολεγίου από τη Νέα Αγγλία, που ταξιδεύει νότια και ανακαλύπτει τα βάναυσα ένστικτά του όταν τον απαγάγει ένας ληστής και τον κρατά όμηρο. Το ρόλο του καθηγητή τον παίζει ο Τζιαν Μαρία Βολοντέ, ένας άλλος πρωταγωνιστής του Λεόνε, ενώ το ληστή τον παίζει ο Κουβανό-Αμερικανός ηθοποιός Τόμας Μίλιαν.

Ο Βολοντέ εμφανίστηκε επίσης στην ταινία του Νταμιάνο Νταμιάνι A Bullet for the General/(Quien Sabe/ Viva Comancheros/Viva Mexico 1966), η υπόθεση θυμίζει απελπιστικά τις δολοφονικές επιχειρήσεις της CIA στη Λατινική Αμερική: ένας Μεξικανός κακοποιός σκοτώνει έναν Αμερικανό μισθοφόρο που έχει εντολή να δολοφονήσει έναν στρατηγό της μεξικανικής επανάστασης. Στη συνέχεια παίρνει τα λεφτά της επικήρυξης και τα δίνει σε ένα ζητιάνο. «Μην αγοράσεις ψωμί» του λέει «αγόρασε δυναμίτη για να συνεχίσεις την επανάσταση». Mια ταινία που καθόρισε το ύφος μιας σειράς πολιτικών γουέστερν που εκτυλίσσονται στο Μεξικό κατά τη διάρκεια των διάφορων μεξικανικών επαναστάσεων, τα αποκαλούμενα «Ζαπάτα Γουέστερνς» (κατά καιρούς αποκαλούμενα «Τορτίγια Γουέστερνς»). Ο Τόμας Μίλιαν εμφανίστηκε σε πολλά από αυτά τα Ζαπάτα γουέστερν, πάντα ως χωρικός, ένας Μεξικανός αγρότης που επαναστατεί. Όπως λέει και ο ίδιος, έγινε ένα «σύμβολο φτώχειας και εξέγερσης». Εκτυλισσόμενα στο Μεξικό και γυρισμένα με ένα μπαρόκ δυτικό στυλ, τα Ζαπάτα γουέστερν παρόλα αυτά μοιάζουν να ασχολούνται περισσότερο με την πολιτική πραγματικότητα της Ευρώπης , παρά της Αμερικής (Βόρειας ή Λατινικής). Τη δεκαετία του εξήντα οι Μαρξιστικές ιδέες ήταν ευρέως διαδεδομένες ανάμεσα στους Ευρωπαίους διανοούμενους, ειδικά στις Μεσογειακές χώρες, και τα Ζαπάτα γουέστερν έμοιαζαν να αντανακλούν τις επαναστατικές τους ιδέες. Όντας πιο εκλεπτυσμένα και διανοουμενίστικα απ’ ότι τα περισσότερα «συνηθισμένα» σπαγγέτι γουέστερν, τα Ζαπάτα γουέστερν ήταν πολύ δημοφιλή ανάμεσα στους φοιτητές. Αλλά ήταν επίσης πολύ δημοφιλή στις τριτοκοσμικές χώρες.

Ανάμεσα στα καλύτερα Ζαπάτα γουέστερν είναι η ταινία του Τζούλιο Πετρόνι «Τεπέπα» / Tepepa με τον ‘Ορσον Γουέλς και η ταινία του Σέρτζιο Κορμπούτσι «ο Μισθοφόρος» / The Mercenary (που γυρίστηκαν και οι δυο το 1968).

Το 1969 έδειξε μια παρακμή στον αριθμό των σπαγγέτι γουέστερν που παράγονταν και μια τάση να παρωδούν το είδος, κάτι που είχε ήδη αρχίσει τα προηγούμενα χρόνια και τώρα έγινε πιο αισθητό, κυρίως με τις ταινίες με τον Σαρτάνα, οι οποίες συχνά καλούνται «η απάντηση του σπαγγέτι γουέστερν στις ταινίες του Τζέιμς Μποντ».

 

# Η Περίοδος των Κωμωδιών Γουέστερν

Το 1970 ο Έντζο Μπαρμπόνι, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος κάμεραμαν του Κορμπούτσι για το «Τζάνγκο», έκανε το «Με λένε Τρίνιτυ»/ They call me Trinity. Αυτό που παλιά ήταν παρωδία, τώρα έγινε χοντροκομμένη κωμωδία και η ταινία είχε τεράστια επιτυχία σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό σηματοδότησε μια νέα χρυσή εποχή, αν όχι για το σπαγγέτι γουέστερν, τουλάχιστον για τον ιταλικό κινηματογράφο. Πολλές κωμωδίες γουέστερν παράχθηκαν και οι ηθοποιοί Τέρενς Χιλ και Μπαντ Σπένσερ (γνωστoί για τις σφαλιάρες που έριχναν) έγιναν διεθνείς σταρ. Γενικά οι οπαδοί των σπαγγέτι γουέστερν δεν εκτιμούν ιδιαίτερα αυτές τις κωμωδίες, αλλά οι ταινίες με τον Τρίνιτυ είναι πολύ διασκεδαστικές και η δεύτερη, το «Με λένε ακόμα Τρίνιτυ»/ Trinity is still my name ήταν το πιο επιτυχημένο ιταλικό γουέστερν από την πρώτη προβολή του.

Ο άνθρωπος όμως που πραγματικά έφτασε την αντιπαράθεση του σπαγγέτι γουέστερν στα άκρα ήταν ο Ισπανός σκηνοθέτης Μάριο Κάμους με την ταινία του Trinity Sees Red / Τρινιτά: Με το πιστόλι μου ανοίγω τάφους 1970). Στην ταινία ο Τέρενς Χιλ καλείται από έναν Ισπανό γαιοκτήμονα να δολοφονήσει έναν αναρχικό επαναστάτη που οργανώνει την εξέγερση των μικρών αγροτών. Η ταινία γυρίζεται στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 και η κυβέρνηση στη Μαδρίτη, που ακόμη ελέγχεται από τον στρατηγό Φράνκο και τους φαλαγγίτες του ισπανικού εμφυλίου, περιμένει τον σκηνοθέτη στη γωνία. Αυτός όμως αντί να υποχωρήσει τοποθετεί μια βόμβα στα θεμέλια των σπαγγέτι γουέστερν: βάζει τον ήρωα της ταινίας του να απαγγείλει:

«Δεν μας τρομάζουν τα ερείπια που μπορεί να αφήσει πίσω της η επανάσταση. Ξέρουμε και εμείς να χτίζουμε. Εργάτες έφτιαξαν τα παλάτια και τις πόλεις στην Ευρώπη και την Αμερική. Εμείς θα κληρονομήσουμε τη Γη και μην έχετε την παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτό. Η αστική τάξη μπορεί να ανατινάξει τον δικό της κόσμο, καθώς εγκαταλείπει τη θέση της στην Ιστορία. Αλλά εμείς κουβαλάμε τον καινούργιο κόσμο στις καρδιές μας», απόσπασμα από την τελευταία συνέντευξη του Ισπανού επαναστάτη Ντουρούτι, ηγετικής φυσιογνωμίας του Ισπανικού Εμφυλίου στα πρώτα στάδια του πολέμου.

 

Το «το όνομά μου είναι Κανένας»/ My name is Nobody (1973) του Τονίνο Βαλέρι (υπό την επίβλεψη του Λεόνε) είναι μια μισο-σοβαρή, μισο-κωμική ονειροπόληση για το τέλος της Δύσης. Κάποιες ταινίες ήταν ένα συνονθύλευμα στοιχείων των σπαγγέτι γουέστερν και των ταινιών πολεμικών τεχνών του Χονγκ Κονγκ, όπου συνήθως ένας πρωταθλητής των πολεμικών τεχνών της Ανατολής βρίσκεται στη Δύση, αλλά καμιά από αυτές τις ταινίες δεν έγινε πραγματικά κλασική. Παρότι κυριαρχούν οι κωμωδίες γουέστερν, λίγα σοβαρά σπαγγέτι γουέστερν παράχθηκαν κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του εβδομήντα. Ο Κορμπούτσι έκανε το «Σύντροφοι»/ (Companeros), κάτι σαν συνέχεια της ταινίας του «ο Μισθοφόρος» (1968), ενώ ο Σέρτζιο Λεόνε έκανε το Κάτω Τα Κεφάλια / Giu la testa (1971), το οποίο ήταν μια κάπως διαφορετική εκδοχή των πολιτικών σπαγγέτι γουέστερν. Ο Λεόνε ξεκινά την ταινία του «Κάτω τα κεφάλια» με μια φράση του Μάο Τσε Τουνγκ: «Η επανάσταση δεν είναι πολυτελές δείπνο. Η επανάσταση δεν είναι δαντέλες… Η επανάσταση είναι πράξη βίας». Στη συνέχεια ο πατέρας των σπαγγέτι γουέστερν «ντύνει» την πλοκή της υπόθεσης με αναφορές στη μεξικανική επανάσταση, στον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό, την εκτέλεση του Μουσολίνι και τις σφαγές που πραγματοποιούσαν οι ναζί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

 

# Τα Σπαγγέτι του Λυκόφωτος

Όταν όλα έμοιαζαν να έχουν τελειώσει, το είδος είχε την τελευταία του αναλαμπή με τα λεγόμενα Σπαγγέτι του Λυκόφωτος, πολύ σοβαρά, μελαγχολικά γουέστερν με πολύ στυλ, που δοξάζουν (και θρηνούν) τόσο το τέλος του είδους, όσο και την παρακμή της ιταλικής βιομηχανίας τέτοιων ταινιών. Οι ταινίες γυρισμένες κατά ένα μέρος στις –σαραβαλιασμένες πια- πόλεις της Δύσης των στούντιο της Ρώμης, τα οποία είχαν παράξει αρκετές ντουζίνες γουέστερν κάθε χρόνο την προηγούμενη δεκαετία.

Δυο από τα καλύτερα σπαγγέτι του Λυκόφωτος είναι το «Καλιφόρνια»/ (California) του Μισέλε Λούπο με τον Τζουλιάνο Τζέμα, έναν από τους πρώτους και μεγαλύτερους Ιταλούς σταρ του είδους, και το «Κεόμα»/ (Keoma), που φτιάχτηκε από τον παραγωγικότατο σκηνοθέτη Έντζο Τζ. Καστελάρι, και με πρωταγωνιστή το Φράνκο Νέρο, ο οποίος είχε παίξει τον Τζάνγκο πριν από μια δεκαετία.

Το σενάριο του «Κεόμα» βασίζεται στο κλασικό μοτίβο των σπαγγέτι γουέστερν εκδίκησης: η συνηθισμένη ιστορία επιστροφής του ήρωα που στο παρελθόν είχε αδικηθεί από το τυραννικό καθεστώς του χωριού. Σκοπός του η εκδίκηση, στην ταινία μπαίνουν επίσης θέματα μειονοτήτων και ρατσισμού. Ο Κεόμα είναι μιγάς, μισός Ινδιάνος και μισός λευκός. Ο σύντροφος του είναι έγχρωμος. Το χωριό είναι εχθρικό και αφιλόξενο γιa τον Κεομα, τους ινδιάνους και τους φτωχούς λευκούς. Η εξουσία είναι ασύδοτη. Η ταινία περιγράφει τη μάχη ενάντια στη διαφθαρμένη και ασύδοτη ρατσιστική εξουσία σε ένα χωριό της άγριας δύσης. Τα ποιητικά πλάνα του Καστελάρι, η συγκλονιστική ερμηνεία του Φράνκο Νέρο, το απίστευτο πιστολίδι και το υπέροχο σουρεαλιστικό τέλος, συνθέτουν συνολικά μία δυνατή ταινία και ένα ανατρεπτικό γουέστερν.

 

Ευλαβική λατρεία

Το σπαγγέτι υπήρξε εξόχως φορμαλιστικό. Έξοχη φωτογραφία, στιλιζάρισμα, μουσική, έξοχα κάδρα, χορογραφία της βίας. Ωστόσο, κατάφερε να ασχοληθεί με πανανθρώπινα θέματα, να διασκευάσει Σαίξπηρ και Λιρ, Κάρμεν, Οδύσσεια και πολλές άλλες αρχετυπικές μυθοπλασίες και μυθολογίες.

 

Το σπαγγέτι τα είπε όλα ως είδος και τελείωσε, έσβησε(;) Μένει τώρα να παρακολουθούμε ευλαβικά τις κλασικές αλλά και τις λιγότερο γνωστές ταινίες του, για να νιώθουμε με δέος πως όλα τα προέβλεψε, τα κατέγραψε. Προειδοποίησε, σχολίασε, έκρινε κοινωνικές και εξουσιαστικές δομές. Παρ’όλα αυτά άνοιξε τους δρόμους για το σήμερα…

 

Σήμερα

Μια νέα γενιά σκηνοθετών, αντιπροσωπευόμενοι από τον Κουεντίν Ταραντίνο (Quentin Tarantino), τον Ρόμπερτ Ροντίγκεζ (Robert Rodriguez) και άλλους παρόμοιους, έχει ξαναανακαλύψει και αγκαλιάσει το είδος, εισάγοντας στοιχεία στα σενάριά τους και αναπτύσσοντας ένα οπτικό στυλ που έχει επηρεαστεί από τους Ιταλούς αριστοτέχνες της δεκαετίας του εξήντα. Παράλληλα, καταξιωμένοι σκηνοθέτες όπως ο Μάρτιν Σκορτσέζε, ο Στήβεν Σπιλμπεργκ και φυσικά ο Κλιντ Ιστγουντ έχουν επιβεβαιώσει το θαυμασμό τους για τον Σέρτζιο Λεόνε, ο οποίος τώρα αναγνωρίζεται διεθνώς ως ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες που έζησαν ποτέ. Ο Έννιο Μορρικόνε (Ennio Morricone) έλαβε το 2007 το τιμητικό βραβείο της Ακαδημίας για «την θαυμάσια και πολύπλευρη συνεισφορά του στην τέχνη της μουσικής ταινιών».

Ο Κλιντ Ίστγουντ στάθηκε δίπλα του στην τελετή. Και οι δυο συναντήθηκαν δυο μέρες νωρίτερα για πρώτη φορά μετά από 40 χρόνια, σε μια εκδήλωση. Η εισαγωγή του βίντεο και του DVD είχε επίσης πολύ μεγάλη σημασία για το είδος. Για πρώτη φορά οι νέες γενιές μπόρεσαν να δουν αυτές τις ταινίες σε όλη τους την ομορφιά σε μεγάλη οθόνη.

Κλείνοντας αξίζει να αναφέρουμε ότι τα σπαγγέτι γουέστερν είναι ίσως το μόνο είδος κινηματογράφου στην ιστορία που πρότασσε ενεργά αντικαπιταλιστικές πολιτικές. Είναι πραγματικά ενδιαφέρον πως ακόμα και η συζήτηση γύρω από τις επαναστατικές στρατηγικές πραγματοποιήθηκε στις οθόνες των κινηματογράφων. Αν και σαν φαινόμενο μπορεί να υπερεκτιμηθεί, αναμφίβολα παραμένει ένα πολύ ενδιαφέρον πολιτιστικό και πολιτικό φαινόμενο.

 

Πηγές:

► Σιωπηρή προπαγάνδα, του Ιγνάσιο Ραμονέ (Εκδόσεων Πόλις)

https://www.spaghetti-western.net/

https://www.makthes.gr (Αλέξης Ν. Δερμεντζόγλου)

http://www.agonaskritis.gr/ (Παναγιώτης Ξηρουχάκης)

Εφημερίδα ATAK, φ13 (σελ. 19)

https://www.info-war.gr/ (Άρης Χατζηστεφάνου)

https://www.efsyn.gr/ (Άρης Χατζηστεφάνου)

http://users.uoi.gr/kopi/