Πηγή: Katiousa
Προσοχή σπόιλερ
Αν μας ρωτούσε κάποιος πέρσι τέτοια εποχή αν πιστεύουμε ότι ένα σήριαλ με κεντρικό θέμα το σκάκι θα έμενε επί εβδομάδες στο τοπ-10 του Netflix, στη χώρα μας και διεθνώς, μπορεί και να γελούσαμε. Είναι δύσκολο βέβαια να διαπιστωθεί με σιγουριά αν η τεράστια επιτυχία της σειράς σχετίζεται περισσότερο με την πανδημία και την αδηφάγο κατανάλωση οποιασδήποτε σειράς ξεχωρίζει λίγο από το σωρό μετριοτήτων που παρελαύνουν στην αρχική σελίδα της πλατφόρμας, ή με τις εγγενείς αρετές της.
Δε θα σταθώ εδώ σε “τεχνικά” χαρακτηριστικά, τα οποία μπορεί να βρει κανείς πολύ αναλυτικά σε άλλες γωνιές του ίντερνετ, δηλαδή για την ιστορική ακρίβεια των παρτίδων που παρουσιάζονται στη σειρά, βασισμένη σε πραγματικές, θρυλικές αναμετρήσεις διαφόρων ιστορικών εποχών ή για το πώς ο χαρακτήρας της Μπεθ Χάρμον αποτελεί αμάλγαμα διάσημων σκακιστών χωρίς πλήρες αντίστοιχο στην πραγματικότητα, αλλά με έντονες αναφορές στον Μπόμπι Φίσερ. Ούτε υπάρχει λόγος να αναλυθούν ξανά πράγματα οφθαλμοφανή, όπως η συγκριτικά υψηλή αισθητική αρτιότητα της παραγωγής, με προσπάθεια αρκετά πιστής απόδοσης των δεκαετιών ’50-’60, από την επίπλωση, ως τη μουσική και τη μόδα.
Πέρα από αυτά τα επιφανειακά, εκείνο που πετυχαίνει καλύτερα η σειρά, είναι η αποτύπωση της κοινωνικής και πολιτικής ατμόσφαιρας. Βλέπουμε την καταπίεση και τον αυταρχισμό στο ορφανοτροφείο όπου μεγαλώνει η Χάρμον και τα άλλα κορίτσια, τη χρήση ακόμα και ηρεμιστικών σε ανήλικα για τον ευκολότερο έλεγχό τους, τη θέση της γυναίκας, την οποία αποτυπώνει πιο αντιπροσωπευτικά η Άλμα, η αλκοολική “μαμά” και “μάνατζερ” της πρωταγωνίστριας, αλλά φυσικά και ο ίδιος ο αγώνας της Μπεθ να καθιερωθεί σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο, χωρίς να μπορεί να χαρακτηριστεί ως φεμινίστρια με την πολιτική έννοια. Διακρίνονται τα πρώτα σκιρτήματα του χιπισμού και του φοιτητικού κινήματος, όπως και το ζήτημα του ρατσισμού κατά των Αφροαμερικανών, που υποδόρια θίγεται μέσα από τη μορφή της παλιάς φίλης της Μπεθ, Τζολίν. Κυρίως ωστόσο, αναδύεται η πνιγηρή μισαλλοδοξία του Ψυχρού Πολέμου και ο υστερικός αντικομμουνισμός της εποχής, που προσπαθεί να κάνει πιόνι του (pun intended) τη Χάρμον, προσπαθώντας είτε με την εξαγορά είτε με τις πολιτικές πιέσεις να τη μετατρέψει σε “ιεροκήρυκα” των αξιών του “ελεύθερου κόσμου”, καθώς εκείνη ετοιμάζεται για το μεγάλο της ταξίδι στην ΕΣΣΔ, όπου προορίζεται να παίξει ενάντια στους καλύτερους σοβιετικούς σκακιστές και ιδιαίτερα τον “κακό της δαίμονα”, Βασίλι Μπόλγκοφ.
Η εμφάνιση καγκεμπιτών να συνοδεύουν τους σοβιετικούς παίκτες στα διεθνή τουρνουά, καθώς και η ευχή ενός έφηβου σκακιστή να “πάει σε drive-in κινηματογράφο” προϊδέαζαν για έναν ωκεανό από ιστορίες για αγρίους και κόκκινες αρκούδες. Sure enough, ο καγκεμπίτης εμφανίζεται, ο Βόλκοφ σχολιάζει στους συμπαίκτες του πως εκείνοι όπως κι η Χάρμον παίζουν για να έχουν μια καλύτερη ζωή και η ψυχολογική προετοιμασία για ένα ακόμα αντισοβιετικό δράμα ενισχύεται. Τα πράγματα όμως εξελίσσονται έξω από την πεπατημένη πορεία. Η αρχή γίνεται όταν ο πρωταθλητής σκακιού σε ρόλο κόουτς – εραστή της Χάρμον, Μπένι, της αποκαλύπτει ποιο είναι το πραγματικό μυστικό της επιτυχίας των Σοβιετικών σκακιστών: “Παίζουν σαν ομάδα, εμείς οι Αμερικανοί είμαστε ατομιστές”. Η – κάθε άλλο παρά μυημένη στο ομαδικό πνεύμα – Χάρμον δε δείχνει να εντυπωσιάζεται εκείνη τη στιγμή, και δέχεται αρχικά να γίνει “μασκότ” αντικομμουνιστικής χριστιανικής οργάνωσης που της κάνει τα έξοδα για το ταξίδι στην ΕΣΣΔ. Όχι χωρίς ανταλλάγματα φυσικά, καθώς οι ευσεβείς θείες της ζητούν να βγάλει δεκάρικο για τη σημασία της χριστιανικής πίστης μέσα στη “χώρα των άθεων”. Η Μπεθ προτιμά να τους γυρίσει τα λεφτά, παρά να ξεστομίσει “αυτές τις ανοησίες”. Το στοργικό αμερικανικό κράτος δε θα την αφήσει έτσι μόνη της, αλλά θα της φυτέψει και “κάποιον από το Στέιτ ντιπάρτμεντ” (καταλάβαμε, που λέμε και στα ίντερνετς), ως συνοδό στη Μόσχα, για να τη φυλάξει από τις άγριες διαθέσεις των μπολσεβίκων. Ώστε δεν τα έκαναν μόνο οι σατανικοί μπολσεβίκοι αυτά, Βίρνα; Ο πράκτορας επίσης προσπαθεί να την ετοιμάσει για συνάντηση με τον πρόεδρο των ΗΠΑ μετά την σπουδαία εμφάνισή της, όπου θα πρέπει να δηλώσει πόσο σημαντικό είναι για εκείνη ως Αμερικανίδα πως νίκησε τους Σοβιετικούς μέσα στο σπίτι τους. Η Χάρμον, ωστόσο όχι μόνο αρνείται, αλλά κατεβαίνει από το αμάξι λίγο πριν την πτήση, για μια μικρή “αυτομόληση”, ώστε να ενωθεί με τους εργάτες, όχι για να πει τον πόνο τις στις γάτες, αλλά για να παίξει σκάκι μαζί τους στο πάρκο. Γιατί το πιο αυθεντικό κομμάτι της σειράς είναι ακριβώς αυτό, το ότι το σκάκι για τους Σοβιετικούς δεν ήταν απλά ένα σπορ για ιδιόρρυθμες ιδιοφυΐες, αλλά μια πραγματικά μαζική ενασχόληση, τόσο ως θεατές, όσο και ως παίκτες.
Δεν ξέρω αν όλα τα παραπάνω μπορούν να αποδοθούν στο ομώνυμο με τη σειρά βιβλίο, για την ακρίβεια η παρουσία καγκεμπιτών, εντελώς ως κομπάρσων ωστόσο, αποτελεί ψυχροπολεμική πινελιά εκτός μυθιστορήματος, την οποία έδωσε -σύμφωνα με συνέντευξή του- ο σύμβουλος της σειράς, θρύλος του σκακιού και εξίσου θρυλικός για τον αντικομμουνισμό του Γκάρι Κασπάροφ. Γεγονός που ενδεχομένως υποδεικνύει πως αν ήθελαν οι συντελεστές να φτιάξουν με ιστορία κόκκινου τρόμου, θα μπορούσαν να το έχουν κάνει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, αλλά εν τέλει για τους δικούς τους λόγους δεν το επέλεξαν κι αυτή η τιμιότητα πραγματικά σπανίζει στη σύγχρονη ιστορική μυθοπλασία κάθε είδους. Από αυτή την άποψη, αποτελεί ό,τι κοντινότερο μεταξύ του τρέχοντος ρεπερτορίου του Νέτφλιξ σε αυτό που οδήγησε τον Μπογδάνο στην πασίγνωστη πια ατάκα για τους νεομαρξιστές που λυμαίνονται τον κολοσσό του streaming.
Αυτό δε σημαίνει πως θεωρώ τη σειρά αριστούργημα. Από πολλές απόψεις είναι ένα αρκετά προβλέψιμο μελόδραμα, φορτωμένο με κλισέ και σεναριακές ευκολίες, αλλά και σκηνές που απλά κάνουν κοιλιά, ελαττώματα που καλύπτονται -πέραν όσων ήδη αναφέρθηκαν – από τις συμπαθητικές ερμηνείες, κυρίως της “νεραϊδένιας” πρωταγωνίστριας, την πετυχημένη μουσική επένδυση και την οπτική πανδαισία της φωτογραφίας και των κοστουμιών.
Ωστόσο, είναι μια πραγματικά αξιοπρεπής πρόταση, που δε με έκανε να μετανιώσω τις περίπου 7 ώρες που αφιέρωσα στην καραντίνα β’. Συστήνεται για τμηματική θέαση κι όχι για binge -watching, όχι επειδή έχει τίποτε νοήματα υψηλά και απόκρυφα, αλλά για καλύτερη αφομοίωση των ποικίλων ερεθισμάτων, για σκακιστές και μη. Κι αν ακόμα δεν πετύχει να κάνει μακροπρόθεσμα το σκάκι μόδα, τουλάχιστον πέτυχε ένα μικρό ρουά ματ στις καρδιές μας.