Παλιοί προπονητές του ποδοσφαίρου, αλλά και αθλητικοί συντάκτες με γνώσεις και με παραστάσεις έχουν κατά το παρελθόν τονίσει πως «το ποδόσφαιρο είναι το καλύτερο δευτερεύον πράγμα στον κόσμο». Άλλοι παραφράζοντας την περιβόητη ρήση για τη θρησκεία το χαρακτηρίζουν «το όπιο του λαού», άλλοι ωμά, όπως είναι: Εργαλείο υποβοήθησης των επιχειρηματικών συμφερόντων οικονομικών ολιγαρχών, που είχαν την διαύγεια να ποντάρουν στην πιο εύκολη χειραγώγηση, μέσω ενός αθλητικού σωματείου με πολυπληθές κοινό.
του Μηνά Κωνσταντίνου στο ThePressProject
Το ελληνικό ποδόσφαιρο βρίσκεται -όχι από εχθές, εδώ και δεκαετίες- στα χέρια εφοπλιστών, πετρελαιάδων, εργολάβων, στοιχηματζήδων, τραπεζιτών, καπνοβιομήχανων, εκπροσώπων διαφόρων πολυεθνικών συμφερόντων και μία σειρά επιχειρηματιών. Ενίοτε, στα χέρια προσώπων με εμφανείς σχέσεις με τον υπόκοσμο, άλλοτε αυτές οι σχέσεις είναι πιο σκιώδεις. Σε κάθε περίπτωση, το ποδόσφαιρο στη χώρα μας έχει λειτουργήσει όλα τα προηγούμενα χρόνια ως εισιτήριο ασυλίας για μία σειρά από επιχειρηματίες και «επιχειρηματίες», όμοια με εκείνη των καναλαρχών.
Σε αρκετές περιπτώσεις, καναλάρχες και ποδοσφαιροπαράγοντες αποτέλεσαν τα ίδια πρόσωπα, απολαμβάνοντας από τον πολιτικό κόσμο της χώρας τα ίδια προνόμια, και καταφέρνοντας με την ίδια επιτυχία να προωθούν τα υπόλοιπα συμφέροντά τους. Άλλωστε, ακόμα και σήμερα, την ώρα που οι εικόνες του κουμπουροφόρου προέδρου κορυφαίου ποδοσφαιρικού συλλόγου της χώρας ρίχνει και τους τελευταίους πολίτες από τα εθνικά σύννεφα και που πλήθος διεθνών μέσων ενημέρωσης φιλοξενούν εμβρόντητα στα πρωτοσέλιδα τους τις ίδιες εικόνες, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε η Νέα Δημοκρατία, ούτε κανένα άλλο κόμμα δεν έχει βρει μια λέξη να καταδικάσει τα γεγονότα.*
Εδώ και χρόνια, παρά το γεγονός πως ο κόσμος που ασχολείται συστηματικά με το ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα παραμένει πολύς, όλο και περισσότεροι άνθρωποι γυρίζουν την πλάτη τους αηδιασμένοι. Άλλοι από τα πρόσωπα που δραστηριοποιούνται στους κόλπους του, άλλοι από την αντιμετώπιση που τυγχάνει η ομάδα τους, άλλοι από την εκμετάλλευση αυτής από επιχειρηματικά συμφέροντα, άλλοι απλώς γιατί δεν αντέχουν τη σύγκριση παρακολουθώντας έστω και μια φορά ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.
Σε μια παρέα μπορεί κανείς να βρει ποικίλες απόψεις για τα αίτια της σήψης όλης αυτής της ιστορίας, δυστυχώς, συνήθως ανάλογες με την ομάδα που υποστηρίζει παραδοσιακά ο καθείς. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι καν κοινό μυστικό πως αυτός ο χώρος αποτελεί για πολλά χρόνια ένα επιθετικό καρκίνωμα για την ελληνική κοινωνία, αφού έχει δείξει τα δόντια του σε κάθε ευκαιρία. Αποτέλεσμα, όχι της ίδιας της ομάδας ως «ιδέα» από τους εραστές της, αλλά της εκμετάλλευσης της εκάστοτε ομάδας ως ιδεολογικό μηχανισμό κινητοποίησης και πίεσης των χρησίμων ηλιθίων.
Εάν παραδοσιακά το ποδόσφαιρο θεωρείται το όπιο του λαού, αυτό που παρουσιάζεται πλέον ως «ελληνικό πρωτάθλημα» αποτελεί αναμφίβολα το σίσα του. Αυτή η ομαδική αυτοκτονία θα πρέπει επιτέλους να πάψει να έχει νομιμοποίηση, είτε για ψυχαγωγική, είτε για… φαρμακευτική χρήση.
Εάν δεν γίνεται στη χώρα να υπάρχει πρωταθλητισμός στα ευρωπαϊκά πρότυπα, με νόμους και κανόνες που θα τηρούνται, ας μην υπάρχει καθόλου.
*Προφανώς για τον γράφοντα, δηλώσεις «καταδίκης» όπως του Π. Σκουρλέτη, του Αδ. Γεωργιάδη και του Ανδρ. Λοβέρδου αποτελούν -κυρίως και κατά παράδοση- απόπειρα μικροπολιτικής διαχείρισης και επ’ ουδενί στάση καταδίκης.