Πηγή: Katiousa

“Λαϊκοί σύντροφοι (Volksgenossen, προσφώνηση που χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους οι ναζί), τα μέτρα μου δε θα αποδυναμωθούν από οποιεσδήποτε νομικές ενστάσεις, διακήρυττε στις 3 Μάρτη 1933 ο υπουργός Εσωτερικών της Πρωσίας Χέρμαν Γκέρινγκ: “Εδώ δε χρειάζεται να ασκήσω τη δικαιοσύνη, εδώ απλά έχω να εξοντώσω και να αφανίσω, τίποτ’άλλο!”. Τα λόγια αυτά ο Γκέρινγκ τα έκανε πράξη ένα μήνα αργότερα, ιδρύοντας μια ειδική οργάνωση. Στις 26 Απρίλη δημιουργήθηκε στην Πρωσία με διάταγμα του υπουργού η “Μυστική Κρατική Αστυνομία” που έμεινε γνωστή με τα αρχικά Γκεστάπο (Geheime Staatspolizei), αν και η αρχική της ονομασία ήταν Gestapa, δηλαδή Μυστική Κρατική Αστυνομική Υπηρεσία. Στόχος της η καταπολέμηση όλων “των εχθρικών προς το κράτος ενεργειών”.

Τα κεντρικά της Γκεστάπο στην οδό Πρίγκηπος Άλμπρεχτ στο Βερολίνο

Όπως συνέβαινε στους περισσότερους τομείς της ναζιστικής διοίκησης, ο ανταγωνισμός μεταξύ ηγετικών στελεχών των ναζί για τον έλεγχο υπηρεσιών με συχνά αλληλοεπικαλυπτόμενες αρμοδιότητες άγγιξε και τη λειτουργία της Μυστικής Αστυνομίας. Μήλον της έριδος μεταξύ του Γκαίρινγκ και του αρχηγού των Ες-Ες Χάινριχ Χίμλερ, που στο Μόναχο είχε δημιουργήσει το δικό του αστυνομικό κράτος με τη “Βαυαρική Πολιτική Αστυνομία”, τελικά η Γκεστάπο “κατοχυρώθηκε” υπέρ του δεύτερο. Το 1934 ο Γκαίρινγκ, ως πρωθυπουργός του Ράιχ, παρέδωσε τη διοίκηση της Γκεστάπο Πρωσίας στο Χίμλερ, ενώ δυο χρόνια αργότερα η παντοδυναμία του τελευταίου επιβεβαιώθηκε με την επέκταση της εξουσίας του στην στις αστυνομικές υπηρεσίες ολόκληρης της Γερμανίας. Ες-Ες και αστυνομία συνδέθηκαν στενά ενώ σύμφωνα με νόμο του 1936 η Γκεστάπο απαλλάσσονταν από την υποχρέωση να τηρεί οποιονδήποτε νόμο του κράτους, εφόσον επρόκειτο για την καταπολέμηση αντιφρονούντων και την επιβολή της φυλετικής πολιτικής των ναζί. Δολοφονίες, βασανιστήρια και εγκλεισμοί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που είχαν ξεκινήσει εξάλλου από την πρώτη στιγμή της ανόδου των ναζί στην εξουσία, τώρα αποκτούσαν και θεσμική νομιμοποίηση, αφού κανένα δικαστήριο της χώρας δεν επιτρεπόταν να ελέγξει τη δράση της υπηρεσίας.

Ο Γκέρινγκ παραδίδει την ηγεσία της πρωσικής αστυνομία στο Χίμλερ 1934

H διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της Γκεστάπο και η οργανωτική της επέκταση είχε, όπως είναι φυσικό, επίπτωση και στον αριθμό των συνεργατών της. Ξεκινώντας από μόλις 50 άτομα προσωπικό, η υπηρεσία ως το 1937 είχε φτάσει στους 7000 συνεργάτες, ενώ μετά την έναρξη του πολέμου ο αριθμός αυτός εκτοξεύτηκε, περιλαμβάνοντας και τα κατεχόμενα εδάφη, φτάνοντας ως το τέλος του πολέμου στις 31000 τουλάχιστον.

H ηγεσία της Γκεστάπο είχε κυρίως αστική προέλευση. Επρόκειτο κυρίως για νέους άνδρες, πανεπιστημιακής μόρφωσης, συχνά νομικούς και αρκετοί εξ αυτών με διδακτορικό. Τα μισά μέλη της Γκεστάπο ανήκαν παράλληλα και στα Ες-Ες και το ένα τρίτο περίπου στην “Υπηρεσία Ασφαλείας” (SD), αποτελούσαν δηλαδή την “αφρόκρεμα” της ναζιστικής ελίτ. Μόλις το ένα τρίτο του προσωπικού δεν συμμετείχε ταυτόχρονα και σε άλλη εθνικοσοσιαλιστική οργάνωση. Με το πέρασμα των ετών, οι αυξημένες ανάγκες στελέχωσης σήμαιναν πως αρκούσε μια σύντομη μετεκπαίδευση μελών των Ες-Ες για να γίνουν δεκτά στη Μυστική Αστυνομία του Ράιχ.

Γκεστάπο ήταν συχνά αρνητικές σχετικά με την αφοσίωση του λαού στο ναζισμό και ως εκ τούτου κατηγορήθηκαν πως “έσπερναν την ηττοπάθεια”. Την 1η Ιούλη 1937 ως καθήκοντα της Γκεστάπο ορίστηκε η “παρακολούθηση και καταπολέμηση του μαρξισμού, της εσχάτης προδοσίας και της πολιτικής μετανάστευσης”, γενικότερα κάθε μορφή πολιτικής αντίστασης. Τα μέσα που χρησιμοποιούσε για την καταστολή κάθε αντίθετης φωνής στη Γερμανία κυμαίνονταν από απλά πρόστιμα μέχρι ομαδικές εκτελέσεις, μέτρο που γενικεύτηκε τα τελευταία χρόνια του πολέμου. Σε σπάνιες περιπτώσεις, οι πολιτικοί αντίπαλοι του καθεστώτος παραπέμπονταν στα επίσης αφοσιωμένα στο ναζισμό δικαστήρια, κυρίως όταν επρόκειτο για επώνυμους αντιφρονούντες, προκειμένου να τηρηθούν για το διεθνές κοινό κάποια προσχήματα κράτους δικαίου.

Κλάους Μπάρμπι

Επίκεντρο της δράσης της Μυστικής Αστυνομίας ήταν όπως είπαμε η αντιμετώπιση των πολιτικών αντιπάλων του Ράιχ. Βασικό όπλο της Γκεστάπο ήταν η διείσδυση στις ομάδες αντιστασιακών, που προέρχονταν από τα απαγορευμένα πλέον κόμματα, ιδίως δε το ΚΚ Γερμανίας. Μέλη των συνωμοτικών ομάδων οδηγούνταν σε συνεργασία με τις αρχές μέσω απειλών, βίας, αλλά και υλικών κινήτρων. Η δράση αυτή ήταν πολύ επιζήμια για τη δημιουργία ενός εύρωστου κινήματος αντίστασης στο ναζισμό τα πρώτα χρόνια της εξουσίας του. Σε ό,τι αφορούσε τους συλληφθέντες, αυτοί υποβάλλονταν σε φριχτά βασανιστήρια, μαζί με λεκτική βία, προσβολές, εκβιασμού και χρήση ψευδών ή πραγματικών αποδεικτικών στοιχείων και μαρτυριών συγκρατουμένων σε βάρος τους.