Πηγή: Σελιδοδείκτης
Συνέντευξη της Κατερίνας Μάτσα* στη Λίτσα Φρυδά**
«Τα παιδιά που παίρνουν ουσίες δεν το κάνουν για να πεθάνουν, αλλά για να επιβιώσουν μέσα σε μια αβίωτη πραγματικότητα»
ΣΕΛΙΔ.: Ένα από τα θέματα που απασχολούν ιδιαίτερα τη σχολική κοινότητα, εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές, είναι η αύξηση της χρήσης ψυχοδραστικών ουσιών από τους εφήβους, κυρίως η χρήση χασίς. Ποιοι είναι οι λόγοι που ωθούν τους εφήβους στη δοκιμή ψυχοδραστικών ουσιών και ποιοι παράγοντες θα συντελέσουν στην συστηματική χρήση και εξάρτησή τους από αυτές;
Κ.Μ.: Οι λόγοι που μπορούν να ωθήσουν ένα παιδί στην εφηβεία να δοκιμάσει ουσίες είναι πάρα πολλοί. Είναι η περιέργεια, η αναζήτηση νέων εμπειριών, οι συναναστροφές, η μόδα – επειδή είναι πάρα πολύ “in” το να χρησιμοποιούνται ουσίες. Είναι η αίσθηση της δύναμης, της παντοδυναμίας που δίνει η ουσία, η αναζήτηση ενός αισθήματος ευφορίας που θα βγάλει το παιδί από τη θλίψη του, η αναζήτηση ενός χώρου στον οποίο να αισθάνεται ότι μπορεί να ανήκει, ενός χώρου που να είναι σε σύγκρουση με το κοινωνικό κατεστημένο. Γιατί η αμφισβήτηση του κοινωνικού κατεστημένου – και του κατεστημένου της οικογένειας επίσης – είναι ένας παράγοντας που θα κάνει ένα παιδί να στραφεί στις ουσίες.
Όλα αυτά μπορεί να το κάνουν να δοκιμάσει. Όμως δεν θα εξαρτηθεί επειδή δοκίμασε. Είναι ένας μύθος αυτός. Πάρα πολλά παιδιά δοκιμάζουν. Το παιδί που θα εξαρτηθεί είναι αυτό που δεν θα μείνει στην απλή δοκιμή, θα επανέλθει, θα ξαναπάρει και θα αισθανθεί ότι εκεί, στις ουσίες, βρίσκει την «λύση» των προβλημάτων του – έστω και σε εισαγωγικά. Που έχει δηλαδή τους λόγους του για τους οποίους καταφεύγει στη χρήση. Κι αυτοί οι λόγοι πρέπει να αναζητηθούν σε πολλά επίπεδα. Και στο επίπεδο το κοινωνικό, και στο ψυχολογικό, το οικογενειακό, το πολιτιστικό, το ιδεολογικό, παντού. Σε όλα τα επίπεδα πρέπει κανείς να αναζητήσει τους λόγους, γιατί το φαινόμενο έχει μεν μια κοινωνική φύση, αλλά είναι πολυδιάστατο, πολυπαραγοντικό, δεν εξαντλείται σε κάποιους γενικούς αφορισμούς.
Πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως κάθε άνθρωπος, ιδιαίτερα σ’ αυτήν την ηλικία της εφηβείας, είναι μια ιδιαίτερη, μια ξεχωριστή περίπτωση· και αυτή τη μοναδικότητα του καθενός θα πρέπει να την αναζητήσουμε και στον ψυχισμό του, τον τρόπο δηλαδή που αυτός λειτουργεί, αλλά και στα ελλείμματα αυτού του ψυχισμού. Γιατί οι ουσίες έρχονται να καλύψουν ελλείμματα: έλλειμμα τρυφερότητας, αγάπης, σχέσεων, επικοινωνίας, εμπιστοσύνης.
Είναι μοναχικά αυτά τα παιδιά, πάρα πολύ μοναχικά, κι αν θέλετε, πολύ απελπισμένα. Είναι η βαθειά τους απελπισία που εκφράζεται με αυτήν την κίνηση της απόγνωσης· γιατί ξέρουν πού οδηγούν οι ουσίες, ξέρουν πάρα πολύ καλά. Και έχουν δει φίλους να πεθαίνουν στο δρόμο, έχουν διαβάσει, έχουν ακούσει, δεν είναι όπως πριν κάποιες δεκαετίες που έλεγαν «δεν ήξερα που θα καταλήξω». Τώρα ξέρουν, αλλά είναι αυτό που λένε κάποιοι ψυχαναλυτές ότι ουσιαστικά είναι μια παράδοξη στρατηγική επιβίωσης. Τα παιδιά αυτά δεν αντέχουν τον εαυτό τους και τους άλλους. Δεν μπορούν να κάνουν σχέσεις. Ζουν στην απόλυτη αποξένωση. Και αυτή η αδυναμία τα κάνει να κλείνονται στον εαυτό τους σαν το σαλιγκάρι σε καιρό ξηρασίας· και αυτό τους οδηγεί σε αυτόν τον τρόπο ζωής που εντέλει οδηγεί στο θάνατο, σε ποσοστό πολύ υψηλότερο από των άλλων ανθρώπων. Κάποιοι λένε ότι έχουν 20% περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν πρόωρα από το γενικό πληθυσμό. Αλλά δεν το κάνουν για να πεθάνουν. Το κάνουν για να μπορέσουν να επιβιώσουν, να αντέξουν μία αβίωτη πραγματικότητα.
«Τα ναρκωτικά είναι ένα μέσον κοινωνικού ελέγχου για τη βιοεξουσία (…) Το ζητούμενο είναι ο κοινωνικός έλεγχος των πιο απείθαρχων στοιχείων…»
Τώρα, σε σχέση με τη δοκιμή που λέγαμε στην αρχή, έχει σημασία να δει κανείς και το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο προωθείται η δοκιμή. Γιατί τα ναρκωτικά είναι ένα μέσον κοινωνικού ελέγχου για την εξουσία, τη βιοεξουσία. Το ζητούμενο είναι ο κοινωνικός έλεγχος των πιο απείθαρχων στοιχείων, αυτών που μπορεί να δημιουργήσουν προβλήματα. Και το να μπουν τα ναρκωτικά στην αγορά, να προωθηθεί η φιλολογία για τα «αθώα», τα «μαλακά», το «δικαίωμα στη χρήση» και όλα αυτά, εξυπηρετεί αυτόν ακριβώς τον στόχο. Και βέβαια τα παιδιά που πέφτουν θύματα αυτής της προπαγάνδας μπορεί να είναι παιδιά που μισούν τη βιοεξουσία και εκδηλώνουν το μίσος τους με πολλούς τρόπους. Παρόλα αυτά, γίνονται θύματα αυτής της πολιτικής, η οποία είναι πολύ προσεκτικά χαραγμένη. Γι’ αυτό δεν μπορεί κανείς να την αντιμετωπίσει απλά με το να πει σωστά πράγματα σ’ αυτά τα παιδιά, να τα νουθετήσει, ούτε βεβαίως να τα τιμωρήσει.
Εκείνο που χρειάζεται κατά τη γνώμη μου – κι εδώ παίζει πάρα πολύ μεγάλο ρόλο η σχέση του εκπαιδευτικού με το παιδί – είναι το να μπορέσει το παιδί να σκεφτεί, να κατανοήσει άλλα μέσα αντιμετώπισης της πραγματικότητας, σε ένα πλαίσιο που θα του παρέχει ασφάλεια και εμπιστοσύνη. Η σχέση αυτή, αν είναι μια σχέση σεβασμού και εμπιστοσύνης, του επιτρέπει πρώτα απ’ όλα να εκφραστεί. Τα παιδιά αισθάνονται ότι πνίγονται, κανείς δεν τα ακούει. Μέσα στο σπίτι κανένας δεν ακούει πια τα παιδιά, κυρίως στην ηλικία της εφηβείας. Έχουν μάθει να λειτουργούν με το κινητό και με τα διάφορα ηλεκτρονικά παιχνίδια και είναι κλεισμένα σε έναν κόσμο τελείως φανταστικό, όχι στον πραγματικό. Δεν λειτουργούν στον πραγματικό κόσμο. Στο βαθμό που μια πραγματική επικοινωνία αποκαθίσταται, τους ανοίγει παράθυρα στον κόσμο. Και πιστεύω ότι αυτό είναι το ζητούμενο στη σημερινή εποχή.
Δεν μπορείς να τρομάξεις τα παιδιά γι’ αυτό που θα τους συμβεί, όπως και δεν μπορείς απ’ την άλλη μεριά να είσαι πάρα πολύ ανεκτικός. Πολλοί γονείς, οι οποίοι ίσως στα νιάτα τους έκαναν κι εκείνοι χρήση, κυρίως χασίς, είναι πολύ ανεκτικοί με τα παιδιά τους. Βεβαίως δεν πρέπει να δαιμονοποιεί κανείς καμία ουσία. Έχει σημασία όμως να καταλάβουμε ότι μπορεί σ’ αυτό το παιδί που καπνίζει χασίς να υπάρχει ένα τέτοιο υπόβαθρο που δεν θα του επιτρέψει να ξεφύγει από αυτόν τον κόσμο των ουσιών, γιατί θα αισθανθεί ότι εκεί μέσα λειτουργεί, ενώ στην κανονική του ζωή δεν μπορεί να λειτουργήσει. Επομένως παίζει κανείς με τη φωτιά με το να πει ότι το χασίς είναι μια ουσία όπως η νικοτίνη.
Από την άλλη μεριά – κι αυτό επίσης έχει πολύ μεγάλη σημασία – πρέπει να δούμε ότι το χασίς σαν ουσία έχει αποδειχθεί πια ότι μπορεί να δημιουργήσει πολύ σοβαρές ψυχικές διαταραχές, ιδιαίτερα στην περίοδο της εφηβείας και σε μακρόχρονη χρήση. Έχουν περιγραφεί ψυχώσεις, πολύ σοβαρές καταθλίψεις, γενικά ψυχιατρικές διαταραχές που συνδέονται άμεσα με τη χρήση του, μέσα από έρευνες που είναι πάρα πολύ έγκυρες και γίνονται σ’ όλη την Ευρώπη. Γι’ αυτό δεν μπορείς να πεις «δεν είναι ηρωίνη, κι αφού δεν είναι ηρωίνη δεν είναι τίποτα». Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Στην ηλικία που ένα παιδί ζητά μία διέξοδο στα αδιέξοδα που έτσι κι αλλιώς βιώνει λόγω της εφηβείας, αν αισθανθεί ότι τη διέξοδο αυτή του τη δίνει η ουσία, έστω και με ένα τρόπο πλασματικό, κινδυνεύει να μάθει αυτόν τον τρόπο λειτουργίας του ψυχισμού του και να οδηγηθεί πολύ μακριά, στον κόσμο της εξάρτησης, σαν τρόπο ζωής.
Άλλωστε, σήμερα πια, αυτό που υπάρχει σχεδόν σαν κανόνας είναι η χρήση όλων των ουσιών, η πολυτοξικότητα. Παλιά υπήρχαν οι χρήστες ηρωίνης, οι χρήστες κοκαΐνης, οι χρήστες χασίς. Τώρα κανείς δεν μπορεί να πει «παίρνω μόνο αυτήν την ουσία». Παίρνουν ό,τι βρουν μπροστά τους και προπάντων παίρνουν τα συνθετικά ναρκωτικά, τα «ναρκωτικά της κρίσης», τα οποία είναι πάρα πολύ επικίνδυνα, πολύ φτηνά, εξαιρετικά τοξικά, καταστρέφουν τα όργανα, τον εγκέφαλο, την καρδιά, το συκώτι, και πάρα πολύ γρήγορα φθείρεται ο οργανισμός από αυτή τη χρήση και τα άτομα χάνονται.
Ύστερα είναι η ζωή του περιθωρίου με όλες τις συνέπειες που έχει αυτή η ζωή σε ό,τι αφορά λοιμώδη νοσήματα και κυρίως το AIDS, τις ηπατίτιδες, (ιδιαίτερα η ηπατίτιδα C είναι πολύ σοβαρή πάθηση). Οι τοξικομανείς ζουν μέσα στον κόσμο των κοινωνικά αποκλεισμένων, έναν κόσμο πολύ μεγάλης βίας και αυτή την βία που εισπράττουν στον χώρο του κοινωνικού αποκλεισμού, την επιστρέφουν προς τα έξω, στους άλλους, και προς τα μέσα, προς τον εαυτό τους. Υπάρχει μεγάλο ποσοστό αυτοκτονιών ιδιαίτερα στην ηλικία της εφηβείας, πολύ μεγάλο ποσοστό, ιδιαίτερα όταν συνυπάρχει η εξάρτηση από τις ουσίες με ψυχιατρικές διαταραχές.
«Η σχέση ενός παιδιού με έναν εκπαιδευτικό που του ανοίγει δρόμους στη γνώση, στη δημιουργία, (…) το κάνει να αισθάνεται ότι η ζωή του έχει νόημα»
ΣΕΛΙΔ.: Υπάρχουν, κατά τη γνώμη σας, ενέργειες που θα μπορούσε να κάνει το σχολείο στο θέμα της πρόληψης; και αν ναι, ποιες είναι αυτές; Κάποιοι υποστηρίζουν πως το σχολείο δεν μπορεί να κάνει τίποτα για αυτό και πως αυτό είναι ζήτημα των ειδικών, των ψυχολόγων.
Κ.Μ.: Εγώ θα έλεγα γενικά ότι αυτό που χρειάζεται είναι οι καθηγητές να αναπτύξουν τέτοιες σχέσεις με τους μαθητές – σχέσεις σεβασμού, εμπιστοσύνης, εκτίμησης, κατανόησης – που να τους κάνουν να αισθανθούν ότι είναι δημιουργικά άτομα. Να φέρουν στην επιφάνεια δυνατότητες που είναι αναξιοποίητες. Γιατί ένας έφηβος χρειάζεται αναγνώριση. Και δεν την παίρνει απ’ την κοινωνία την αναγνώριση, ούτε από την οικογένειά του. Το πολύ-πολύ, αν είναι καλός μαθητής, να του πει κι ένα «μπράβο» η οικογένεια. Αλλά δεν του αρκεί.
Ο μέσος όρος των παιδιών αισθάνεται ότι δεν έχει καμία αξία. Η σχέση τους λοιπόν με έναν καθηγητή που τους ανοίγει δρόμους στη γνώση, στη δημιουργία – η τέχνη παίζει κι αυτή εδώ έναν πάρα πολύ μεγάλο ρόλο – τους ανοίγει ορίζοντες, τους κάνει να αισθάνονται ότι αξίζει η ζωή τους, ότι έχει νόημα. Γιατί τα παιδιά που στρέφονται στις ουσίες πιστεύουν ότι η ζωή τους δεν έχει κανένα νόημα. Το ψάχνουν κάπου απ’ έξω, στις αισθήσεις που προκαλούνται, που ερεθίζονται μέσα από τη χρήση των ουσιών. Αλλά αν καταφέρει ο καθηγητής να κάνει αυτό το παιδί να δημιουργήσει, να αναπτύξει δυνατότητες, τότε αυτό δεν θα έχει κανένα λόγο να πάρει ουσίες. Περισσότερο αυτό πρέπει να κάνει και λιγότερο να του μιλήσει για τα ναρκωτικά. Οι γνώσεις για τις ουσίες, απομυθοποιώντας τες, μπορεί να αποτελούν μέρος της αγωγής υγείας. Όχι μάθημα για τα ναρκωτικά.
Εκείνο όμως στο οποίο εγώ επιμένω πάντα, είναι να μπορεί να εμπνεύσει ο καθηγητής στο παιδί όρεξη για τη ζωή, όρεξη να δημιουργήσει έναν άλλο τρόπο ζωής. Να τον ονειρευτεί, να τον οραματιστεί, να αρχίσει να δημιουργεί πάνω σ’ αυτόν. Και είπα όραμα, γιατί θεωρώ ότι ένας από τους παράγοντες που κάνει τους νέους σήμερα να είναι τόσο πεσιμιστές και να φτάνουν στον μηδενισμό, είναι ότι τους λείπει το όραμα. Και λείπουν επίσης τα κοινωνικά πρότυπα, του κοινωνικού αγωνιστή, του επαναστάτη. Και αυτά τα πρότυπα δεν τα βρίσκει ούτε στην οικογένεια. Η μορφή του πατέρα είναι εντελώς απαξιωμένη, της μάνας επίσης, οι κοινωνικές ανισότητες μεγαλώνουν διαρκώς, το παιδί αισθάνεται ότι ζει σε έναν κόσμο που του στερεί τα πάντα, και πνευματικά αγαθά αλλά και υλικά. Και σήμερα ακόμα περισσότερο. Γιατί η κρίση δημιουργεί ακόμα πιο μεγάλη ανασφάλεια, δημιουργεί φόβους, οι φόβοι κυκλοφορούν, τους εσωτερικεύει το παιδί και καταλήγει να κυριευτεί απ’ αυτούς.
Ο εκπαιδευτικός πρέπει λοιπόν να είναι δάσκαλος, με την έννοια του ανθρώπου που σου ανοίγει ένα δρόμο στη ζωή σου. Αυτό χρειάζεται. Ο ψυχολόγος χρειάζεται για άλλα πράγματα. Ο ψυχολόγος στο σχολείο χρειάζεται γιατί θα επισημάνει τις δυσκολίες τις ψυχολογικές, οι οποίες έχουν πάρει κάποιες διαστάσεις, οπότε σαφώς χρειάζεται βοήθεια ένα παιδί. Και αυτή τη βοήθεια δεν μπορεί να του τη δώσει ο οποιοσδήποτε. Όμως αυτό είναι άλλο πράμα.
ΣΕΛΙΔ.: Αναφέρεστε στο βιβλίο σας «Ψυχοθεραπεία και Τέχνη στην απεξάρτηση» στον Vygotsky, ενστερνιζόμενη την θέση του ότι όλες οι ψυχικές λειτουργίες ξεκινούν ως πραγματικές σχέσεις ανάμεσα σε ανθρώπους. Θεωρείτε το ρόλο του σχολείου στην κοινωνικοποίηση των παιδιών σημαντικό ως προς την πρόληψη;
Κ.Μ.: Αυτός ο στόχος της κοινωνικοποίησης των παιδιών είναι πάρα πολύ σπουδαίος. Βέβαια στην κοινωνικοποίηση εκτός από το σχολείο παίζει ρόλο και η οικογένεια με τους θεσμούς της, όμως το σχολείο έχει να παίξει και αυτό έναν πολύ σπουδαίο ρόλο. Ακόμα και τα παιδιά που δεν μπαίνουν στα ναρκωτικά παραμένουν με τεράστια ελλείμματα στην κοινωνικοποίησή τους. Στην εποχή μας η στροφή στο ίντερνετ εκφράζει αυτήν την αδυναμία επικοινωνίας του παιδιού ή του εφήβου, το κλείσιμο στον εαυτό του. Εκφράζει την αναζήτηση ενός πλασματικού κόσμου, ενός πλασματικού εαυτού, που είναι πολύ πιο επαρκής στα δικά του μάτια, γιατί αισθάνεται ο ίδιος πολύ ανεπαρκής, πολύ ανασφαλής, άρα φτιάχνει ένα avatar, μια περσόνα που του κάνει, και μαθαίνει να λειτουργεί μ’ αυτήν. Ένα τέτοιο παιδί όμως μπαίνει σ’ αυτόν τον κόσμο γιατί ποτέ δεν ήταν μέσα στον πραγματικό κόσμο. Ήταν πάντα στο μεταίχμιο και αφηνόταν να είναι στο μεταίχμιο. Αυτές είναι οι τεράστιες ευθύνες που ως κοινωνία έχουμε. Οδηγούμε τους νέους να ζουν στο μεταίχμιο.
ΣΕΛΙΔ.: Πολλές φορές οι εκπαιδευτικοί αισθάνονται αδύναμοι να αντιμετωπίσουν καταστάσεις που έχουν να κάνουν με τη χρήση ουσιών, κάποιες φορές και εντός σχολείου. Θεωρείτε ότι κάποιου είδους επιμόρφωση σ’ αυτόν τον τομέα θα ήταν βοηθητική;
Κ.Μ.: Νομίζω ναι. Η εμπειρία που έχουμε εμείς στο 18 ΑΝΩ έχει αποδείξει ότι όντως βοηθάει το να γίνουν τέτοια σεμινάρια, θα τους ανοίξουνε δρόμο. Κατ’ αρχάς θα διαλύσουνε πολλά κοινωνικά στερεότυπα. Ότι δηλαδή τα παιδιά είναι άρρωστα, ότι δεν έχουν ελπίδα, ότι προέρχονται από διαλυμένες οικογένειες. Πολλά στερεότυπα. Κι ύστερα θα τους βοηθήσουν να μπουν πιο βαθιά στην ουσία του προβλήματος, που είναι η κρίση της κοινωνίας και του πολιτισμού. Όποτε έχουνε γίνει τέτοια σεμινάρια αυτό που επιστρέφει σε μας ως feed back είναι πάντα ένα θετικό συναίσθημα, ότι η γνώση τους βοήθησε να προσεγγίσουν καλύτερα αυτά τα παιδιά.
Βέβαια, πιστεύω ότι η πρόληψη δεν είναι υπόθεση μόνο των καθηγητών, έχει να κάνει με όλο το εκπαιδευτικό σύστημα. Σ’ αυτήν την εποχή το σύστημα ισοπεδώνει τον μαθητή ως άνθρωπο, τον βλέπει μόνο σαν απόδοση, που πρέπει να είναι καλή με βάση το πρόγραμμα που βγάζουν κάποιοι, οι οποίοι δεν παίρνουν υπόψη τις πραγματικές ανάγκες των μαθητών, ιδιαίτερα σ’ αυτήν τη δύσκολη ηλικία της εφηβείας. Ύστερα, το σύστημα απαξιώνει τους καθηγητές, ενώ θα έπρεπε να κάνει το αντίθετο. Γιατί παίζει πολύ μεγάλο ρόλο το να σέβεται το σύστημα τον καθηγητή. Όπως βέβαια και το να εμπνέει ο ίδιος ο καθηγητής στο μαθητή το σεβασμό με τη στάση του στη ζωή. Γιατί θα πρέπει να είμαστε ειλικρινείς, κάποιοι καθηγητές οι οποίοι αναλώνονται σε ιδιαίτερα μαθήματα, δεν ασχολούνται με τα παιδιά της τάξης. Ο χρόνος που αφιερώνουν είναι πολύ λίγος και τα παιδιά εισπράττουν την αδιαφορία. Οπότε αντιδρούν ανάλογα, με αδιαφορία, απάθεια, παραίτηση, απαξίωση όλων, μηδενισμό. Επομένως το να αλλάξουν τα πράγματα είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων.
ΣΕΛΙΔ.: Θεωρείτε ότι το σύστημα χρησιμοποιεί το σχολείο ως εργαλείο χειραγώγησης της κοινωνίας; και αν ναι, πώς μπορούν οι εκπαιδευτικοί να ανατρέψουν αυτήν τη κατάσταση;
Κ.Μ.: Σαφώς το σύστημα χρησιμοποιεί το σχολείο ως εργαλείο χειραγώγησης. Ωστόσο οι εκπαιδευτικοί μπορούν να ανατρέψουν αυτήν την κατάσταση, πρώτα και κύρια με τον τρόπο που στις λαμπρότερες στιγμές τους έχουν επιδείξει: συγκροτώντας ένα κίνημα που να διεκδικεί άλλους όρους λειτουργίας του σχολείου, μέσα σε άλλους κοινωνικούς ρόλους. Ωστόσο, πολύ μεγάλο ρόλο παίζει και η προσωπική στάση του καθενός συνολικά στη ζωή, το ζωντανό παράδειγμα που δίνει στα παιδιά. Γιατί πιο πολλά μαθαίνουμε από αυτά που κάνει ο άλλος, παρά από αυτά που λέει. Και αυτά που κάνει είναι ο τρόπος της ζωής του. Άρα οι καθηγητές έχουν να παίξουν ρόλο σ’ αυτό το θέμα, αλλά μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο, όχι εξειδικευμένο σε συνάρτηση με τα ναρκωτικά. Ένα γενικότερο πλαίσιο που αφορά τους ορίζοντες που μπορούν να ανοίξουν και στη δική τους ζωή αλλά και σε εκείνη των παιδιών.
ΣΕΛΙΔ.: Μιλήσατε νωρίτερα για τον ρόλο της οικογένειας στην εξάρτηση. Πιστεύετε πως η συνεργασία των εκπαιδευτικών με τους γονείς σε μια κοινή προσπάθεια για την πρόληψη και την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος θα μπορούσε να ευοδώσει, και αν ναι, ποια μορφή θα μπορούσε να πάρει μια τέτοια συνεργασία;
Κ.Μ.: Κατ’ αρχήν θα πρέπει να υπάρχει μια συμμαχία. Να αισθάνονται και οι μεν και οι δε ότι είναι σύμμαχοι σε έναν κοινό αγώνα: να καταφέρουν να βοηθήσουν τα παιδιά να ξεπεράσουν τις δυσκολίες της εφηβικής ηλικίας και βέβαια να βρουν το δρόμο τους στον κόσμο. Συμβαίνει το αντίθετο. Συνήθως οι καθηγητές είναι απόμακροι και οι γονείς είναι πολλές φορές εχθρικοί. Έχει τύχει, συζητώντας γι’ αυτό το θέμα των ουσιών, ν’ ακούσω καθηγητές να λένε: «εγώ βλέπω το παιδί να έρχεται έχοντας κάνει χρήση, αλλά δεν τολμάω να το πω στους γονείς, γιατί θα με βρίσουν και θα στραφούν ενάντιά μου». Αυτό είναι αλήθεια, πολλές φορές οι γονείς εθελοτυφλούν. Αυτή η κατάσταση, να αρνούνται οι γονείς να δουν την πραγματικότητα, είναι πολύ διαδεδομένη. Είναι ένας μηχανισμός του ψυχισμού τους, η ψυχική τύφλωση που λέμε. Δεν θέλουν να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα και κατηγορούν διαρκώς τους άλλους. Υπάρχει βέβαια και το αντίθετο στους γονείς, να αισθάνονται ότι φταίνε αυτοί για όλα και κανένας άλλος. Η ενοχοποίηση. Σε κάθε περίπτωση ούτε το ένα ούτε το άλλο βοηθάει. Χρειάζεται λοιπόν πιο καλή επικοινωνία. Δεν ξέρω πώς, πάντως οι καθηγητές πρέπει από τη μεριά τους να βρουν έναν τρόπο, ώστε να φέρουν τους γονείς πιο κοντά.
ΣΕΛΙΔ.: Τι δυνατότητες παρέμβασης έχει ένας εκπαιδευτικός που διαπιστώνει – είτε έπειτα από ομολογία του ίδιου του παιδιού είτε από τα σημάδια στην όψη και τη συμπεριφορά του πως κάνει χρήση ουσιών; Υπάρχει κάποιος φορέας στον οποίο θα μπορούσε να απευθυνθεί για βοήθεια;
Κ.Μ.: Υπάρχουν οι μονάδες εφήβων του 18 ΑΝΩ και του ΚΕΘΕΑ. Δεν είναι πολλές, αλλά υπάρχουν. Βέβαια, η διαδικασία που θα ακολουθήσει ο εκπαιδευτικός έχει πολύ μεγάλη σημασία, γιατί δεν αρκεί να παραπέμψεις το πρόβλημα, το θέμα είναι να φτάσει το παιδί ως εκεί που το έχει ανάγκη. Και μπορεί ο εκπαιδευτικός να πρέπει να είναι εκείνος που θα το συνοδέψει. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι μαθητές ομολόγησαν τη χρήση στον καθηγητή αλλά όχι στους γονείς τους. Ο καθηγητής τα συνόδεψε μέχρι τη μονάδα εφήβων και μόνο μετά, αφού έγινε εκεί μια δουλειά με τα παιδιά, μίλησαν εκείνα στους γονείς τους. Έχει πολύ μεγάλη σημασία αυτό. Δεν πρέπει δηλαδή ο εκπαιδευτικός να μιλήσει στους γονείς. Καλό είναι τα παιδιά να μιλήσουν τα ίδια. Γιατί τα παιδιά δεν μιλάνε. Και οι γονείς δεν μιλάνε. Κανείς δεν μιλάει. Όλοι είναι κλεισμένοι στον κόσμο τους. Και το να αρχίσουν να μιλάνε είναι το πρώτο βήμα για να ξεπεράσουν το πρόβλημα. Άλλες φορές βέβαια είναι πιο απλό. Αν υπάρχει καλή σχέση με τους γονείς, μπορεί να τους επισημανθεί κι αυτοί να προσέξουν κάποια πράγματα. Αλλά ο εκπαιδευτικός παίζει πολύ σημαντικό ρόλο ως ενδιάμεσος. Γιατί, όπως είπα, είναι συχνά εκείνος που θα πληροφορηθεί πρώτος το πρόβλημα ή θα το επισημάνει. Μπορεί να μην του το πει το παιδί αλλά να το δει ο ίδιος. Θα πρέπει τότε να το συζητήσει μαζί του, ώστε σιγά-σιγά να μπορέσει να ανοιχτεί το παιδί και να μιλήσει για τα προβλήματά του και για τη χρήση.
ΣΕΛΙΔ.: Παίρνοντας ως παράδειγμα το σχολείο του 18 ΑΝΩ, πιστεύετε πως το σχολείο, τόσο ως παιδαγωγική και μαθησιακή διαδικασία όσο και ως περιβάλλον κοινωνικοποίησης, μπορεί να παίξει ρόλο στην θεραπεία των τοξικοεξαρτημένων νέων, ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες που, λόγω χρήσης, το έχουν εγκαταλείψει πολλά χρόνια πριν;
Κ.Μ.: Πράγματι, το πιστεύω. Το 18 ΑΝΩ έχει το δικό του σχολείο, που επιτελεί ένα σημαντικό έργο, γιατί αναλαμβάνει να καλύψει τα κενά των παιδιών που εγκατέλειψαν το σχολείο στρεφόμενα στις ουσίες. Και τα κενά είναι τεράστια. Εξαρτάται σε ποια στιγμή εγκατέλειψε κάποιο παιδί το σχολείο και πόσα χρόνια μετά αποφάσισε να κάνει θεραπεία. Το σχολείο θα πρέπει να βοηθήσει το παιδί να έρθει σε σύγκρουση και να ξεπεράσει την εικόνα που έχει σχηματίσει για το σχολείο ως θεσμό αλλά και για τον καθηγητή: πως είναι ένας άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει, που ζητάει μόνο να του πεις το μάθημα, που δεν μπορείς να του μιλήσεις και να σε κατανοήσει, όλα αυτά, γενικά, που τα παιδιά έχουν στο μυαλό τους για το δάσκαλο. Να υπερβεί αυτή του την αντίληψη και να του δώσει ώθηση, να το κάνει να αγαπήσει τα γράμματα.
Θυμάμαι πάντα τους εκπαιδευτικούς που δίδασκαν στο σχολείο του 18 ΑΝΩ και έρχονταν στις εκδηλώσεις που κάναμε στο τέλος του σχολικού έτους και οι οποίοι λέγαν ότι τους εντυπωσίαζε το γεγονός πως, ανεξάρτητα από την ηλικία που οι μαθητές μπήκαν στο πρόγραμμα, είχαν πολύ μεγάλη όρεξη να μάθουν. Ανακάλυπταν την αξία και την ομορφιά της γνώσης. Κι αυτό έδινε κίνητρο και στους καθηγητές να προσπαθούν να ανταποκριθούν σ’ αυτήν την ανάγκη. Βέβαια χρειάζεται πολλή υπομονή, πολύ συναίσθημα για να κάνεις κάτι τέτοιο, αλλά είναι συγκινητικό το αποτέλεσμα. Το ότι δηλαδή αυτά τα παιδιά αρχίζουν να βλέπουν το σχολείο με ένα άλλο μάτι, όχι «να πάρω το χαρτί μου», είτε το απολυτήριο του γυμνασίου είτε του λυκείου, αλλά «να κατακτήσω τη γνώση». Και αυτό πιστεύω πως ήταν το κίνητρο που έκανε αυτούς που εργάζονται στο σχολείο του 18 ΑΝΩ, να δώσουν τη μάχη ώστε να αναγνωριστεί πια ως εκπαιδευτική μονάδα το σχολείο του 18 ΑΝΩ. Βέβαια, η περίοδος φοίτησης στο σχολείο της Μονάδας έχει ένα θεραπευτικό χαρακτήρα. Ο μαθητής είναι και θεραπευόμενος, επομένως όσοι εργάζονται εκεί είναι σε επαφή, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, και με τους θεραπευτές των παιδιών, ώστε να συντονίζονται μεταξύ τους και να διευκολύνεται και το έργο της θεραπείας και το έργο του σχολείου.
ΣΕΛΙΔ.: Θα μπορούσε το σχολείο του 18 ΑΝΩ να αποτελέσει πρότυπο, όχι μόνο ως προς το θεραπευτικό κομμάτι αλλά και ως προς τον τρόπο λειτουργίας του και τους στόχους που βάζει;
Κ.Μ.: Θα μπορούσε, βεβαίως. Γιατί πραγματικά είναι μια πρόκληση το πώς θα προσεγγίσεις, το πώς θα διδάξεις αυτά τα παιδιά. Γιατί από τη στιγμή που μπαίνουν στα ναρκωτικά περιορίζονται σε ένα λεξιλόγιο 80-100 λέξεων που αφορά τη συναλλαγή για τη χρήση· και έπειτα από κάποια χρόνια έχουν πλέον απομακρυνθεί από τον κόσμο της γνώσης, της κουλτούρας. Πρέπει να ανακαλύψουν από την αρχή τι σημαίνει κουλτούρα, τι σημαίνει γνώση, τι σημαίνει κόσμος του πνεύματος. Και μέσα από αυτήν τη διαδικασία θα έρθει η μεταμόρφωσή τους. Κι αυτό είναι το πιο εντυπωσιακό και το πιο σημαντικό.
ΣΕΛΙΔ.: Θα θέλατε να πείτε δυο τελευταία λόγια στους εκπαιδευτικούς;
Κ.Μ.: Εγώ θα έλεγα στους εκπαιδευτικούς ότι, παρά τις δυσκολίες, παρά τις θυσίες που χρειάζεται να κάνουν, πρέπει να λειτουργήσουν ως δάσκαλοι, με όλη τη σημασία της λέξης. Δηλαδή πολύ ανθρώπινα. Να σταθούν δίπλα στα παιδιά, να τα αγκαλιάσουν και να τα κατανοήσουν. Γιατί πολλές φορές έχουμε κι εμείς σχήματα στο μυαλό μας και δεν βλέπουμε ότι η πραγματικότητα αλλάζει. Και χρειάζεται να εμβαθύνουμε στο σήμερα μέσα από τη σχέση μας με αυτά τα παιδιά, να καταλάβουμε πώς σκέφτονται μέσα στα αδιέξοδά τους, ώστε να μπορέσουμε να τα βοηθήσουμε να δουν τα πράγματα διαφορετικά.
Λίγα λόγια για την Κατερίνα Μάτσα
Η Κατερίνα Μάτσα είναι Ψυχίατρος, τ. διευθύντρια της Μονάδας Απεξάρτησης 18 ΑΝΩ, του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής. Είναι επίτιμη πρόεδρος της Επιστημονικής Ένωσης ΨΝΑ και της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ). Πρόεδρος του Σωματείου Υποστήριξης του Επιστημονικού και Κοινωνικού Έργου του 18 ΑΝΩ. Υπεύθυνη έκδοσης του ιστορικού ψυχιατρικού περιοδικού «Τετράδια Ψυχιατρικής», που εκδίδεται από το 1984 μέχρι σήμερα.
Ανήκει στη γενιά των λειτουργών ψυχικής υγείας που αγωνίστηκαν ενάντια στον θεσμό του ψυχιατρικού ασύλου και συνεχίζουν να παλεύουν για μια χειραφετική Ψυχιατρική και κατά της κατεδάφισης του δημόσιου συστήματος υγείας και ψυχικής υγείας. Μαζί με μια μικρή μαχητική ομάδα λειτουργών της ψυχικής υγείας στο ΨΝΑ αγωνίστηκε για τη δημιουργία, στη δεκαετία του 1980, του 18 ΑΝΩ: ενός «στεγνού» θεραπευτικού προγράμματος απεξάρτησης, με κύριο εργαλείο την ψυχοθεραπεία σε διαλεκτική σχέση με την Τέχνη και την συμμετοχή του απεξαρτημένου στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Έχει έντονη πολιτική δράση στο χώρο της μαχόμενης κομμουνιστικής αριστεράς, ενώ από το 2013 που συνταξιοδοτήθηκε, συμμετέχει στα ιατρεία Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ως μια μορφή αντίστασης στην ανθρωπιστική κρίση.
Έχει εκδώσει τα βιβλία: «Παρίες ανάμεσα στους παρίες. Τοξικομανείς και ψυχοπαθολογία», «Ψάξαμε ανθρώπους και βρήκαμε σκιές. Το αίνιγμα της τοξικομανίας», «Ταπείνωση και ντροπή. Γυναίκες τοξικομανείς», «Η περίπτωση Ευρυδίκη. Η κλινική της τοξικομανίας», «Ψυχοθεραπεία και Τέχνη στην απεξάρτηση. Το παράδειγμα του 18 ΑΝΩ», «Το αδύνατο πένθος και η κρύπτη. Ο τοξικομανής και ο θάνατος», «Ο τοξικομανής και η οικογένειά του (διδακτορική διατριβή)» και έχει συμμετάσχει σε πολλούς συλλογικούς τόμους με θέματα ψυχικής υγείας και εξαρτήσεων.
*Η Κατερίνα Μάτσα είναι ψυχίατρος, τ. διευθύντρια της Μονάδας Απεξάρτησης 18 ΑΝΩ του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής «Δαφνί».
**Η Λίτσα Φρυδά είναι εκπαιδευτικός.
Η παραπάνω συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο 3ο τεύχος του Σελιδοδείκτη, Χειμώνας 2018.