Τα θαλάσσια οικόπεδα τα οποία ήδη ξεπουλήθηκαν ή βρίσκονται σε διαδικασία ξεπουλήματος
60.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα θάλασσας στο Ιόνιο και την Κρήτη και 17.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα γηςσε Ήπειρο, Δυτική Στερεά Ελλάδα και Δυτική Πελοπόννησο έχουν ήδη παραχωρηθεί σε ξένες και ελληνικές πετρελαϊκές επιχειρήσεις για έρευνα και εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ο αριθμός αυτός αναμένεται να αυξηθεί στο μέλλον.
Το video από την εκστρατεία της WWF
Πως γίνονται οι θαλάσσιες εξορύξεις; Ποια η διαφορά όταν τα κοιτάσματα βρίσκονται σε μεγάλα βάθη;
Η τεχνολογία και ο εξοπλισμός για τις θαλάσσιες εξορύξεις είναι παρόμοια με την τεχνολογία που χρησιμοποιείται στη στεριά, με τη διαφορά ότι οι εγκαταστάσεις στηρίζονται σε εξέδρες μέσα στη θάλασσα. Οι εξέδρες αυτές είτε είναι ατσάλινες και «πατούν» στον βυθό της θάλασσας είτε είναι πλωτές. Ο τύπος της εξέδρας εξαρτάται πλήρως από το βάθος της εξόρυξης.
Σε γενικές γραμμές, για εξορύξεις σε μικρά βάθη (χονδρικά μέχρι τα 500 μέτρα) χρησιμοποιούνται σταθερές εξέδρες, που είναι πιο ασφαλείς και ανθεκτικές σε καιρικά φαινόμενα. Ένα τέτοιο παράδειγμα στη χώρα μας είναι η εκμετάλλευση του Πρίνου.
Για εξορύξεις σε μεγάλα βάθη (πάνω από τα 500 μέτρα), ωστόσο, χρησιμοποιούνται αποκλειστικά πλωτές εγκαταστάσεις γεώτρησης. Οι εγκαταστάσεις αυτές κρατούνται σε σταθερή θέση πάνω από το πηγάδι με άγκυρες και προπέλες , οι οποίες ισορροπούν την εξέδρα στα θαλάσσια ρεύματα και τα κύματα που αντιμετωπίζει. Για παράδειγμα, ενδεχόμενες εξορύξεις στα οικόπεδα του Ιονίου και της Κρήτης, που βρίσκονται στα μεγάλα βάθη της Ελληνικής Τάφρου, μπορούν να γίνουν αποκλειστικά και μόνο με τη χρήση πλωτών εγκαταστάσεων.
Παρότι υπάρχουν σήμερα εξαιρετικά προηγμένα συστήματα άντλησης υδρογονανθράκων μέσω πλωτών εγκαταστάσεων, είναι προφανές ότι οι εξορύξεις σε μεγάλα βάθη, μακριά από τη στεριά, αντιμετωπίζουν πολλές αντικειμενικές τεχνικές δυσκολίες και ρίσκα. Οι δυσκολίες αυτές σημαίνουν δύο πράγματα:
- ότι οι εξορύξεις σε μεγάλα βάθη είναι πολύ πιο ακριβές από μια συμβατική εξόρυξη, απαιτούν τεράστιες επενδύσεις, και βασίζονται επομένως σε σχετικά υψηλές τιμές υδρογονανθράκων για να είναι επενδυτικά βιώσιμες.
- ότι είναι πολύ πιο επικίνδυνες τόσο για τους ανθρώπους, όσο και για το περιβάλλον. Όχι μόνο οι πιθανότητες ατυχημάτων αυξάνονται σημαντικά με το βάθος, αλλά μειώνονται κατακόρυφα και οι δυνατότητες έγκαιρης παρέμβασης για αποφυγή καταστροφικών πετρελαιοκηλίδων. Η BP, για παράδειγμα, χρειάστηκε πέντε ολόκληρους μήνες για να σταματήσει τη διαρροή πετρελαίου από το πηγάδι Deepwater Horizon στον κόλπο του Μεξικού, που βρισκόταν στα 1.500 μέτρα βάθους. Αντιστοίχως, η Total χρειάστηκε σχεδόν δυο μήνες για να σταματήσει τη διαρροή υδρογονανθράκων από τη πλατφόρμα Elgin στη Βόρεια Θάλασσα.
Πάρα τα ρίσκα για το περιβάλλον και την εμπειρία περασμένων ατυχημάτων, η πετρελαϊκή βιομηχανία συνεχίζει απτόητη τις μη συμβατικές εξορύξεις, σε βάθη που αγγίζουν τα 3.000 μέτρα.
Αυτό θα έπρεπε να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου σε ό, τι αφορά στις ελληνικές θάλασσες, καθώς είναι προφανές ότι πολλές από τις εξορύξεις που σχεδιάζουν οι πετρελαϊκές εταιρείες είναι σε βάθη άνω των 3.000 μέτρων, όπως παραδέχτηκε άλλωστε και ο Διευθύνων Σύμβουλος της Ελληνικής Εταιρίας Υδρογονανθράκων, Γιάννης Μπασιάς. Σχολιάζοντας τα βάθη των οικοπέδων της Κρήτης (κατά μέσο όρο 3.200 μέτρα) σημείωσε ότι “η τεχνολογία στο συγκεκριμένο κομμάτι δεν έχει προχωρήσει ακόμη αρκετά”.
Ποια διαδικασία ακολουθείται συνήθως μέχρι να γίνει η εξόρυξη;
Μπορεί να ακούγονται ακίνδυνες ως λέξεις, αλλά οι έρευνες για τον εντοπισμό πετρελαίου ή φυσικού αερίου είναι πολύ επικίνδυνες για το περιβάλλον. Μόλις μελετηθούν τα γεωλογικά στοιχεία μιας περιοχής και αποδειχτούν θετικά, ξεκινά η σεισμική έρευνα που ουσιαστικά μέσα από «βόμβες ήχου» που εξαπολύει στο υπέδαφος και της αντανάκλασης που προκαλούν διαμορφώνει μια εικόνα του υπεδάφους. Πρόκειται για έναν εξαντλητικό «υπέρηχο» με καταστροφικές σε ορισμένες περιπτώσεις συνέπειες για τα θαλάσσια είδη, όπως εξηγούμε σε παρακάτω ερωτήσεις.
Στην ξηρά, οι «βόμβες» αυτές εξαπολύονται συνήθως από ειδικά φορτηγά και γεώφωνα τοποθετημένα σε μια περιοχή. Οι κύριες περιβαλλοντικές επιπτώσεις αυτής της διαδικασίας περιλαμβάνουν συνήθως το άνοιγμα δρόμων σε δασικές περιοχές ή/και την αποψίλωση δέντρων και βλάστησης.
Στη θάλασσα, η διαδικασία αυτή γίνεται με ειδικά πλοία (seismic streamer) που δημιουργούν ηχητικά κύματα («ηχητικές βόμβες»), και λαμβάνουν την ανάκλαση των κυμάτων. Λόγω των τεράστιων εκτάσεων των οικοπέδων, τα πλοία αυτά συνήθως πλέουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα, μαζεύοντας γεωφυσικές πληροφορίες ανά την επιφάνεια ενός οικοπέδου.
Όπως θα δείτε παρακάτω, αυτή η διαδικασία ενέχει ολέθριους κίνδυνους για τα θαλάσσια θηλαστικά, καθώς και άλλα θαλάσσια είδη. Οι επιπτώσεις μάλιστα ξεπερνούν τα όρια των οικοπέδων καθώς αφενός ο ήχος στη θάλασσα ταξιδεύει πολύ μακρύτερα από ότι στον αέρα ενώ βέβαια τα θαλάσσια θηλαστικά, οι χελώνες και τα ψάρια κολυμπούν σε μεγάλες αποστάσεις.
Όταν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις κοιτάσματος, η δεύτερη φάση είναι εκείνη της εξερεύνησης, κατά την οποία πραγματοποιούνται πειραματικές γεωτρήσεις, με διάτρηση του εδάφους, είτε στην ξηρά, είτε υποθαλάσσια. Είναι αξιοσημείωτο ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα περισσότερα μικρά και μεγάλα ατυχήματα θαλάσσιων εξορύξεων συμβαίνουν σε αυτήν ακριβώς τη φάση, με περιβαλλοντικές συνέπειες οι οποίες παρατίθενται παρακάτω.
Εφόσον εντοπιστούν υδρογονάνθρακες σε οικονομικά σημαντικές ποσότητες κατά την φάση των πειραματικών γεωτρήσεων, ακολουθεί η φάση των γεωτρήσεων εκμετάλλευσης, με την κατασκευή εγκαταστάσεων άντλησης και μεταφοράς.
Πηγή: Jo Di