Μαρία Δουκάκη. Πηγή: Katiousa
Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες, αυτό το συνεργατικό βιβλιοπωλείο και εκδοτικό εγχείρημα της Θεσσαλονίκης –ένα «μαγαζί – γέννημα της κρίσης», όπως το αποκαλούν οι δημιουργοί του– δε θα μπορούσαν να μη διαγνώσουν την ποιότητα ενός βιβλίου για παιδιά και εφήβους, που απευθύνεται στα, στους και στις παραπάνω, με έναν αρκετά διαφορετικό τρόπο από των περισσότερων αντίστοιχων βιβλίων, αλλά, κυρίως, με μια αρκετά διαφορετική και συνειδητή στόχευση.
Η σκληρή πραγματικότητα της πολυεπίπεδης κρίσης στην Ελλάδα καλεί τα παιδιά και τους εφήβους να απoλέσουν πολύ γρήγορα ένα μεγάλο κομμάτι της παιδικής τους αθωότητας, εξαιτίας των εικόνων και των καταστάσεων με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι τόσο μέσα στο ίδιο τους το σπίτι όσο και στο σχολείο και στο πρώιμο κοινωνικό τους περιβάλλον. Σε αυτούς τους μικρούς και μικρές «πολίτες» και «πολίτριες» απευθύνεται με το βιβλίο της Σαν Αλ Σουρ και Κοκτώ που κυκλοφορεί από τις Ακυβέρνητες Πολιτείες η συγγραφέας και εκπαιδευτικός Χρύσα Καραμήτρου, μιλώντας στα παιδιά για την αλήθεια μιας κοινωνίας ζώων μεν, πολύ κοινή με τη δική μας, δε.
Αν είναι κάτι που κρατά η υποφαινόμενη από αυτή την πλούσια συζήτηση με τη Χρύσα Καραμήτρου με αφορμή τον παπαγάλο Σαν Αλ Σουρ και τις περιπέτειές του είναι ο σεβασμός, η ομορφιά και, ιδίως, η αλήθεια που έχουν ανάγκη για να μεγαλώσουν με όσο πιο υγιή τρόπο γίνεται οι μικροί άνθρωποι μέσα στα μεγάλα, αλλά όχι ακατάλυτα, προβλήματα.
Μαρία: – Πώς ξεκίνησε η σχέση σου με τη συγγραφή; Η αρχή έγινε με την παιδική λογοτεχνία ή με κάποιο άλλο κειμενικό είδος;
Χρύσα Καραμήτρου: – Έγραφα από παιδί. Η συγγραφή με βοηθούσε πάντα να οργανώνω και το βίωμα και τη σκέψη μου. Εξακολουθώ να γράφω και ως ενήλικας. Αυτό που απολαμβάνω, κυρίως, είναι να «σκαρώνω» στιχάκια. Έχω συνθέσει, φυσικά, και επιστημονικά κείμενα στα πλαίσια των σπουδών μου. Ωστόσο, όλα αυτά αφορούν την ιδιωτική σφαίρα ή είναι απλώς προσωπικοί πειραματισμοί. Ως προς τη δημόσια σφαίρα και έκθεση των εγχειρημάτων μου γράφω ποικίλα κείμενα -και λογοτεχνικά και επεξηγηματικά, όπως και βιβλιοκριτικές. Επίσης, άρθρα και κείμενα παρέμβασης για κοινωνικά, πολιτικά και εκπαιδευτικά θέματα σε ηλεκτρονικές ιστοσελίδες, αλλά και έντυπα περιοδικά.
Το 2015 με αφορμή τις προσφυγικές ροές στο Αιγαίο διασκεύασα τους στίχους από το τραγούδι «Το ταξίδι» των Γκάτσου – Χατζιδάκι κι έγραψα επί της ουσίας ένα τραγούδι για τα προσφυγόπουλα με τίτλο «Πιάσε το χέρι μου», το οποίο το τραγούδησαν τα παιδιά της τάξης μου, αλλά και του σχολείου σε κεντρική εκδήλωση του Δήμου Χαλανδρίου. Στο πιάνο τα συνόδευσε η μουσικός του σχολείου μας και σοπράνο, κα Πόλυ Νικολοπούλου. Ένα χρόνο μετά, με αφορμή πάλι το προσφυγικό ζήτημα, έγραψα το θεατρικό έργο για παιδιά «Ο Σαν Αλ Σουρ και η Κοκτώ Ντεκαοκτώ στο γεφυράκι της φιλίας», το οποίο ανεβάσαμε σε σχολική γιορτή. Οι εκδόσεις Ακυβέρνητες Πολιτείες διέκριναν τη μεγάλη παιδαγωγική αξία αυτής της ιστορίας και μου ζήτησαν να την ξαναδουλέψω και να την εκδώσουμε ως παιδικό λογοτεχνικό βιβλίο. Έτσι κι έγινε! Εικονογραφημένο, με τις καταπληκτικές εικόνες της Κατερίνας Χαδουλού, το βιβλίο Σαν Αλ Σουρ και Κοκτώ βρίσκεται πλέον στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.
Μαρία: – Τι πραγματεύεται το βιβλίο σου με τίτλο Σαν Αλ Σουρ και Κοκτώ;
Χρύσα Καραμήτρου: – Η ιστορία ξεκινά με τον ερχομό από μέρος μακρινό σε μια όμορφη Ρεματιά, όπου ζει η τοπική κοινότητα ζώων, ενός παπαγάλου, του Σαν Αλ Σουρ. Ξεριζωμένος ο ίδιος από τον τόπο του, πέρασε από μεγάλους κινδύνους προσπαθώντας να φτάσει σε ασφαλές μέρος. Με την εμφάνισή του στη Ρεματιά ο Σαν Αλ Σουρ ενεργοποιεί ποικίλες αντιδράσεις εκ μέρους των ζώων που ζουν εκεί, αρχικά εχθρικές και επιθετικές. Και αμέσως αποδεικνύεται ότι αυτός που γίνεται θύμα της ξενοφοβίας είναι ο αδύναμος. Πάνω σε αυτόν από τη μία οι φορείς της εξουσίας (στην ιστορία εκπροσωπούνται από τη δικαστή – Κουκουβάγια, τον εισαγγελέα – Γκιώνη και την αστυνόμο – Τυτώ) και από την άλλη οι νταήδες του νέου τόπου (τα αρπακτικά Τσίφτης και Ξεφτέρι) κάνουν επίδειξη δύναμης. Επίσης, η στάση των ζώων της τοπικής κοινότητας προς τον ξένο και κατατρεγμένο παπαγάλο αποκαλύπτει σύντομα ότι είναι και αυτά μεταξύ τους αποξενωμένα.
Σημαντική μορφή της ιστορίας είναι μια δεκαοχτούρα, η Κοκτώ. Έχοντας και η ίδια βιώσει την περιφρονητική και αποξενωτική στάση των κατοίκων της Ρεματιάς, από την πρώτη στιγμή θα σταθεί με θάρρος στο πλευρό του παπαγάλου. Ο ρόλος της Κοκτώ στην ιστορία είναι ιδιαίτερος. Επιδιώκοντας την κατάρριψη συγκεκριμένων στερεοτύπων, παρουσιάζω μια θηλυκή μορφή να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στις διαδικασίες που θα επιφέρουν την αλλαγή της σχέσης των κατοίκων της Ρεματιάς τόσο προς τον ξένο, όσο και μεταξύ τους. Η Κοκτώ είναι εκείνη που θέτει στον εαυτό της ‒και έμμεσα στους αναγνώστες και τις αναγνώστριες‒ το κοινωνικά και ηθικά κρίσιμο δίλημμα: «Αν εγώ παραιτηθώ, τότε ποιος θα βρεθεί να υπερασπιστεί τον Σαν Αλ Σουρ;». Και αποφασίζει τελικά να δράσει σκεπτόμενη ότι, αν το βάλει στα πόδια, τότε τίποτα δεν θα αλλάξει στη Ρεματιά.
Μαρία: – Το βιβλίο Σαν Αλ Σουρ και Κοκτώ έχει χαρακτηριστεί ως ένα «πολιτικό παιδικό βιβλίο». Δεδομένου ότι σπάνια ένα παιδικό βιβλίο χαρακτηρίζεται ως «πολιτικό», θεωρώ ενδιαφέρον να σε ρωτήσω, πώς ερμηνεύεις αυτόν το χαρακτηρισμό;
Χρύσα Καραμήτρου: – Αν θεωρήσουμε ως «πολιτικά» κρίσιμα ζητήματα της κοινωνικής ζωής, όπως είναι η αποξένωση μεταξύ των ανθρώπων, η ξενοφοβία, ο ρατσισμός, αλλά και η αλληλεγγύη, η φιλία, η στάση μας απέναντι στην εξουσία, το ενδιαφέρον για τα κοινά, η σχέση μας με τη φύση, τότε το βιβλίο μπορεί να θεωρηθεί «πολιτικό». Στόχος του είναι να μιλήσει στα παιδιά για τα ζητήματα αυτά. Η ιστορία του βιβλίου αφορά ένα εξαιρετικά επίμαχο θέμα, τη στάση μας απέναντι στον άλλο, ο οποίος θεωρείται ξένος. Πρόκειται σαφώς για πολιτικό ζήτημα που απασχολεί τον κόσμο μας, τον κόσμο στον οποίο ζουν τα παιδιά.
Ωστόσο, τίθεται εδώ το εξής ερώτημα: Μπορούμε να μιλάμε στα παιδιά για τα ζητήματα αυτά, για τις συγκρουσιακές και σκληρές πλευρές των κοινωνικών σχέσεων; Βεβαίως, και θα πρέπει να μιλάμε. Ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο κυριαρχεί ο κοινωνικός ανταγωνισμός και η αποξένωση, και θα ήταν εξαιρετικά επιζήμιο για τα παιδιά να τους αποκρύψουμε τις κακές πλευρές της ανθρώπινης κατάστασης, οι οποίες, ούτως ή άλλως, τα αγγίζουν και τις οποίες θα πρέπει κάποια στιγμή να αντιμετωπίσουν ενεργητικά ως πολίτες. Τέτοια απόκρυψη θα σήμαινε τη δημιουργία στα παιδιά μια παραμορφωτικής, ψευδούς εικόνας του κόσμου, κάτι που θέτει τις βάσεις για τη λειτουργία ποικίλων μηχανισμών ιδεολογικής και πολιτικής χειραγώγησης.
Το να μιλάμε στα παιδιά για τα «πολιτικά» ζητήματα, δηλαδή τα κρίσιμα προβληματικά ζητήματα της ανθρώπινης κατάστασης, για τις καταστροφικές δυνάμεις του ανθρώπινου κόσμου υπηρετεί ένα θεμελιώδη στόχο: να προετοιμάσουμε τα παιδιά με τρόπο, ώστε να μπορούν να διεκδικήσουν και να επιτύχουν μια ευτυχισμένη ζωή, η οποία σχετίζεται με την ποιότητα των ανθρώπινων σχέσεων, την ανθρώπινη φιλία, τη συντροφικότητα και την αλληλεγγύη. Μια ευτυχισμένη ζωή, η επίτευξη της οποίας απαιτεί από τους ανθρώπους ευαισθησία, ενδιαφέρον, φροντίδα για τα ανθρώπινα αλλά και συλλογικό αγώνα.
Μαρία: – Ορμώμενη από την πανεπιστημιακή σου κατάρτιση και τη συγγραφική σου εμπειρία, με ποιες μεθόδους και ποιους τρόπους θεωρείς ότι οι εκπαιδευτικοί, οι συγγραφείς ή γενικά οι άνθρωποι με το ανάλογο ενδιαφέρον μπορούν να προσεγγίσουν τα παιδιά και τους νέους ανθρώπους, προκειμένου να μιλήσουν για έννοιες όπως η κοινωνία, οι καταστάσεις, οι ρόλοι και τα προβλήματα που απαντούν εντός της, αποφεύγοντας έναν διδακτισμό που συχνά βλέπουμε να καταντάει στείρος και αδιέξοδος;
Χρύσα Καραμήτρου: – Σίγουρα η «γλώσσα» που θα χρησιμοποιήσουμε, μιλώντας σε νέους ανθρώπους δε θα πρέπει να είναι σοβαροφανής, αρτηριοσκληρωτική, βαρετή και απαρχαιωμένη. Μία παραπάνω δυσκολία υπάρχει, όταν μιλάς σε μικρά παιδιά για δύσκολα κοινωνικά ζητήματα. Ο στόχος, λοιπόν, είναι τα μικρά παιδιά να γνωρίσουν αυτές τις πλευρές, να αναμετρηθούν μαζί τους συναισθηματικά και νοητικά, χωρίς όμως να τραυματιστεί ο ψυχισμός τους, χωρίς να συνθλιβούν τα συναισθήματα και η σκέψη τους. Μέσα από τις επεξεργασμένες μεταφορές, τις αλληγορίες και τους συμβολισμούς, μέσα από τη λογοτεχνική υπαινικτικότητα τα παιδιά εξοικειώνονται με τα κρίσιμα και προβληματικά φαινόμενα της κοινωνικής ζωής, χωρίς να εκτίθενται άμεσα στις σκληρές διαστάσεις τους.
Στο βιβλίο μου ήρωες της ιστορίας είναι ζώα, τα οποία ενσαρκώνουν διαφορετικούς κοινωνικούς χαρακτήρες και ρόλους, δίνοντας στα παιδιά τη δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με διαφορετικές κοινωνικές στάσεις και συμπεριφορές απέναντι σε επίμαχα ζητήματα. Να υπογραμμίσω εδώ ότι –κατά τη γνώμη μου– τρεις είναι οι διαστάσεις που πρέπει να αποφεύγουμε, όταν αξιοποιούμε την παιδική λογοτεχνία στην απόπειρα προσέγγισης του κόσμου από τα παιδιά: το διδακτισμό, τον αξιακό σχετικισμό και την έλλειψη της αισιόδοξης προοπτικής στο τέλος μιας ιστορίας. Ο διδακτισμός αφορά στην προσφορά έτοιμων – προκατασκευασμένων συμπερασμάτων, κάτι που στερεί από τα παιδιά τη δυνατότητα να αναζητήσουν τις δικές τους απαντήσεις, να πάρουν τη δική τους θέση.
Με τη δεύτερη διάσταση υποστηρίζω ότι η παιδική λογοτεχνία ή το παιδικό βιβλίο δεν μπορεί να τηρεί ουδέτερη θέση για τον κόσμο. Αντίθετα, πρέπει να είναι σε θέση μέσα από το παράδειγμα και τη στάση των λογοτεχνικών ηρώων να προσανατολίζει αξιακά το παιδί και να προτάσσει με σαφή τρόπο τη σημασία για το μέλλον των ανθρώπων αξιών όπως η συντροφικότητα, η φιλία, η αλληλεγγύη, η παρρησία της γνώμης, το ενεργητικό ενδιαφέρον για τις ανάγκες των άλλων. Τέλος, μιλώντας στα παιδιά για τις αντιφάσεις και τις συγκρούσεις της ανθρώπινης κατάστασης είναι απαραίτητη η τόνωση της ελπίδας και η ανάδειξη μιας αισιόδοξης προοπτικής και πεποίθησης ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο ενεργητικά και μέσα από τη συλλογική δράση των ανθρώπων. Με αυτό, άλλωστε, το μήνυμα της αισιόδοξης προοπτικής, το οποίο έδωσα με μια ζωντανή, όμορφη, χαρούμενη εικόνα, τελειώνει το βιβλίο μου.
Μαρία: – Με την ιδιότητά σου της εκπαιδευτικού, ποια διακρίνεις να είναι η σχέση των μικρών παιδιών με τη λογοτεχνία σήμερα στην Ελλάδα; Ποιο ρόλο διαδραματίζει σε αυτήν η υποχρεωτική δημόσια εκπαίδευση;
Χρύσα Καραμήτρου: – Η αποτελεσματική και σε βάθος επαφή των μικρών παιδιών με τη λογοτεχνία μπορεί να χτιστεί στο δημόσιο σχολείο σήμερα, μέσα από δράσεις φιλαναγνωσίας και ποικίλες δραστηριότητες που στόχος τους είναι να προάγουν αυτή τη σχέση, του παιδιού με τη λογοτεχνία. Εκτός από τα λογοτεχνικά κείμενα στα σχολικά βιβλία, βασικό μέσο αυτών των δράσεων αποτελεί το παιδικό λογοτεχνικό βιβλίο. Ας μην ξεχνάμε ότι το παιδικό βιβλίο γνωρίζει άνθηση τα τελευταία χρόνια: εκατοντάδες blogs και sites με αντίστοιχη θεματολογία, ηλεκτρονικός και έντυπος τύπος με αναφορές και παραπομπές στην παιδική λογοτεχνία, βιβλιοπαρουσιάσεις και βιβλιοκριτικές. Στη διάδοσή του συμβάλλει και το Δίκτυο των Ελληνικών Βιβλιοθηκών της Εθνικής Βιβλιοθήκης και οι κατά τόπους παιδικές δημοτικές βιβλιοθήκες. Τέλος, ένα μεγάλο κομμάτι των εκπαιδευτικών έχει λάβει κάποια αντίστοιχη επιμόρφωση, σχετική με την παιδική λογοτεχνία.
Ωστόσο, πέραν αυτού του πλαισίου, που οπωσδήποτε έχει και μια εμπορική διάσταση, όταν τελικά φέρνουμε στο σχολείο τα παιδιά σε επαφή με τη λογοτεχνία, είτε μέσω των παιδικών βιβλίων είτε μέσω των λογοτεχνικών κειμένων των σχολικών βιβλίων, ένα πράγμα πρέπει να έχουμε κατά νου: Στόχος μας δε θα πρέπει να είναι η «λογοτεχνική παιδεία», δηλαδή το πώς τα παιδιά θα αποκτούν τεχνικές γνώσεις αποκωδικοποίησης και ανάγνωσης του ενός και μοναδικού «αυθεντικού» νοήματος του κειμένου. Ο στόχος μας πρέπει να είναι η δημιουργία κριτικών και ελεύθερων αναγνωστών, που θα κατακτούν και θα καλλιεργούν μια προσωπική σχέση με τη λογοτεχνία, επινοώντας τις δικές τους αναγνώσεις μέσα από την απελευθέρωση όλων των δημιουργικών τους δυνάμεων.
Μαρία: – Μπορεί εύκολα σήμερα ένα βιβλίο να «τραβήξει» το ενδιαφέρον των παιδιών που μεγαλώνουν με ένα tablet – babysitter στο χέρι, συχνά από την ηλικία των τριών;
Χρύσα Καραμήτρου: – Προφανώς δεν είναι εύκολο. Το πρόβλημα με τα ηλεκτρονικά μέσα, τα προγράμματα και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια που γεμίζουν τη ζωή των παιδιών, συχνά από πολύ μικρή ηλικία, συνίσταται στο ότι διακρίνονται πολλές φορές από στερεοτυπία ερεθισμάτων και προκαλούμενων αντιδράσεων. Δεδομένου ότι πρόκειται για προϊόντα που απευθύνονται σε μια μεγάλη αγορά και παράγονται με όρους εμπορευσιμότητας, κατά κανόνα αποφεύγουν να αγγίξουν επίμαχα ζητήματα και προβλήματα της κοινωνικής ζωής, να προβάλλουν αξίες και στάσεις που ξεφεύγουν από τα πλαίσια της κυρίαρχης ιδεολογίας και του κοινού καταναλωτικού τρόπου. Επιπλέον, είναι ούτως ή άλλως θλιβερό να βλέπεις ένα μικρό παιδί μπροστά σε μια οθόνη, αντί να τρέχει και να παίζει ή απλώς να παρατηρεί τον κόσμο γύρω του. Τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα, όταν τα παιδιά μεγαλώνοντας, παίζουν παιχνίδια που προβάλλουν ως πρότυπα αξιών τον ωφελιμισμό, τον ατομικισμό, τον ανταγωνισμό, τον αμοραλισμό, τη λογική του «πατάω επί πτωμάτων» για να επιβιώσω ΕΓΩ κι όχι του «αγωνιζόμαστε από κοινού» για να δικαιωθούμε και να επιβιώσουμε ΕΜΕΙΣ. Τέλος, βλέπουμε παιδιά και εφήβους να παίρνουν μαζικά μέρος ακόμη και σε διαδικτυακά παιχνίδια βίας και θανάτου.
Είναι δυνατόν το παιδικό βιβλίο και η παιδική λογοτεχνία να αποτελέσει τη λύση στα παραπάνω προβλήματα; Κατά τη γνώμη μου, ναι! Η λογοτεχνία αποτελεί το προνομιακό μέσο για να μιλήσουμε τόσο στους νέους ανθρώπους όσο και στα παιδιά για τις κοινωνικές σχέσεις και ιδιαίτερα για τις αντιφατικές και προβληματικές πτυχές τους, καθώς αποτελεί μια κοινωνική πρακτική αλλά και μια μορφή τέχνης που διαπλέκεται με όλα τα επίπεδα της αντικειμενικής και υποκειμενικής πραγματικότητας. Η λογοτεχνία είναι μια «γέφυρα διαλόγου» με τον κόσμο, καθώς ο καθένας μας ψάχνει τη δική του ιστορία μέσα από τις ιστορίες των άλλων. Όσον αφορά στα παιδιά, η λογοτεχνία «επικοινωνεί» μαζί τους με τη βοήθεια μορφών και εικόνων, με τρόπο δηλαδή παραστατικό και περισσότερο εύληπτο για εκείνα, δεδομένης της περιορισμένης εμπειρίας τους και της δυσκολίας τους να κινούνται στο επίπεδο των νοητικών γενικεύσεων. Η λογοτεχνία, πλάθοντας ζωηρές εικόνες και μορφές ηρώων που κινούνται μέσα στο έργο, αγγίζει άμεσα τις αισθήσεις, συγκινεί και διεγείρει το ενδιαφέρον για ζητήματα που απαιτούν για την κατανόησή τους περαιτέρω σκέψη και προβληματισμό.
Να διαβάζουμε ή να αφηγούμαστε ιστορίες και παραμύθια στα παιδιά μας. Να απολαμβάνουμε την ανάγνωση μαζί τους. Να σεβόμαστε τα δικαιώματα που έχουν κι εκείνα ως αναγνώστες και αναγνώστριες. Να μην τα αντιμετωπίζουμε μηχανιστικά ως «καταναλωτές/τριες» που πρέπει να «καταβροχθίζουν» ιστορίες, αλλά ως ελεύθερους/ες δημιουργούς ιστοριών με τις οποίες θα προσπαθούν να οργανώνουν τα βιώματά τους και να νοηματοδοτούν τον κόσμο γύρω τους. Να υπενθυμίζουμε στα παιδιά τί σημαίνει «δανείζομαι βιβλία». Να επισκεπτόμαστε μαζί τους δανειστικές βιβλιοθήκες, όπου θα επιλέγουν ελεύθερα τα βιβλία που επιθυμούν. Να τα φέρνουμε σε επαφή και να τα ενθαρρύνουμε να παίρνουν μέρος σε παιδικές ή εφηβικές λέσχες ανάγνωσης. Ας αξιοποιήσουμε στο τέλος – τέλος ακόμη και την τεχνολογία ως εργαλείο για να κάνουμε την ανάγνωση των βιβλίων πιο ενδιαφέρουσα και ας μην την απορρίψουμε συλλήβδην.
Μαρία: – Ποια είναι η ανατροφοδότηση που έχεις λάβει για το βιβλίο σου –όχι τόσο με όρους αριθμών, όσο με όρους ποιότητας και αναγνωστικής ανταπόκρισης– από μικρούς και μεγάλους αναγνώστες και αναγνώστριες;
Χρύσα Καραμήτρου: – Το βιβλίο παρουσιάστηκε και συζητήθηκε σε σχετική εκδήλωση στην Παιδαγωγική Σχολή του Α.Π.Θ., καθώς και σε αρκετά βιβλιοπωλεία και χώρους πολιτισμού στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Αξίζει εδώ μια αναφορά στην καταπληκτική ομάδα παιδαγωγών «Το ατελιέ της Φανταστικής/ AtelierfortheartofImagination» για τον πρωτοποριακό τρόπο παρουσίασης (σε έναν πρώτο κύκλο παρουσιάσεων) του βιβλίου στη Θεσσαλονίκη. Έχουν ήδη δημοσιευτεί γι’ αυτό βιβλιοκριτικές στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.
Οι κρίσεις και τα σχόλια και, γενικά, η ανταπόκριση του κοινού είναι πολύ θετική. Επίσης, το βιβλίο έχει αξιοποιηθεί για διδακτικούς σκοπούς σε μαθήματα από συναδέλφισσες και συναδέλφους, με πολύ θετικά αποτελέσματα. Αξίζει να επισημανθεί το γεγονός ότι η δομή του βιβλίου προσφέρεται για τη θεατρική απόδοσή του από τους μαθητές και τις μαθήτριες σε ποικίλες δραστηριότητες ρόλων μέσα στην τάξη, κάτι που έχει εκτιμηθεί πολύ από εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Μαρία: – Να περιμένουμε από εσένα κάποια άλλη δουλειά προς δημοσίευση;
Χρύσα Καραμήτρου: – Μα και βέβαια! Κατ’ αρχάς, γράφοντας ιστορίες για παιδιά είναι σαν να παίζεις κι ένα προσωπικό «παιχνίδι» με το χρόνο, στο οποίο βιώνεις τη χαρά της «νίκης» κάθε φορά που ολοκληρώνεις και παραδίδεις στα παιδιά μια νέα ιστορία, η οποία θα είναι εκεί –στα μάτια τους, στην καρδιά τους και στο μυαλό τους– ακόμη κι αν εσύ δεν είσαι! Επιπλέον, το κοινωνικό πεδίο δίνει πάντα τα ερεθίσματα για να συνομιλείς με τα παιδιά διαρκώς! Ναι, είναι πολλά αυτά που θα ήθελα ακόμη να συζητήσω με τα παιδιά μέσα από επόμενες συγγραφικές και εκδοτικές απόπειρες.
Μαρία: – Θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας κάποιο απόσπασμα από το βιβλίο σου;
Χρύσα Καραμήτρου: – Με μεγάλη μου χαρά! Σας μεταφέρω μια εικόνα που αγαπώ πολύ:
«Οι γέφυρες ενώνουν όχθες, αλλά ενώνουν και ζωές! Στο μικρό ταπεινό γεφυράκι της Ρεματιάς έγινε ακριβώς αυτό! Οι επιθυμίες όλων, τα οράματά τους, οι καημοί τους κι οι πόθοι τους πλέχτηκαν περίτεχνα σαν γερά νήματα στο ίδιο υφαντό. Έγιναν πινελιές χρώματος στον εντυπωσιακότερο πίνακα και ήχοι μουσικής στον ωραιότερο ύμνο της ζωής! Εκείνη την ημέρα το γεφυράκι της φιλίας τους έμοιαζε γιορτινό· σαν στολισμένο με χρωματιστές γιρλάντες χαράς. Κι εκείνη τη μαγική στιγμή, που συναντιούνται ο ήλιος με τη σελήνη κι αρχίζουν να ζωντανεύουν τα όνειρα, η Ρεματιά κατακλύστηκε από εκατοντάδες στροβιλισμούς φωτός. Πολλά μικρά φωτάκια σαν λαμπερά πετράδια στόλιζαν κάθε κομμάτι της γης και του αέρα της. Τι να ήταν άραγε; Ίσως ένας χορός πυγολαμπίδων! Ίσως τα πρώτα αστεράκια που έριχναν κλεφτές ματιές απ’ τον ουρανό! Ίσως οι φλογερές καρδιές, οι ανοιχτές αγκαλιές και τα φωτεινά χαμόγελα των κατοίκων της! Εσείς… τι λέτε;»