Πηγή: Sombrero
Η ιστορία που θα διαβάσετε με βασανίζει καιρό. Πάνε μήνες που σκέφτομαι να γράψω γι’ αυτή αλλά πάντα την άφηνα στην άκρη. Δεν είναι άλλωστε μια απλή και εύκολη ιστορία, και δεν έχει αποκλειστικά και μόνο σχέση με το ποδόσφαιρο, απ’ την σκοπιά του αθλήματος. Αφορμή για να την γράψω στάθηκε μια ταινία που είδα πρόσφατα. Συγκεκριμένα, η σκηνή μιας ταινίας που είδα πρόσφατα, και που δεν έχει όμως καμία σχέση με το «κανονικό» ποδόσφαιρο αλλά με αυτό που είναι το ποδόσφαιρο, για αρκετό κόσμο, και με αυτή την αίσθηση ελευθερίας που δίνει σε όλους όσους έχουν κλωτσήσει μια μπάλα. Από ένα φημισμένο γήπεδο, έχοντας ένα σπουδαίο τρόπαιο να περιμένει, μέχρι την αυλή ενός σχολείου ή κάποιο δρόμο, ένα χωράφι, ακόμα και κάποια φυλακή. Το ποδόσφαιρο άλλωστε είναι ίδιο παντού.
Η ταινία έχει τον τίτλο «A 12 Year Night», στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα, και προς το τέλος αυτής υπάρχει μια σκηνή που με έκανε -όχι μόνο να ανατριχιάσω- αλλά να συγκινηθώ και να δακρύσω. Τρεις κρατούμενοι βγαίνουν για πρώτη φορά στο προαύλιο μιας φυλακής μετά από ακριβώς 3.898 μέρες στην απομόνωση. Στην μακρόστενη αυλή, και στο βάθος αυτής, πάνω σε ένα τοίχο, υπάρχει ένα ζωγραφισμένο τέρμα. Λογικά με κιμωλία. Ο ένας απ’ αυτούς, αυτός με το προσωνύμιο Νιάτο, στέκεται ακριβώς στο κέντρο, κοιτάζοντας τον λαμπερό ήλιο, ενώ δεξιά και αριστερά διάφοροι κρατούμενοι τον έχουν αναγνωρίσει και, αφού ξέρουν την ιστορία του, αρχίζουν να τον χειροκροτούν. Αυτός, αφού θα χαμογελάσει, θα αρχίσει να κάνει ποδαράκια και ντρίμπλες, χωρίς όμως να έχει μπάλα, κάτω από τις επευφημίες όλων των κρατουμένων, τρέχοντας το γήπεδο. Αφού πλησιάσει κοντά στο τέρμα, με ένα άψογο βολέ, θα σκοράρει και θα ξεσπάσει σε πανηγύρια. Το ίδιο ακριβώς θα συμβεί και πίσω από τα βρώμικα κάγκελα της φυλακής που έχουν βρεθεί οι υπόλοιποι συγκρατούμενοι. Η σκηνή γίνεται ακόμα πιο συγκινητική αν συνυπολογίσουμε πως το μουσικό «lead in» γι’ αυτή, είναι το τραγούδι «Sound Of Silence», σε μια υπέροχη εκτέλεση, απ’ την Σίλβια Πέρεζ Κρουζ.
Η ταινία αν και έχει αισιόδοξο φινάλε, και σας ζητώ συγγνώμη γι’ αυτό το σπόιλερ από όσους δε την έχουν δει, μου έφερε στο μυαλό την ιστορία του παλιού ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού, Νίκου Γόδα. Του κομμουνιστή, λοχαγού της Αντίστασης, που εκτελέστηκε μια βροχερή μέρα στο νησάκι Λαζαρέτο της Κέρκυρας, από Έλληνες. Και δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από αδέρφια που πολεμούν αδέρφια. Όσο κι αν ο πόλεμος είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σε μια κοινωνία, σε μια χώρα, σε ένα πολιτισμό. Ο Νίκος Γόδας γεννήθηκε το 1921 στο Αϊβαλί και έφτασε στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Αφού η οικογένειά του πέρασε πρώτα από την Κρήτη και τη Μυτιλήνη, εγκαταστάθηκε τελικά στον Πειραιά και συγκεκριμένα στην Κοκκινιά. Εκεί η οικογένειά του άνοιξε την πασίγνωστη ταβέρνα «Τα Αραπάκια» που ήταν ένα απ’ τα καλύτερα στέκια της εποχής για να ακούσει κάποιος αυθεντικό Ρεμπέτικο και το μέρος που ο Τσιτσάνης ανακάλυψε τον Χιώτη. Ο Γόδας, όταν δεν βοηθούσε στο σερβίρισμα, έβγαινε στις αλάνες και έπαιζε ποδόσφαιρο μέχρι να ματώσει και η τελευταία σπιθαμή των γονάτων του.
Ήταν η περίοδος του Μεσοπολέμου, τότε που το εργατικό κίνημα του Πειραιά οργανώθηκε αφού είχε δεχτεί την καταλυτική επίδραση από τους πρόσφυγες. Συγκεκριμένα, εκείνη την περίοδο βρέθηκαν στις γειτονιές του Πειραιά περίπου στους 100.000 πρόσφυγες. Το εργατικό κίνημα, που είχε αρχίσει να ζητάει και να διεκδικεί πράγματα πρωτοστάτησε, αναλαμβάνοντας δράση, την περίοδο της Κατοχής. Την περίοδο που ο Πειραιάς δέχεται τον πρώτο μεγάλο Γερμανικό βομβαρδισμό, στις 6 Απριλίου του ’41, ο Νίκος Γόδας έχει εξελιχθεί στο νέο μεγάλο αστέρι του Ολυμπιακού. Έχει πάρει μεταγραφή απ’ τον Κεραμεικό Καμινίων και εννοείται, την ίδια εποχή, ως μέλος του ΚΚΕ, αρχίζει να παίρνει μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Από τις 6 Απριλίου μέχρι και τις 27 του ίδιου μήνα ο Πειραιάς θα δεχτεί συνολικά 55 αεροπορικές επιθέσεις. Οι καταστροφές φυσικά και ήταν ανυπολόγιστης αξίας.
Με την είσοδο των ναζιστικών δυνάμεων, στις 27 Απριλίου, οι δήμαρχοι του Πειραιά και της Αθήνας θα συναντηθούν με τον Γερμανό διοικητή και θα παραδώσουν, επισήμως, τις πόλεις. Ο Μιχάλης Μανούσκος, ιδρυτικό στέλεχος του Ολυμπιακού και δήμαρχος Πειραιά, με ανάθεση από τον ίδιο τον Ιωάννη Μεταξά, προς τιμήν του, θα απομακρυνθεί από τη θέση του μετά από άρνηση να παραδώσει λίστα με ονόματα πλουσίων Πειραιωτών της εποχής που θα λειτουργούσαν ως υποψήφιοι όμηροι σε περίπτωση αντιστασιακών πράξεων. Ο Μανούσκος μάλιστα είχε γράψει στη λίστα μόνο το δικό του όνομα σε μια σπουδαία ένδειξη θάρρους. Απ’ την άλλη, ο Λάζαρος Παπαδόπουλος, δήμαρχος Κερατσινιού, και ο Στέφανος Πάνου, δήμαρχος Κοκκινιάς, κράτησαν τις θέσεις τους αφού δεν είχαν κανένα πρόβλημα να συνεργαστούν πρόθυμα με τους Γερμανούς. Όπως και πολλοί άλλοι Έλληνες. Ο Γόδας αφού μαγεύει με τη φανέλα του Ολυμπιακού (για την ιστορία μια απ’ τις καλύτερες παραστάσεις του ήταν αυτή κόντρα στον ΠΑΟ σε κάποιο Χριστουγεννιάτικο τουρνουά στη νίκη με 5-2) θα συμμετάσχει στην σύσκεψη που έκαναν μέλη του ΕΑΜ, το 1942, σε κάποιο προσφυγικό σπίτι, στο Κερατσίνι. Δίπλα στο νεκροταφείο της Ανάστασης. Εκεί που, σύμφωνα με τους ιστορικούς, μπήκαν οι πρώτες γερές βάσεις της Αντίστασης κατά των Γερμανών.
O Νίκος Γόδας πολέμησε κατά των Γερμανών, και των Ελλήνων συμμάχων τους, ως μπροστάρης για την ελευθερία. Ήταν επικεφαλής στις 7 Μαρτίου του ’44 στη μάχη της Κοκκινιάς. Πήρε μέρος σε ένα σωρό άλλες μεγάλες μάχες και υπάρχει φήμη πως είχε καταρρίψει ακόμα και Γερμανικό αεροσκάφος στο Αιγάλεω. Ένα παλικάρι, πάντα, στην πρώτη γραμμή. Τόσο στις μάχες στα γήπεδα του ποδοσφαίρου όσο και στους δρόμους με κίνδυνο, όχι να χαθεί ένα τέρμα και μια νίκη αλλά, η ίδια του η ζωή. Οι φίλοι του έλεγαν για το σπάνιο ποδοσφαιρικό του ταλέντο, την αγάπη του για το ρεμπέτικο, την δύναμη που έπαιρνε από ιδέες όπως η ελευθερία και η ισότητα και φυσικά για το λαϊκό του χιούμορ. Σε κάποια μάχη, σώμα με σώμα, με τους Άγγλους, στο νεκροταφείο της Ανάστασης, κατά τα γεγονότα των Δεκεμβριανών, ο ανθυπολοχαγός του ΕΑΜ, Σταμάτης Σκούρτης, είχε ακούσει τον Γόδα να γελάει καθώς έλεγε σε κάποιο συναγωνιστή του πως θα είχε πλάκα να σκοτωθούν εκεί καθώς δεν θα χρειαστούν και τάφο. Κάποιοι άλλοι, φανατικοί φίλοι του ποδοσφαίρου, έλεγαν πως ο Γόδας απέφευγε τις σφαίρες όπως απέφευγε τα τάκλιν, και τα βίαια μαρκαρίσματα, όταν έπαιζε ποδόσφαιρο στα χωμάτινα γήπεδα του Πειραιά.
Στις 12 Φεβρουαρίου του ’45 θα υπογραφεί η Συνθήκη της Βάρκιζας και μετά τις 28 του μήνα, θα ολοκληρωθεί ο αφοπλισμός του ΕΑΜ, με αρκετούς από τους ηγέτες του να μη δέχονται τη συμφωνία και να φεύγουν στα βουνά ως αντάρτες. Ο Γόδας θα φτάσει στον Πειραιά και λίγες μέρες αργότερα θα συλληφθεί, θα δικαστεί, και θα καταδικαστεί μετά τη δίκη-παρωδία που έμεινε γνωστή ως «Η Δίκη του Ασύλου της Κοκκινιάς». Η συμφωνία της Βάρκιζας ενώ έδινε αμνηστία τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, δεν έκανε το ίδιο για τα αδικήματα που είχαν γίνει κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών. Κάπως έτσι ξέσπασε η περίοδος της Λευκής Τρομοκρατίας ως κύμα αντεκδικήσεων, κυρίως κατά των Κομμουνιστών. Το καλοκαίρι του ’46 μάλιστα ξεκίνησε επισήμως το κυνήγι από το επίσημο κράτος κατά όλων των αριστερών με στρατοδικεία και εκτελέσεις. Κύρια δύναμη της Λευκής Τρομοκρατίας ήταν δεξιοί και ακροδεξιοί, παρακρατικοί, ένοπλοι σχηματισμοί που αποτελούνταν κυρίως από πρώην μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας. Συχνά αυτοί οι σχηματισμοί είχαν ως κύριο καθοδηγητή κρατικές αρχές αλλά και στελέχη των τότε κυβερνήσεων. Εκείνη την περίοδο έχουν καταγραφεί περίπου 35.000 συλλήψεις, 32.000 βασανισμοί, 13.000 φόνοι και 165 βιασμοί γυναικών.
Ο Γόδας οδηγήθηκε αρχικά στις φυλακές της Αίγινας, όπου συνέχισε να παίζει ποδόσφαιρο με την ομάδα των κρατουμένων, πριν τον στείλουν στις φυλακές Αβέρωφ και από εκεί στις φυλακές θανατοποινιτών της Κέρκυρας. Ο Νίκος Γόδας έμεινε εκεί για περίπου 3 χρόνια. Βασανίστηκε αλλά δεν υπέγραψε ποτέ συνθήκη μεταμέλειας και τελικά εκτελέστηκε στις 19 Νοεμβρίου του ’48 έχοντας ως τελευταία επιθυμία να πεθάνει φορώντας τη στολή της ομάδας που λάτρεψε. Του Ολυμπιακού. Ήταν μόλις 27 ετών. Μελανό σημείο της υπόθεσης το γεγονός πως τα 3 χρόνια που έμεινε φυλακισμένος, η διοίκηση της ομάδας, αν και είχε δεχτεί μεγάλες πιέσεις απ΄τον κόσμο, δεν έκανε καμία ενέργεια προκειμένου να τον γλιτώσει. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του τότε προέδρου του Ολυμπιακού, Μιχάλη Μανούσκου «Όπως έστρωσε ας κοιμηθεί». Ενός προέδρου που είχε γίνει ήρωας κατά τα χρόνια της Κατοχής.
Ο Νίκος Γόδας αφού έκανε το τελευταίο του τσιγάρο, σιγοτραγούδησε μερικούς στίχους του λατρεμένου του Τσιτσάνη και χαιρέτησε τους συγκρατούμενούς του. Έριξε στους ώμους το σακάκι του και ακολούθησε τους φρουρούς. Η ώρα είχε φτάσει. «Θα τα ξαναπούμε σύντροφοι» τους φώναξε «Ζήτω ο Ολυμπιακός και ο Σοσιαλισμός. Ήταν τιμή μου που μοιράστηκα αυτό το κελί μαζί σας». Δευτερόλεπτα πριν οι σφαίρες τρυπήσουν το κορμί του είχε ζητήσει να μη του δέσουν τα μάτια. «H τσιριμονιά τελειώνει βιαστικά και δεν έχεις την άνεση να δεις τους μακελάρηδες κατάματα. Σαν βρέχει δεν μπορείς να ανοίξεις τα μάτια, είναι και το νερό που τρέχει και δεν βλέπεις όπως πρέπει, είναι σα να σου κλείνουν τα μάτια με το έτσι θέλω. Εγώ θέλω να είναι καλοκαιρία, να τον κοιτάω κατάματα για να δω πόσο σίγουρος νιώθει αυτός που με σκοτώνει». Ο Σταμάτης Σκούρτης και ο Σπύρος Ανδρεάδης, οι δυο μελλοθάνατοι που ήταν μαζί με τον Γόδα, σώθηκαν ύστερα από παρέμβαση του ΟΗΕ το 1949.
Αυτό που είναι πραγματικά λυπηρό και άκρως σοκαριστικό είναι το γεγονός πως σε πολλές περιοχές του Πειραιά, εκεί δηλαδή που χύθηκε τόσο αίμα αγωνιστών Ελλήνων κατά των Ναζί την περίοδο της Κατοχής, έχουν ανέβει κατακόρυφα τα ποσοστά της ναζιστικής οργάνωσης της δικής μας χώρας. Θα κλείσω αυτό εδώ το κείμενο, μιας και δεν έχω κανένα σκοπό να ανοίξω πολιτική κουβέντα μέσω αυτού απλά να καταγράψω κάποια γεγονότα και να αναφέρω το μεγαλείο του Νίκου Γόδα όσο είναι εφικτό κάτι τέτοιο, με μερικούς στίχους του Αλέκου Χρυσοστομίδη απ’ την Ποιητική του Συλλογή, «Λεύτερος Στίχος», του 1944. Στίχοι της εποχής που ταιριάζουν γάντι για περιπτώσεις ανθρώπων. όπως ο Νίκος Γοδας και παραμένουν ακόμα στην επικαιρότητα:
«Ο ασύρματος διαλάλησε παντού το θρίαμβο της – Στη σκέψη να περιφρονεί περήφανα το Θάνατο -Εμέθυσε από το κρασί της Δόξας το Αθάνατο- Οι ξένοι χειροκρότησαν το θάρρος το λαμπρό της – Και κείνος όπου θέλησε σκλάβα να τη θεωρήση – Επήρε την απάντηση πως η Ελλάς θα ζήση».