Άννα Νίνη

Πηγή: Vice

«Η ιστορία της πόλης και της παρανομίας της. Η ιστορία της μέσα από τις ιστορίες των παρανόμων της. Η αμαρτωλή πόλη και η ιστορία της. Η κρυμμένη πλευρά της ιστορίας που προκαλεί την ένταση στα στενά και τις λεωφόρους της.

Η ζωή της, όχι όπως αποτυπώνεται στα βιβλία της ιστορίας ούτε όπως τη συζητάνε στα σαλόνια των εφημερίδων οι επίσημοι παράγοντες της. Όχι όπως την καταγράφει το πολιτικό ρεπορτάζ αλλά όπως την περιγράφουν τα αστυνομικά δελτία. Οι μικρές ή οι λιγότερο μικρές ιστορίες, που με τον τρόπο τους καθορίζουν την πορεία της.

Οι ιστορίες των ανθρώπων, που μέσα από τις άτυχες στιγμές τους, έγιναν κεντρικό θέμα συζήτησης –σαν να κρατούσαν αυτοί στα χέρια τους τις τύχες ενός λαού– στα λεωφορεία, στα καφενεία, στις πλατείες και τα σόσιαλ μίντια. Που η προσωπική ζωή τους αποκαλύφθηκε σαν να αφορά όλο τον κόσμο. Που οι υποθέσεις τους έγιναν έναν στιγμιότυπο μαζί με τις δηλώσεις υπουργών, νέα μέτρα, τα αποτελέσματα των ποδοσφαιρικών αγώνων και την πρόγνωση του αυριανού καιρού. Μονόστηλα ή αποκλειστικά ρεπορτάζ. Οι ιστορίες των ανθρώπων που τα λάθη τους κόστισαν δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας. Που αντίθετα με το να είναι κανείς λαϊκός καλλιτέχνης, όταν τα έργα τους κρεμαστούν στα περίπτερα είναι το τέλος και όχι η αρχή μιας καριέρας.

Η πόλη των παρανόμων, των αμαρτωλών και των κυνηγημένων. Αυτή η όψη της ιστορίας. Η όψη της όταν μια τράπεζα στέκει μόνο ως μνημείο μιας διαβόητης ληστείας. Ένας δρόμος που έμεινε γνωστός όχι από το τιμώμενο πρόσωπο που του έδωσε το όνομα του αλλά επειδή μετά από μια συμπλοκή με την Αστυνομία οι δράστες κατάφεραν να διαφύγουν.

Η αμαρτωλή πόλη, η πόλη της έντασης, των μυστικών, των μικρών και μεγάλων παρανομιών. Η πόλη των μηχανορραφιών της Αστυνομίας.

Η πόλη που ανάμεσα στο νον-φίξιον και το φίξιον θα παραμένει παλπ.

Απόσπασμα από το νέο διήγημα του Τάσου Θεοφίλου «Είναι ήδη νεκρός» [εκδ. Red n’ Noir]

2.886 χιλιόμετρα απ’ το Παρίσι, 2.232 χιλιόμετρα από τη Μόσχα, 7.923 χιλιόμετρα από τη Νέα Υόρκη, 1.051 χιλιόμετρα από τη Ρώμη, 2.609 χιλιόμετρα από το Όσλο, 3.187 χιλιόμετρα απ’ το Λονδίνο, 1.803 χιλιόμετρα από το Βερολίνο, 9.508 χιλιόμετρα από το Τόκιο. Στην Αθήνα. Σε μια ιστορία που όλα συνδέονται, σαν να διαδραματίζεται η ζωή σε σελίδες αστυνομικού μυθιστορήματος, με έρευνες, λάθη, εμμονές και ανομολόγητους σχεδιασμούς όσων τη διεξάγουν. Κι έναν -τουλάχιστον -νεκρό.

Ο Τάσος Θεοφίλου δεν είναι νεκρός. Ο πρωταγωνιστής του καινούριου του βιβλίου, όμως, είναι. Ο ίδιος περιγράφει μέσα σε 10.000 λέξεις, τον σταδιακό υπαρξιακό θάνατο του «ήρωά» του, ο οποίος για άλλη μια φορά δεν έχει τα χαρακτηριστικά του πρωταγωνιστή που θα περίμενε κάποιος, αφού μόνο ήρωας δεν είναι. Ειδικός φρουρός, χαμηλά στην ιεραρχία και πολύ μακριά από τη χολιγουντιανή εικόνα του «καλού μπάτσου» που έχουμε συνηθίσει, του αστυνομικού δηλαδή που θέλει να σώσει τους ανθρώπους από τα «αποβράσματα του υποκόσμου», εκείνον που συνετίζει τους μπερδεμένους παραβάτες και τους στέλνει πίσω στις μανάδες τους ή επιζητεί την παραδειγματική τιμωρία των επικίνδυνων παρανόμων.

Η αστυνομική νουβέλα Είναι Ήδη Νεκρός [Εκδ. Red n’ Noir] που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον Τάσο Θεοφίλου, εναλλάσσει μια τεχνητή πραγματικότητα που συνήθως διαβάζουμε στις εφημερίδες ή ακούμε σε κάποιο ραδιόφωνο το πρωί που βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι στην κίνηση της Κηφισίας, με την πραγματικότητα εκείνων που βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε αυτό το μονόστηλο σαν πρωταγωνιστές της είδησης. Δύο αλήθειες, δύο ψέματα ή καλύτερα δύο ισχυρισμοί που κινούνται σε παράλληλους άξονες. Η μία είναι εκείνη που στο βιβλίο υιοθετείται από την Αστυνομία και η άλλη είναι εκείνη που θα παραμένει αθέατη, εκείνου που εκ των προτέρων έχει καταδικαστεί όχι μόνο για πράγματα που έκανε, αλλά και για εκείνα που δεν έκανε.

Αυτή η ιστορία βγήκε από την ίδια δεξαμενή, αφού βασίστηκε στη δικογραφία που του εμπιστεύθηκε ένας συγκρατούμενός του.

Όπως λέει και ο ίδιος περιγράφοντας τη δομή της νουβέλας: «Υπάρχουν δύο επίπεδα αφήγησης. Ένα που γίνεται μέσα από τα αποκόμματα του Τύπου ή μέσα από αποκόμματα δικογραφιών τα οποία παρουσιάζουν το επίσημο αφήγημα, δηλαδή εκείνο της Αστυνομίας, που είναι συνήθως αυτό το αφήγημα που επικυρώνεται από τα δικαστήρια. Σε αντιδιαστολή με αυτό παρουσιάζω ένα αφήγημα το οποίο έρχεται σε σύγκρουση με το επίσημο και στην πραγματικότητα το ανατρέπει. Περισσότερο αυτό θέλω να αναδείξω, τη σύγκρουση μεταξύ των δύο αφηγημάτων. Δεν θα πω της πραγματικότητας και του ψέματος. Θα πω του επίσημου, του επικυρωμένου και του μη επικυρωμένου, από την πλευρά των κατηγορούμενων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει να κάνει με μια ερμηνεία επί των γεγονότων που προβάλλονται από τα media αλλά με διαφορετικά ντοκουμέντα».

Τα ονόματα, οι ημερομηνίες και αρκετές λεπτομέρειες είναι ένα φανταστικό πλαίσιο το οποίο έχει δημιουργήσει ο Τάσος Θεοφίλου. Το βιβλίο όμως είναι βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα και προέκυψε εντελώς συγκυριακά όταν γνώρισε έναν άνθρωπο εντός της φυλακής, ο οποίος καταδικάστηκε σε δις ισόβια και 90 χρόνια κάθειρξη, για ένα έγκλημα που, όπως ισχυριζόταν, δεν είχε διαπράξει.

«Κάποιος που ασχολείται με το αστυνομικό ρεπορτάζ μπορεί εύκολα να καταλάβει για ποια υπόθεση πρόκειται. Ωστόσο αυτή είναι η μία εκδοχή, η εκδοχή του κατηγορούμενου την οποία υιοθετώ και πιστεύω διαβάζοντας τη δικογραφία και συσχετίζοντας τη με διάφορα άλλα ντοκουμέντα της εποχής. Είναι προσωπική μου άποψη βέβαια. Μπορεί και να μην έχουν γίνει έτσι τα πράγματα και να μην είναι σωστά τα συμπεράσματα μου. Έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται για ένα ντοκουμέντο ή μια δημοσιογραφική καταγγελία, αλλά για μια λογοτεχνική προσπάθεια», επισημαίνει.

Και δεν είναι η πρώτη του λογοτεχνική προσπάθεια. Αν κάποιος έχει παρακολουθήσει τη συγγραφική και δημοσιογραφική του πορεία μπορεί να διαπιστώσει πως από τότε που ξεκίνησε το γράψιμο και να ενδώσει στο μικρόβιο, δεν κατάφερε ποτέ να το σταματήσει. Αρθρογραφεί για το VICE και καλύπτει δικαστικό ρεπορτάζ για το Omnia Tv, έχει εκδώσει μέχρι σήμερα συλλογές διηγημάτων όπως το Παρανουαρικό [εκδ. Ασύμμετρη Απειλή], το 32 Βήματα [εκδ. ΚΨΜ], το Άττικα [εκδ. Μόλοτ], το Αχβαχικό [εκδ. Red n’ Noir], ενώ έχει γράψει το σενάριο για το κόμιξ Οθέλλος, σε σχέδιο της Χριστίνας Σηφιανιού, και το σενάριο για το κόμιξ Αντίο Μπάτμαν, σε σχέδιο του Kanellos Cob. Το βιβλίο του 32 Βήματα και το Αχβαχικό είναι ιστορίες από τη φυλακή, η οποία κατά τη διάρκεια της πενταετούς άδικης φυλάκισης του (αθωώθηκε οριστικά, ομόφωνα και αμετάκλητα από τον Άρειο Πάγο), υπήρξε μια δεξαμενή απ’ την οποία άντλησε αρκετά ερεθίσματα. Πολλές φιγούρες που γνώρισε άλλωστε εκεί, έγιναν οι πρωταγωνιστές των ιστοριών του.

Και αυτή η ιστορία βγήκε από την ίδια δεξαμενή, αφού βασίστηκε στη δικογραφία που του εμπιστεύθηκε ένας συγκρατούμενός του. «Ήμουν στον τρίτο μήνα φυλακής και με είχε καλέσει ο ειδικός εφέτης ανακριτής για συμπληρωματική κατάθεση. Με έβαλαν σε ένα κελί στα κρατητήρια της Λουκάραιως μέχρι να έρθει η ώρα και λίγο αργότερα ήρθαν άλλα οκτώ-δέκα άτομα. Δεν τους ήξερα, παρά μόνο φατσικά από τις ειδήσεις, όπως και αυτοί εμένα. Ο Βάνια μού έπιασε την κουβέντα και με ρώτησε αν ήμουν στο Δομοκό, γιατί ήταν κι αυτός “χρεωμένος” σε αυτήν τη φυλακή, αλλά εκείνο το διάστημα, όπως και εγώ, βρισκόταν στον Κορυδαλλό επειδή έτρεχε το δικαστήριό τους. Τότε, μου είπε πως περίμενε να αθωωθεί αν και τον κατηγορούσαν για ληστείες και τη δολοφονία δύο αστυνομικών. Αν και ήμουν ήδη τρεις μήνες μέσα και σε μια θέση απ’ την οποία θα έπρεπε να είμαι λιγότερο προκατειλημμένος, από μέσα μου γέλασα και σκέφτηκα χωρίς να τον ρωτήσω λεπτομέρειες. “Ρε άνθρωπε, σκότωσες δύο μπάτσους και θες και να αθωωθείς; Πώς το σκέφτεσαι δηλαδή;”. Και καταδικάστηκε. Μετά από λίγους μήνες ή κάνα χρόνο, τον βρήκα στον Δομοκό, στην πτέρυγα που ήμουν. Ξεκινήσαμε να μιλάμε, μου εξήγησε τι έχει συμβεί στην πραγματικότητα, τουλάχιστον ως προς το σκέλος της δικής του αθωότητας. Και μου εξήγησε ότι την ώρα της συμπλοκής όχι απλώς δεν πυροβόλησε, αλλά δεν βρισκόταν καν στο σημείο. Μάλιστα, αποδεικνύεται από τα ίδια τα έγγραφα που τον υποδεικνύουν σαν δράστη της ληστείας της οποίας έχει προηγηθεί. Υπάρχει στη δικογραφία αυτό. Από την ίδια την έκθεση της άρσης απορρήτου του κινητού τηλέφωνου που υπάρχει στην δικογραφία προκύπτει ότι την ώρα της συμπλοκής ήταν σπίτι του», εξιστορεί.

«Δεν έβαλα να αφηγείται τα γεγονότα το θύμα της δικαστικής πλάνης, αλλά αυτός που θεωρώ εγώ πως είναι ο πραγματικός δράστης» – Τ. Θεοφίλου

Υπάρχει στο βιβλίο ένα σημείο που μιλάει για τις «ιστορίες των ανθρώπων που τα λάθη τους κόστισαν δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας. Που αντίθετα με το να είναι κανείς λαϊκός καλλιτέχνης, όταν τα έργα τους κρεμαστούν στα περίπτερα είναι το τέλος και όχι η αρχή μιας καριέρας». Είναι οι ιστορίες των ανθρώπων που οι ίδιοι αλλά και το οικογενειακό τους περιβάλλον, πολύ πριν αποφασίσουν τα δικαστήρια μια ενοχή ή μια αθωότητα, ακούνε να μιλάνε για «αιμοσταγείς δολοφόνους», «ανθρωπόμορφα κτήνη» και «τέρατα». Τον ρωτώ αν πιστεύει πως το να αποτυπωθούν οι ιστορίες τους σε χαρτί ή το να ειπωθούν και από τη δική τους πλευρά, λειτουργεί εν μέρει ανακουφιστικά:

«Αποτυπωμένη σε χαρτί, την έχουν δει αρκετές φορές μέσω των εγγράφων, των δικογραφιών, την έχουν δει σε δημοσιεύματα του Τύπου την περίοδο της σύλληψης τους. Την έχουν δει τόσες φορές αποτυπωμένη που από μόνη της η αποτύπωση δεν είναι ανακουφιστική, είναι εξοργιστική. Ακόμη και σε περιπτώσεις που έχουν υπάρξει όντως δράστες των αδικημάτων για τα οποία κατηγορούνται, οι αποτύπωση τους από τον Τύπο, από την Αστυνομία και τις δικογραφίες, έχει μια ένταση, η οποία εγώ θεωρώ ότι δεν αξίζει σε κανέναν. Για παράδειγμα, είχα γνωρίσει έναν κρατούμενο, ο οποίος είχε κάνει ένα αδίκημα από αυτά που χαρακτηρίζουμε ειδεχθή, ήταν μέσα για ανθρωποκτονία σε βάρος της γυναίκας του και όντως την είχε διαπράξει. Μου έλεγε ότι δεν μπορεί να διαβάσει τη δικογραφία γιατί έβλεπε μέσα χαρακτηρισμούς όπως «αδίστακτος δολοφόνος», ενώ ο ίδιος δεν θυμόταν την στιγμή του αδικήματος που είχε κάνει γιατί ήταν εν βρασμώ. Δεν θέλω σε καμιά περίπτωση προφανώς να τον δικαιώσω ή να τον υπερασπιστώ ως προς αυτό το σκέλος. Θέλω μόνο να πω ότι αυτό προκαλεί ένα υπαρξιακό βάρος πολύ συγκεκριμένο, απ’ το οποίο δεν μπορεί να απαλλαγεί κάποιος. Ένας κατηγορούμενος βλέπει τον εαυτό του να αποκτάει δαιμονικές ιδιότητες μέσω των αντίστοιχων χαρακτηρισμών σε διάφορα site και εφημερίδες. Είναι καταστάσεις στις οποίες εκτίθεται και το οικογενειακό του περιβάλλον. Και τι γίνεται σε περιπτώσεις που δεν το έχει κάνει το αδίκημα; Κάποιος που έχει φάει ισόβια και τον έχουν αποκαλέσει δολοφόνο και εγκληματία, έχει ακούσει να τον χαρακτηρίζουν μακελάρη κάθε φορά που δικάζεται μέχρι το εφετείο, έχει ακούσει ψευδείς καταθέσεις σε βάρος του ενώ ο ίδιος ξέρει την αλήθεια, ξέρει ότι εκείνος που τον αποκαλεί δολοφόνο μπορεί ας πούμε να είναι ο ίδιος ο δολοφόνος. Φαντάζομαι λοιπόν ότι αυτός ο άνθρωπος, όταν διαβάσει μια εκδοχή η οποία τον υπερασπίζεται ή τέλος πάντων εκφράζει τη δική του πραγματικότητα, μάλλον τον ανακουφίζει με κάποιο τρόπο».

Αν κάτι μπορεί να διακρίνει στη γραφή του Τάσου Θεοφίλου, αυτό είναι μια τάση από νουάρ εικόνες. Στην προκειμένη περίπτωση, μια δικογραφία έγινε νουβέλα ακόμη και αν χρειάστηκαν οι απαραίτητες αλλοιώσεις, δείχνοντας πως δίπλα μας παίζουν πολύ περισσότερες αστυνομικές ταινίες απ’ ό,τι στους κινηματογράφους. Όπως λέει, «Ήταν μια δικογραφία με μεγάλη ένταση. Ακόμη και αν τα πράγματα έγιναν ακριβώς όπως περιγράφονται μέσα στη δικογραφία δηλαδή, ακόμη και στα δικόγραφα όπως αφηγείται ένας άνθρωπος μια συμπλοκή, έχει ένα ενδιαφέρον ακόμη και λογοτεχνικό. Το πώς αφηγείται ο υπεύθυνος τμηματάρχης της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας τον τρόπο που γίνονται οι παρακολουθήσεις, ο τρόπος που οδηγήθηκαν σε συνδέσεις και σε συλλήψεις, και μέσα από τις αυθαιρεσίες, τα ψέματα και τα κενά που καλύπτει κάποιος με τη φαντασία του, όλα αυτά έχει ένα ενδιαφέρον. Ακόμη και με τα δικόγραφα με μόνο μια μικρή επιμέλεια τους θα μπορούσες να βγάλεις μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Όταν ξέρεις και την άλλη εκδοχή, την εκδοχή του κατηγορούμενου, είναι κάπως μοιραίο ότι θέλεις να τα αντιπαραβάλεις. Εκεί που έπαιξα κάπως, αν θέλεις, είναι ότι δεν έβαλα να αφηγείται τα γεγονότα το θύμα της δικαστικής πλάνης, αλλά αυτός που θεωρώ εγώ πως είναι ο πραγματικός δράστης».

– Γράφεις αστυνομικές νουβέλες. Ξέρουμε ήδη από το παρελθόν πως οι αστυνομικοί σε διάβαζαν. Πιστεύεις ότι αγοράζουν τα βιβλία σου;
– Δεν ξέρω. Θα είχε ενδιαφέρον, όμως, να το διαβάσει ο πρωταγωνιστής της ιστορίας και να μας πει την άποψή του. Εγώ, στη θέση του, θα το διάβαζα.