Αλιεύσαμε ένα παλαιότερο κείμενο του Διονύση Ελευθεράτου* (Πηγή: Πριν και Mao.gr)

Αν και εξαιρετικοί, οι στίχοι του Τριπολίτη μάλλον χρειάζονται κάποιο «φρεσκάρισμα»: η Ιστορία δεν «έβγαλε βρώμα», απλώς, ότι ξοφλήσαμε. Όταν γίνεται έρμαιο «μετα- μοντέρνων» ερμηνευτών, η Ιστορία κηρύσσει ξοφλημένα ακόμη και τα – μέχρι πρότινος- ακλόνητα «πορίσματά» της. Πριν από μερικά χρόνια, μόνο «πατενταρισμένοι» ακροδεξιοί θα ισχυρίζονταν ότι ήταν κάτι ηπιότερο – αν όχι … απείρως ηπιότερο – της φασιστικής δικτατορίας το καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε την 4η Αυγούστου 1936 (καταφθάνει οσονούπω η επέτειος). Οι καιροί αλλάζουν, όμως… «Αφηνιασμένο», πλέον, το ρεύμα του αντιδραστικού «ιστορικού αναθεωρητισμού» εξωραίζει ακόμη και τα κατοχικά Τάγματα Ασφαλείας – για να θυμηθούμε κάποια άρθρα του καθηγητή στο Γέιλ, Στάθη Καλύβα. Πολλά «πορίσματα» αυτού του ρεύματος δείχνουν απολύτως συμβατά προς τα ιδεολογικά «ανεμολόγια και τους ορίζοντες» μιας χώρας, στο δημόσιο βίο της οποίας διαδραματίζουν πλέον εξέχοντα ρόλο οι Μάκης Βορίδης, Άδωνις Γεωργιάδης, Φαήλος Κρανιδιώτης. Διάβολε, με τόση «φρεσκάδα» συγχρωτίζονται οι «μεταμοντέρνοι»!

Τον περασμένο Απρίλιο, ο ιστορικός Γιώργος Μιχαηλίδης επεσήμανε από τις σελίδες του «Πριν» τις βελούδινες αναφορές που κάνει στο καθεστώς Μεταξά το νέο βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού. Παρατήρησε μεταξύ άλλων ότι οι εξορίες και τα βασανιστήρια παρακάμπτονται με τη φράση «άσκησε διώξεις εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων». Διαβάζοντάς την, ένα παιδί που έτυχε να παρακολουθήσει κάποιο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων ίσως υποθέσει ότι οι πολιτικοί αντίπαλοι του Μεταξά πάθαιναν περίπου όσα υφίσταται σήμερα από τους ιταλούς δικαστές αυτός ο γυναικάς, ο – πώς τον λένε- α, Μπερλουσκόνι…

Πάλι καλά που το βασανιστήριο του πάγου δεν παρουσιάζεται, ακόμη, ως μέθοδος σύσφιξης των γλουτών, ο εξαναγκασμός σε κατάποση ρετσινόλαδου ως μέτρο στομαχικής υγιεινής, η εξαγωγή των νυχιών ως πεντικιούρ, η «φάλαγγα» ως ρεφλεξογονία της εποχής και οι εξορίες ως εφαρμογή προγράμματος κοινωνικού τουρισμού. «Αι αυθαίρετοι συλλήψεις είναι συνήθη φαινόμενα και πάμπολλοι οι υποβληθέντες εις μεσαιωνικά βασανιστήρια», έλεγε ο Γ. Καφαντάρης, ένας από τους αστούς πολιτικούς που εξορίστηκαν επί Μεταξά. «Λεπτομέρειες»; Πιθανόν. Πλάι στα τα μεσαιωνικά βασανιστήρια, οι … αιωνόβιες (τρόπος του λέγειν) παρακαταθήκες. Ο δημοσιογράφος – ερευνητής Φοίβος Οικονομίδης παρατηρεί ότι η μεταξική δικτατορία έκανε «ποιοτικό άλμα για την εδραίωση ενός μοναδικού αντικομμουνιστικού προσανατολισμού, που καθόρισε τον ελληνικό κρατικό μηχανισμό μέχρι τη μεταπολίτευση του 1974». Σιγά μην ανιχνεύσει σε αυτό τίποτε μεμπτό η «αναθεωρητική» ματιά, της οποίας οι «μεταξένιες» (και κατ’ ουσία) φιλο- Μεταξικές «στρογγυλοποιήσεις» ουδόλως ενοχλούν – αν δεν ενθουσιάζουν κιόλας – όσους κατά τα άλλα εξεγείρονται με τις περί «συνωστισμού» διατυπώσεις της κυρίας Ρεπούση…

——————

metaxas_Typos

Ήταν 10 Αυγούστου 1936. Δεν είχε «κλείσει» εβδομάδα η δικτατορία, όταν στα Προπύλαια και στους Στύλους του Ολυμπίου Διός υψώθηκαν φωτιές. Όπως και οι ναζί στη Γερμανία, μέλη φασιστικών οργανώσεων έριχναν στην πυρά εκατοντάδες τόμους βιβλίων. Όχι μόνο όσα απέπνεαν αριστερές και σοσιαλιστικές ιδέες. Στάχτη έγιναν και έργα των Ντοστογιέφκι, Τολστόι, Γκόρκι, Μπέρναρ Σο, Γκέτε, Τσβάιχ, Φρόιντ, Δαρβίνου – και άλλων. Μαζί τους και οι Καρκαβίτσας – Παπαδιαμάντης!

Ταυτοχρόνως «καίγονταν» κι όλες οι κοινωνικές και ατομικές ελευθερίες, σε μια χώρα που εφεξής θα κυβερνιόταν με διατάγματα και αναγκαστικούς νόμους. Το «Νέον Κράτος» του Μεταξά δεν χωρούσε Σύνταγμα και κόμματα, ούτε δικαιώματα έκφρασης γνώμης, «συνέρχεσθαι», κλπ». Επειδή δεν άφηνε άλυτα προβλήματα ο «Πρώτος Εργάτης», όπως ονόμασε τον εαυτό τους (αλλά και «Πρώτος Αγρότης»), απαγορεύθηκαν κι οι απεργίες, καθώς και οι εκλογές στα σωματεία. Η ΓΣΕΕ διαλύθηκε. Αντικαταστάθηκε από την Εθνική Συνομοσπονδία, στην οποία ανέλαβε καθήκοντα γραμματέα ο υπουργός Εργασίας (!), Αριστείδης Δημητράτος.

Σε ό,τι αφορά το ανθρωποκυνηγητό που έγινε επί δικτατορίας, αντιγράφουμε από τα «Ιστορικά» της «Ελευθεροτυπίας» (3/8/ 2000) ένα συνοπτικό απολογισμό: «Ογδόντα χιλιάδες συλλήψεις πολιτών, 47.000 ‘δηλώσεις μετανοίας’ που υπεγράφησαν με πάγο και ρετσινόλαδο, φυλακίσεις ή εκτοπίσεις περίπου 4.500 κομμουνιστών στα ξερονήσια – και περίπου 150 γνωστών φιλελεύθερων πολιτικών και αξιωματικών. Παράδοση περίπου 1.400 κομμουνιστών εξόριστων ή φυλακισμένων από τους επίγονους του Μεταξά στους ναζί για εκτέλεση, βασανιστήρια και φόνοι του γραμματέα της Κομμουνιστικής Νεολαίας, Χρήστου Μαλτέζου, στις φυλακές της Κέρκυρας, ακόμη του Βαλιανάτου, του Μαρουκάκη και άλλων».

Λίγους μήνες προτού αναγορευθεί σε «Πρώτο Εργάτη», ο Μεταξάς διεκδίκησε -και ίσως κέρδισε- τον τίτλο του πρώτου σε αποδοτικότητα σφαγέα απεργών εργατών, στο μεσοπόλεμο: Εκείνος ήταν πρωθυπουργός – το πώς έγινε, αναφέρεται στη συνέχεια- τον Μάιο του 1936. «Δική» του ήταν η χωροφυλακή που άνοιξε πυρ (9 Μαίου) εναντίον διαδηλωτών στη Θεσσαλονίκη, σκοτώνοντας 12 και τραυματίζοντας 280 ανθρώπους, για να καταπνίξει το κίνημα που είχε επεκταθεί, έπειτα από τη απεργία των καπνεργατών.

Εννέα ημέρες έπειτα από την αιματοχυσία, προετοιμάζοντας το έδαφος για τη δικτατορία του, ο Μεταξάς τοποθέτησε έμπιστούς του σε νευραλγικές θέσεις του κρατικού μηχανισμού. Μεταξύ άλλων ανέθεσε το υπουργείο Εσωτερικών στον Θεόδωρο Σκυλακάκη, έναν απόστρατο συνταγματάρχη που ήταν ακραιφνής φιλοχιτλερικός, έστω κι αν η παλιά φιλία του με τον Σοφοκλή Βενιζέλο τον καθιστούσε και «δίαυλο επικοινωνίας» του Μεταξά με το Κόμμα των Φιλελευθέρων.

Ο Σκυλακάκης ήταν εκ των ιδρυτών της φιλοναζιστικής οργάνωσης «Εθνικόν Κυρίαρχον Κράτος», πιθανόν δε και μυστικός αρχηγός της ομογάλακτης «Τρία Έψιλον». Μιας από τις φασιστικές οργανώσεις τις οποίες αργότερα διέλυσε ο Μεταξάς, επιθυμώντας, όπως τονίζει κι ο καθηγητής Ιστορίας Γιώργος Μαργαρίτης, «να δημιουργήσει από την αρχή ένα μαζικό φασιστικό κίνημα που θα του επέτρεπε να έχει το πάνω χέρι στη ‘συγκυβέρνηση’ με τον Γεώργιο Β΄». Αυτόν το ρόλο κλήθηκε να διαδραματίσει η Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (ΕΟΝ). Για σύντομο χρονικό διάστημα ο Σκυλακάκης υπήρξε, στην ουσία, υπαρχηγός του Μεταξά. Η υπέρμετρες φιλοδοξίες του, όμως, προκάλεσαν την αποπομπή του από την κυβέρνηση, το 1937. Προτού εισβάλουν οι Γερμανοί στην Ελλάδα ο Σκυλακάκης εκτοπίστηκε, ως «ύποπτος συνεργασίας με τον εχθρό».

Η σημειολογία της περίπτωσης του Σκυλακάκη αποτυπώνει μια ιδιορρυθμία του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, από την οποία πολλοί επίδοξοι «διακοσμητές» του Μεταξά πασχίζουν να βγάλουν «ξύγκι»: το καθεστώς διαπνεόταν από ολοφάνερο θαυμασμό για θεμελιώδη χιτλερικά και μουσολινικά πρότυπα, αλλά καθόριζε τις τύχες μιας χώρας που τελούσε κάτω από την αγγλική γεωπολιτική κυριαρχία. Στο Λονδίνο, ήδη, πολλοί αξιωματούχοι έξυναν το κεφάλι τους από μερική αμηχανία. «Η θέση μας στην Ελλάδα ήταν όντως αλλόκοτη- ενισχύαμε μια φασιστική κυβέρνηση εναντίον μιας άλλης», έγραψε αργότερα ο γνωστός βρετανός στρατηγός, Χ. Μ. Ουίλσον.

«Ο πόλεμος πλησίαζε και δεν υπήρχε καιρός για παρεξηγήσεις» σημειώνει ο Γ. Μαργαρίτης. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η 4η Αυγούστου αδυνατούσε να γίνει απολύτως πιστό αντίγραφο της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας. Δεν θα μπορούσε πχ να διαπνέεται από μίσος για τους Εβραίους, αν και μεμονωμένα στελέχη του καθεστώτος, όπως ο Σκυλακάκης, δημοσιοποιούσαν και αντισημιτικές ιδέες. Από πού κι ως πού, όμως, ένας «φασισμός αλά ελληνικά» δεν είναι φασισμός;

Το περί ανυπαρξίας ρατσισμού «επιχείρημα» διατύπωσε, σε άρθρο του με τίτλο «γιατί ο Μεταξάς δεν ήταν φασίστας», στην ιστοσελίδα «Πρόταγκον» (7/8/12), ο Γ. Λυκοκάπης. Δεν ήταν όμως το μόνο. «Ο φασισμός χαρακτηριζόταν από ασυνήθιστα ακραίο εθνικισμό, που θα εκπλήρωνε το ιστορικό πεπρωμένο» τονίζει ο αρθρογράφος, υπενθυμίζοντας το «mare nostrum» του Μουσολίνι, τον «ζωτικό χώρο» του Χίτλερ, αλλά και τις θέσεις της «Χρυσής Αυγής». Η αντιδιαστολή: «Ο Μεταξάς δεν είχε σχέση με στρατιωτικούς τυχοδιωκτισμούς».

Μα ήταν δυνατόν να επιχειρηθούν «στρατιωτικοί τυχοδιωκτισμοί», ανάμεσα στα θρύψαλα της Μεγάλη Ιδέας; Ο εθνοκεντρισμός του Μεταξά μοιραία εκδηλωνόταν διαφορετικά: με το όραμα του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού» που θα συνένωνε το πνεύμα της αρχαιότητας με την ορθόδοξη θρησκευτική πίστη του Βυζαντίου. Ο προσεκτικός μελετητής θα παρατηρήσει ότι ο «Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός» συγγένευε σε πολλά με το «Τρίτο Ράιχ». Είχαν άλλωστε το ίδιο… προσδόκιμο ζωής: Χιλιόχρονο ήθελε το ένα ο Γκέμπελς, χιλιόχρονο και τον άλλον ο Μεταξάς.

Τρίτο επιχείρημα: «Ο φασισμός προϋποθέτει ένα μαζικό ριζοσπαστικό κόμμα το οποίο διαθέτει ένοπλα σώματα. Ο Μουσολίνι είχε τους Μελανοχίτωνες, ο Χίτλερ τα Τάγματα Εφόδου. (…). Ο Μεταξάς δεν διέθετε τέτοια σώματα το δε κόμμα του, οι Ελευθερόφρονες, ήταν ασήμαντο».

Ναι, διαφορετικοί ήταν – σε σχέση με Γερμανία και Ιταλία- οι «μοχλοί» που έφεραν τον Μεταξά στην εξουσία. Από πότε, όμως, το ιδεολογικό και πολιτικό στίγμα ενός καθεστώτος κρίνεται πρωτίστως από αυτήν την παράμετρο κι όχι από τον τρόπο και προσανατολισμό της διακυβέρνησης;

Ας δώσουμε το λόγο στους ίδιους τους Βρετανούς, της εποχής εκείνης. Έγραψε ο στρατηγός Ουίλσον: «Η δικτατορία Μεταξά είχε υιοθετήσει ορισμένες ναζιστικές ιδέες. Η νεολαία χαιρετούσε χιτλερικά, μέχρι να την μάθουν οι Αυστραλοί να χαιρετά με το σήμα της νίκης». Εξηγώντας γιατί το Λονδίνο επί χρόνια έτρεφε δυσπιστία προς τον Μεταξά, ο ιστορικός -ερευνητής Έντουαρντ Χολ σταχυολογεί: Οι Βρετανοί έβλεπαν (όπως όλοι, άλλωστε) τεράστιες ομοιότητες ανάμεσα στην ΕΟΝ και την ιταλική φασιστική οργάνωση «Μπαλίλα». Ανάμεσα στην Ασφάλεια του Μανιαδάκη και την ιταλική «Όβρα», καθώς και τη γερμανική «Γκεστάπο». Ανάμεσα στο υπουργείο Προπαγάνδας του Θεολόγη Νικολούδη και το αντίστοιχο του Γκέμπελς. Και πολλά ακόμη.

Επιπροσθέτως, το Λονδίνο ήξερε ότι ο Μεταξάς ήταν θαυμαστής του γερμανικού μιλιταρισμού, από τότε που σπούδαζε στο Βερολίνο, αλλά και φλογερός γερμανόφιλος την εποχή του ελληνικού Εθνικού Διχασμού (1915-17). Για να καθησυχάσει τους Βρετανούς, ο ίδιος ο δικτάτορας προσπαθούσε – όπως γράφει ο ιστορικός Στάνλεϊ Πέιν- να τους πείσει ότι «πηγή έμπνευσής» του δεν ήταν οι Χίτλερ- Μουσολίνι, αλλά η δικτατορία του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία…

Έως ότου ακούσουμε ότι κι ο Σαλαζάρ δεν ήταν παρά ένας «ψιλο- αυταρχικούλης» ηγέτης, ας εστιάσουμε στα «ρέστα» που δίνει ο Γ. Λυκοκάπης: «Ο φασισμός είχε χαρισματικούς ηγέτες, με λόγο που έσταζε αίμα και μίσος (…). Ο Μεταξάς ήταν ανιαρός ομιλητής και καθόλου χαρισματικός. Το περιβάλλον αυτών των ηγετών (Χίμλερ, Μπάλμπο …Κασιδιάρης) προκαλεί τρόμο και ο ηγέτης τους είναι ο ‘Φύρερ, ο Ντούτσε, ο Αρχηγός’ αντιστοίχως. Ο Μεταξάς είχε συνεργάτες τον Κορυτζή, τον Δημητράτο, τον Γιώργο Σεφέρη και τον αποκαλούσαν μπάρμπα – Γιάννη»…

Το πρώτο συμπέρασμα απορρέει από τα περί ρητορικών ικανοτήτων: ΟΚ, σε λίγο θα κρίνουμε το ιδεολογικό στίγμα του (αναφερθέντος) Κασιδιάρη, με γνώμονα πόσα κιλά τον χωρίζουν από το βάρος που είχε ο Γκέρινγκ. Αν είναι να το ρίξουμε «στην τρελή»…

Δεύτερο συμπέρασμα: Επειδή επί Μεταξά ήταν χαμηλόβαθμος διπλωμάτης ο Σεφέρης, δεν μένει παρά να κηρυχθεί κι ο Μανιαδάκης «παιδί της διπλανής πόρτας». Τρίτο: Τι κι αν τον Μεταξά στις επίσημες ομιλίες τον αποκαλούσαν «σιδερένιο», «χαλύβδινο κυβερνήτη» και «πατέρα της φυλής», κατά τα πρότυπα του ναζιστικού μοντέλου του «φίρερ- πριντσίπ», του παντοδύναμου αρχηγού; Όλα τα σβήνει ένα «μπάρμπα Γιάννη»…

Να όμως και το τελικό … χτύπημα: «Συχνά μιλάμε για τον Μεταξά θεωρώντας ότι πριν είχαμε ένα δημοκρατικό παράδεισο». Ε, τότε ούτε η χούντα του 1967 -74 ενσάρκωσε καμία ιδιαίτερη επιδείνωση, διότι νωρίτερα είχαμε αποστασία, αυλικές μηχανορραφίες, κλπ. Όσο δεν ανιχνεύονται «δημοκρατικοί παράδεισοι», δεν υπάρχουν και εκτροπές – κόλαση. Ησυχάσαμε τώρα…

mais_36

Το «συνταγματικό τόξο» του ’36, ο βουλευτής της ΕΡΕ Μανιαδάκης

«Από Αύγουστο χειμώνας» διατείνεται η γνωστή ρήση, αλλά στην περίπτωση του Μεταξά ίσχυσε κάτι άλλο: Τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936 την προανήγγειλε η άνοιξη του ίδιου έτους.Αρχές Μαρτίου, όλα τα πολιτικά κόμματα – πλην του ΚΚΕ- ενέκριναν την κίνηση του Παλατιού να διορίσει τον Μεταξά υπουργό Στρατιωτικών. Μάλιστα ο ίδιος ο Βενιζέλος, στις 9 Μαρτίου, έγραφε πως ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄, με την κίνησή του αυτή ανέκτησε ακέραιον το κύρος του, τόσον απαραίτητον δια την οριστικήν επάνοδον της χώρας εις τον κανονικόν πολιτικόν βίον»!

Είναι, αυτό που λένε, «να μη γίνει η αρχή»… Διότι ο βασιλιάς διόρισε τον Μεταξά και πρωθυπουργό, στη θέση του άρτι εκλιπόντος (13 Απριλίου) Δεμερτζή. Η κυβέρνηση Μεταξά στις 27 Απριλίου έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή και μάλιστα με συσχετισμούς θριαμβευτικούς, καθώς την αποδέχθηκαν αμφότερα τα μεγάλα κόμματα, οι Φιλελεύθεροι και το Λαϊκό: υπερψήφισαν 241 βουλευτές, καταψήφισαν μόλις 16, δηλαδή οι 15 του ΚΚΕ και ο Γ. Παπανδρέου.

Η πόρτα για τη φασιστική δικτατορία άνοιξε διάπλατα. Στις 30 Απριλίου η Βουλή έστρωσε και το χαλί, με το περίφημο Γ΄ Ψήφισμα. Αποφάσισε να διακόψει τις εργασίες της μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου και εξουσιοδότησε την κυβέρνηση να εκδίδει νομοθετικά διατάγματα, για όλα, με τη σύμφωνη γνώμη μιας 40μελούς επιτροπής. Η μεν Βουλή παρέμεινε σε «αγρανάπαυση» …διαρκείας, η δε επιτροπή δεν συστάθηκε ποτέ. Ούτε για το θεαθήναι.

Μήπως ο Μεταξάς παρίστανε κάτι διαφορετικό από αυτό που ήταν, ώστε να ξεγελάσει το «συνταγματικό τόξο» της εποχής; Μα οι ίδιοι οι εκπρόσωποι του «τόξου» άφηναν να εννοηθεί ότι κατανοούσαν προς τα πού θα μπορούσαν να οδηγηθούν τα πράγματα… Αγορεύοντας στις 24 Απριλίου στη Βουλή, ο πρόεδρός της και ηγέτης των Φιλελευθέρων, Θεμιστοκλής Σοφούλης, ανέφερε ότι «τα θεμέλια του κοινωνικού καθεστώτος» κλονίστηκαν τόσο, ώστε «να μην υπολείπεται πλέον εις τους ενδεχόμενους ανατροπείς του βαρύ έργον». Κατόπιν γνωστοποίησε ότι οι Φιλελεύθεροι θα έδιναν ψήφο εμπιστοσύνης στον Μεταξά…

«Τα 241 ‘ναι’ ήταν υπογραφή κάτωθι της τρομεράς διαπιστώσεως ότι εχρεωκοπήσαμεν ως κοινοβουλευτισμός», είπε στις 29 Απριλίου ο Β. Στεφανόπουλος, βουλευτής Ηλείας του Λαϊκού Κόμματος και πρόσθεσε: «ο μεν λαός φωνάζει δεν θέλω να με κυβερνήσει ο Μεταξάς, ημείς δε αδιαφορούντες του απαντώμεν: Κι όμως θα σε κυβερνήσει ο Μεταξάς…». Σημειώνεται ότι το κόμμα του Μεταξά, οι Ελευθερόφρονες, στις εκλογές του Ιανουαρίου 1936 είχε συγκεντρώσει ποσοστό μόλις 3,94%.

Η Ιστορία, λοιπόν, μας υπενθυμίζει ότι τα «συνταγματικά τόξα» δεν έχουν πάντοτε τόσο ανειρήνευτη στάση απέναντι στις εκάστοτε εκφάνσεις του φασισμού, όσο διατείνεται η συνήθης ρητορική τους. Ότι επιφυλάσσουν και τέτοιες εκτροπές – πέραν των …απλούστερων- οι αναζητήσεις εντονότερων χαρακτηριστικών κράτους «πυγμής και τάξης», για την αντιμετώπιση πολιτικών κρίσεων και για την τιθάσευση εχθρικών πολιτικών και κοινωνικών εχθρών.

Όσο κι αν είναι δραματικές αυτές οι «στροφές -εκτροπές», τις διέπει και το στοιχείο της «ιστορικής συνέχειας». Εκτός εάν λησμονήσαμε ότι το άλμα προς την 4η Αυγούστου έγινε από το «βατήρα» του Ιδιώνυμου και της γραμμής για ανηλεή καταστολή των εργατικών διεκδικήσεων, όπως άλλωστε και η κατοπινή δικτατορία των συνταγματαρχών, το 1967, «επωάστηκε» στη φωλιά της «εθνικοφροσύνης», των πιστοποιητικών «κοινωνικών φρονημάτων» και του μένους εναντίον της Αριστεράς.

Ουδεμία «συνέχεια», όμως, τιμά το όνομά της, εάν περιορίζεται στα «πριν»… Στα «μετέπειτα», λοιπόν, θα βρούμε τον αδίστακτο προϊστάμενο των βασανιστών και των χαφιέδων του καθεστώτος Μεταξά, τον Κ. Μανιατάκη, να εισέρχεται καμαρωτός στη Βουλή, το 1958, με το ψηφοδέλτιο Κορινθίας της ΕΡΕ, του συνονόματού του, Κ. Καραμανλή. Ο Μανιαδάκης εξελέγη (;) βουλευτής της ΕΡΕ και το 1961, στις «εκλογές» βίας και νοθείας. Διαδικασία «αντάξιά» του, χωρίς αμφιβολία.

Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να αναρωτηθεί – μεταξύ σοβαρού και αστείουφ, ή αμιγώς σοβαρά: μήπως ο εξωραϊσμός του Μεταξά, η προβολή της ιδέας ότι επρόκειτο για ένα καθεστώς απλώς αυταρχικό αλλά – προς Θεού- όχι φασιστικό, υπαγορεύεται κι από την ανάγκη του σύγχρονου πολιτικού «μέινστριμ» να ελαφρύνει τη θέση των …προγόνων του; Εκείνων που παρείχαν ψήφο εμπιστοσύνης στον εν δυνάμει δικτάτορα, που έδιναν πολιτική στέγη στους συνεργάτες του, που επί δεκαετίες αξιοποιούσαν ακόμη και το θεσμικό του οπλοστάσιο; Διότι η έκφραση «βασίστηκε σε νόμο του Μεταξά» μέχρι και τα τελευταία χρόνια συνόδευε ουκ ολίγες ρυθμίσεις, από εξεζητημένες έως ανατριχιαστικές.

Αλλά ακόμη κι αν δεν αποσκοπεί στην «ελάφρυνση» της θέσης των «συνταγματικών τόξων» του παρελθόντος, η «αναθεωρητική» ιστοριογραφία σίγουρα εξυπηρετεί τις «συστημικές» ανάγκες και αναπροσαρμογές του παρόντος. Εάν η φρίκη του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου δεν ήταν παρά κάμποσος παραπανίσιος αυταρχισμός, ε, τότε – αναλογικά- όλα φαντάζουν σχεδόν «νορμάλ» στη σημερινή Ελλάδα της διαρκούς «έκτακτης ανάγκης», των αλλεπάλληλων Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου και των διαδοχικών πολιτικών επιστρατεύσεων. Απλή εφαρμογή κάποιας ιδιότυπης, πολιτικής «απλής μεθόδου των τριών», ή μάλλον των τροϊκανών – εσωτερικού και εξωτερικού.

Αντί επιλόγου: Το γεγονός ότι ο Μεταξάς το 1940 αρνήθηκε το ιταλικό τελεσίγραφο κι «συντονίστηκε» έτσι με το λαϊκό αίσθημα (αλλά και την ιδιότητα της χώρας ως τμήματος της αγγλικής «ζώνης επικυριαρχίας») έχει ασφαλώς μεγάλη ιστορική βαρύτητα, αλλά δεν αλλάζει στο ελάχιστο τη φυσιογνωμία του καθεστώτος. Περισσότερα για αυτό, τον Οκτώβριο – στην επέτειο. Ως «πρόγευση», μόνο, μία σημείωση: Όσοι τυχόν νομίζουν ότι ο Μεταξάς ενήργησε έτσι παρακινούμενος από έναν αυτονόητο, αυθόρμητο, φλογερό πατριωτισμό, δίχως να τεθεί νωρίτερα σε μία διαδικασία βολιδοσκοπήσεων και «παζαριών» με Βερολίνο και Ρώμη, ας διαβάσουν τι είπε ο ίδιος στα διευθυντικά στελέχη των αθηναϊκών εφημερίδων, στις 30 Οκτωβρίου 1940. Θα ήταν μια καλή αρχή.

*Πηγή: εφημερίδα ΠΡΙΝ, Κυριακή 28 Ιουλίου 2013