Πλέον όταν βγαίνω έξω, έχω την αίσθηση ότι όλοι κυκλοφορούν σαν ζόμπι.
Παραδόξως -και αντίθετα με τις κινηματογραφικές αναφορές- το βράδυ η αίσθηση αυτή είναι λιγότερο έντονη. Μάλλον γιατί η κίνηση στους δρόμους μειώνεται κάπως τη νύχτα και τα καταστήματα είναι κλειστά (αυτά που τη μέρα είναι ανοιχτά). Οι λεπτομέρειες τη νύχτα είναι πιο δυσδιάκριτες.
Το πρωί όμως, όλα είναι πιο ορατά, πιο θλιβερά. Ενώ υπάρχει ο θόρυβος της πόλης, δεν ακούγεται…υπάρχει μια “υπόκωφη ησυχία”. Άνθρωποι-Ζόμπι σκυθρωποί, ανασφαλείς και αδιέξοδοι. Μια ύπουλη εθνική κατάθλιψη, αιωρείται απ’ τα σύρματα της ΔΕΗ και φτάνει βαθιά μέχρι τις πλάκες των πεζοδρομίων. Σταδιακά γίνεται όλο και πιο έντονη… Η πόλη εξασθενεί και είναι αποδεκτό. Δεν υπάρχει κοντινή ελπίδα «ανακατασκευής» κι αυτό είναι επίσης αποδεκτό.
Παρόλαυτά, μέσα σ’ αυτά τα ζόμπι, διακρίνεται μια ΄΄υπόκωφη αλληλεγγύη΄΄ , υπόγεια κι ευγενής που δεν φωνάζει, ούτε επιδεικνύεται.
Τα αλληλέγγυα ζόμπι περιμένουν «το ξύπνημα των ζωντανών νεκρών», δηλαδή το δικό τους ξύπνημα, αλλά δεν βρίσκουν ακόμη τον τρόπο.
Τα αλληλέγγυα ζόμπι είναι τόσο αποπροσανατολισμένα, που κουτουλάνε μεταξύ τους και τρώγονται μεταξύ τους. Τρώνε τις ήδη κουρασμένες σάρκες τους.
Αν ξυπνήσουν πριν να είναι τόσο πολύ αργά, θα καταλάβουν αυτομάτως ότι δεν πρέπει να τρώνε τους εαυτούς τους και την αλληλεγγύη τους, αλλά αντιθέτως -όπως συμβαίνει και στις ταινίες- τους «κανονικούς ανθρώπους». Ποιους δηλαδή;
Στην προκειμένη, τους «ανθρώπους» που είναι βαλμένοι μέσα σε «αδίστακτα κοστούμια» και αλλάζουν γνώμες και απόψεις, όπως αλλάζουν τα δισκάκια στο τζουκ-μποξ, όταν τους πετάξεις κέρμα.
Τα «γλοιώδη πουκάμισα» με τα μεγάλα ρολόγια στο δεξί τους χέρι, που περνιούνται για προστάτες, γιατί περνιούνται για έξυπνοι.
(δεν θα συνεχίσω με άλλα «σιχαμένα ρούχα»)
Κι αν τους είναι δύσκολο να φάνε αυτούς τους «ανθρώπους», γιατί αυτοί τυγχάνει να ελίσσονται πιο γρήγορα και σπασμωδικά και χάνονται σαν τα θρασύδειλα φίδια, τότε τα αλληλέγγυα ζόμπι να φάνε τουλάχιστον τα «μανιασμένα» ζόμπι ( σαν συνάδελφοι κατά μία έννοια, μονάχα όμως λόγω μορφής).
Αυτά είναι λιγότερο βραδυκίνητα, καθόλου αλληλέγγυα και πολύ επικίνδυνα.
Αυτά ήταν χρόνια κρυμμένα στο σκοτάδι και τώρα βγήκαν στο φως του ήλιου, χωρίς να καίγονται, γιατί ξαφνικά προστατεύονται με σκίαστρα απ’ τα «αδίστακτα κοστούμια».
Όμως αυτά τα ζόμπι είναι τόσο φθαρμένα στον χρόνο, που δεν γιατρεύονται με τίποτα. Είναι δειλά και άχρηστα και πρέπει να επιστρέψουν στο χώμα με κάθε τρόπο.
Τα αλληλέγγυα ζόμπι στο τέλος, πρέπει να καταλάβουν ότι είναι άνθρωποι με ασύλληπτη δύναμη και οι «άνθρωποι» πως είναι ζόμπι σαπισμένα, που το μόνο που τους απομένει, είναι να κάνουν παρέα με τα υπόλοιπα δυσλειτουργικά και «μανιασμένα», πίσω στο σκοτάδι.
Καλή Νεκρανάσταση!
Αντρέας Τ.