Ο Καρλ βρίσκεται στη φυλακή Λουκάου ένα χρόνο τώρα. Αναλογίζομαι αυτό το το γεγονός τόσο συχνά αυτό το μήνα όπως και το γεγονός ότι είναι μόλις ένας χρόνος από τότε που ήρθε να με δει στο Βρόνκε και μου έδωσε εκείνο το υπέροχο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Αυτή τη φορά κανόνισα να πάρω ένα εδώ, αλλά μου έφεραν ένα τόσο άθλιο δεντράκι, με κάποια από τα κλαδιά του σπασμένα – δεν υπάρχει καμία σύγκριση μεταξύ αυτού και του δικού σας. Σίγουρα δεν ξέρω πώς θα καταφέρω να στερεώσω και τα οκτώ κεριά που έχω πάρει γι’ αυτό. Αυτά είναι τα τρίτα μου Χριστούγεννα στη φυλακή, αλλά δεν χρειάζεται να το πάρεις κατάκαρδα. Είμαι τόσο ήρεμη και χαρούμενη όσο ποτέ. Χθες το βράδυ ξαγρύπνησα πολύ. Πρέπει να πηγαίνω για ύπνο στις δέκα, αλλά ποτέ δεν με παίρνει ο ύπνος πριν από τη μία το πρωί, γι’ αυτό ξαπλώνω στο σκοτάδι κι αναλογίζομαι πολλά πράγματα. Χθες το βράδυ οι σκέψεις μου ταξίδευαν τόσο μακριά: Πόσο περίεργο είναι ότι βρίσκομαι πάντα σε ένα είδος χαρούμενης μέθης, αν και χωρίς φανερό λόγο.
Είμαι εδώ ξαπλωμένη σε ένα σκοτεινό κελί πάνω σε ένα στρώμα σκληρό σαν πέτρα· το κτήριο έχει τη συνηθισμένη του σιγή νεκροταφείου, τόσο που κάλλιστα θα μπορούσε κανείς να είναι ήδη στον τάφο· από το παράθυρο πέφτει κατά μήκος του κρεβατιού μια λάμψη φωτός από τη λάμπα που καίει όλη τη νύχτα μπροστά από τη φυλακή. Κατά διαστήματα ακούω αχνά στο βάθος το θόρυβο ενός διερχόμενου τρένου, ή κοντά μου τον ξερόβηχα του δεσμοφύλακα, που φορώντας τις βαριές μπότες του κάνει μερικά αργά βήματα για να ξεπιαστεί. Το τρίξιμο του χαλικιού κάτω από τα πόδια του έχει έναν τόσο απελπιστικό ήχο που εκπέμπει στο νωπό και ζοφερό βράδυ όλη την κούραση και την ματαιότητα της ύπαρξης. Είμαι ξαπλωμένη εδώ μόνη και σιωπηλή, περιτριγυρισμένη από τις πολλές μαύρες πλευρές του σκότους, της ανίας, της ανελευθερίας και του χειμώνα – και όμως η καρδιά μου χτυπάει με ανυπολόγιστη και ακατανόητη εσωτερική χαρά, ακριβώς σαν να διέσχιζα ένα ανθισμένο λιβάδι στη λαμπρή λιακάδα. Και μέσα στο σκοτάδι χαμογελώ στη ζωή, σαν να ξέρω το μαγικό μυστικό που μου επιτρέπει να μετατρέπω όλη την κακία και την ψευτιά σε γαλήνη και ευτυχία. Αλλά όταν τριβελίζω το νου μου για την αιτία αυτής της χαράς, ανακαλύπτω πως δεν υπάρχει καμιά αιτία και γελάω με ‘μένα.
Πιστεύω ότι το μαγικό μυστικό είναι απλώς η ίδια η ζωή. Αυτό το βαθύ σκοτάδι της νύχτας είναι απαλό και υπέροχο σαν βελούδο – αρκεί να το δει κανείς με το σωστό τρόπο. Το τρίξιμο του βρεγμένου χαλικιού κάτω από το αργό και βαρύ πάτημα του δεσμοφύλακα είναι κι αυτό ένα υπέροχο μικρό τραγούδι της ζωής – για κάποιον που έχει αυτιά να ακούσει. Κάτι τέτοιες στιγμές σε σκέφτομαι και αυτό για να μπορούσα να δώσω και σε σένα αυτό το μαγικό κλειδί. Τότε θα ήσουν ανά πάσα στιγμή σε θέση να δεις την ομορφιά και τη χαρά της ζωής· τότε επίσης θα μπορούσες να βιώσεις αυτή τη γλυκιά μέθη και ν’ ανοίξεις το δρόμo σου σε ένα ανθισμένο λιβάδι. Μη νομίσεις πως σε εξαπατώ με απολαύσεις της φαντασίας μου ή ότι κηρύσσω τον ασκητισμό. Θέλω να γευτείς όλες τις πραγματικές απολαύσεις των αισθήσεων. Η μόνη μου λαχτάρα είναι να σου προσφέρω την ανεξάντλητη εσωτερική μου γαλήνη. Έτσι θα είμαι ήσυχη ότι στο πέρασμά σου από τη ζωή θα είσαι ντυμένη μ’ έναν αστροστολισμένο μανδύα που θα σε προστατεύει από κάθε μικροπρεπές, ασήμαντο, ή ενοχλητικό.
Ενδιαφέρομαι να ακούσω για αυτά τα υπέροχα τσαμπιά μούρων, τα μαύρα και τα βιολετί που μάζεψες στο Πάρκο Στέγκλιτζ. Τα μαύρα μούρα μπορεί να ήταν αφροξυλιάς – ξέρεις φυσικά τα μούρα αφροξυλιάς που κρέμονται σε παχιές και βαριές συστάδες ανάμεσα σε φύλλα σε σχήμα βεντάλιας. Μάλλον όμως ήταν αγριομυρτιάς· με λυγερές και κομψές, στητές κορφές μούρων ανάμεσα σε στενά μακρουλά πράσινα φύλλα. Τα κοκκινωπά βιολετί μούρα, σχεδόν κρυμμένα από μικρά φύλλα, πρέπει να ήταν εκείνα της μουσμουλιάς-νάνου· το κανονικό τους χρώμα είναι το κόκκινο, αλλά αυτήν την εποχή που είναι υπερώριμα και αρχίζουν να σαπίζουν, παίρνουν συχνά μια βιολετί απόχρωση. Τα φύλλα της είναι σαν αυτά της μυρτιάς, μικρά, αιχμηρά, σκούρα πράσινα, σαν δέρμα από την μια πλευρά αλλά τραχιά από κάτω.
Σονιούσα, γνωρίζεις το ‘Verhängnisvolle Gabel’ [1] του Πλάτεν[2]; Θα μπορούσες να μου το στείλεις ή να μου το φέρεις όταν θα έρθεις; Ο Καρλ μού είπε ότι το είχε διαβάσει στο σπίτι. Τα ποιήματα του Τζορτζ είναι υπέροχα. Τώρα ξέρω από πού πήρες το στίχο «Και ανάμεσα στο θρόϊσμα των ροδοκόκκινων σιτηρών», το οποίο λάτρευες να ανάφερες όταν περπατούσαμε στην εξοχή. Ελπίζω να μου αντιγράψεις το ‘neuen Amadis’ [3] όταν έχεις χρόνο. Μου αρέσει τόσο πολύ αυτό το ποίημα (φυσικά χάρη στη σύνθεση του Ούγκο Βολφ) αλλά δεν το έχω εδώ. Διαβάζεις ακόμη το ‘LessingLegende’; Ξαναδιάβασα το ‘Η Ιστορία του Υλισμού’ του Λάνγκε [4], το οποίο έβρισκα πάντα εμψυχωτικό και αναζωογονητικό. Ελπίζω λοιπόν ότι θα το διαβάσεις κάποια μέρα.
Αχ, Σονίτσκα καλή μου, πρόσφατα σφίχτηκε η καρδιά μου. Στον προαύλιο χώρο που περπατώ, φτάνουν συχνά κάρα του στρατού, φορτωμένα τσουβάλια παλιά χιτώνια και πουκάμισα από το μέτωπο· μερικές φορές λεκιασμένα με αίμα. Στέλνονται στα κελιά των γυναικών για να μπαλωθούν και μετά πάνε πίσω για να χρησιμοποιηθούν ξανά από το στρατό. Τις προάλλες, ένα από αυτά τα κάρα το έσερναν βούβαλοι αντί για άλογα. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ από τόσο κοντά αυτά τα πλάσματα. Είναι πολύ πιο γεροδεμένα από τα δικά μας βόδια, με επίπεδα κεφάλια και κέρατα έντονα κυρτά προς τα κάτω, κι έτσι τα κρανία τους μάλλον μοιάζουν με των προβάτων. Είναι μαύρα με μεγάλα ήρεμα μάτια. Έρχονται από τη Ρουμανία, είναι τρόπαια του πολέμου… Οι στρατιωτικοί οδηγοί είπαν πως ήταν πολύ δύσκολο να πιάσεις αυτά τα ζώα, που έτρεχαν διαρκώς άγρια κι ακόμη πιο δύσκολο να τα χαλιναγωγήσεις. Τα είχαν ξυλοκοπήσει χωρίς οίκτο – σύμφωνα με την αρχή του «vae victis» [5]. Υπάρχουν καμιά εκατοσταριά στο Βρότσλαβ και μόνο. Είναι συνηθισμένα στα πλούσια ρουμανικά λιβάδια και εδώ πρέπει να τα βγάλουν πέρα με λιγοστή άπαχη ζωοτροφή. Τα εκμεταλλεύονται αδίστακτα, να κουβαλάνε βαριά φορτία, να δουλεύουν μέχρι πραγματικά να πεθάνουν. Πριν λίγες μέρες ήρθε ένα κάρο με τσουβάλια, τόσο υπερφορτωμένο που τα βουβάλια δεν κατάφερναν να το σύρουν από κατώφλι της πόρτας.
Ο στρατιωτικός επόπτης, ένας κτηνώδης τύπος, άρχισε να χτυπάει τα φτωχά θηρία με τη σκληρή λαβή του μαστιγίου του, τόσο βάρβαρα που ο επιστάτης της πύλης τον ρώτησε αγανακτισμένος αν νιώθει έστω κάποια συμπόνια για τα ζώα. «Όχι περισσότερο απ’ όση νοιώθει κάποιος για ‘μας τους ανθρώπους», απάντησε με ένα σατανικό γέλιο και υπερδιπλασίασε τις βουρδουλιές. Στο μεταξύ, τα βουβάλια κατάφεραν να σύρουν το φορτίο πάνω από το εμπόδιο, αλλά ένα από αυτά αιμορραγούσε. Ξέρεις πως το δέρμα τους φημίζεται για το πάχος και την ανθεκτικότητά του κι όμως είχε κατακοπεί. Την ώρα της εκφόρτωσης, τα θηρία απόλυτα εξαντλημένα, στέκονταν εντελώς ακίνητα. Εκείνο που αιμορραγούσε κοιτούσε μπροστά κι είχε μια έκφραση στο μαύρο του πρόσωπο και στα ήρεμα μαύρα μάτια του, ακριβώς σαν κλαμένο παιδί – ένα παιδί που έχει τιμωρηθεί άγρια και δεν ξέρει γιατί κι ούτε ξέρει πως να ξεφύγει από αυτό το μαρτύριο της ωμής βίας. Στάθηκα μπροστά στο κοπάδι· το θηρίο με κοίταξε: δάκρυα ανέβλυζαν από τα μάτια μου – ήταν τα δικά του δάκρυα. Τα βάσανα ενός πολυαγαπημένου μου αδερφού δεν θα μπορούσαν να με συγκινήσουν πιο βαθιά από όσο η ανικανότητά μου μπροστά σε αυτή τη βουβή οδύνη. Πόσο μακριά, πόσο άπιαστα, πόσο χαμένα ήταν τα πλούσια πράσινα λιβάδια της Ρουμανίας! Πόσο διαφορετικά έλαμπε εκεί ο ήλιος, φυσούσε ο άνεμος· πόσο διαφορετικά ήταν εκεί με το τραγούδι των πουλιών και το μελωδικό κάλεσμα του βοσκού. Αντ’ αυτού ο φριχτός δρόμος, ο αποπνικτικός στάβλος, το βρομερό σανό ανακατεμένο με σάπιο άχυρο, οι παράξενοι και απαίσιοι άνθρωποι. Χτύπημα στο χτύπημα και το αίμα να τρέχει από ανοιχτές πληγές. Φτωχέ μου φουκαρά είμαι τόσο ανίσχυρη, τόσο άφωνη όσο εσύ. Είμαι ένα με σένα στον πόνο μου, στην αδυναμία μου και στη λαχτάρα μου.
Στο μεταξύ οι κρατούμενες συνωστίζονταν η μια πάνω στην άλλη καθώς ξεφόρτωναν γρήγορα το κάρο και κουβαλούσαν τα βαριά σακιά μέσα στο κτήριο. Ο οδηγός με τα χέρια στις τσέπες βημάτιζε πάνω-κάτω στο προαύλιο χαμογελώντας μόνος του ενώ σφύριζε ένα γνωστό σκοπό. Όλο το μεγαλείο του πολέμου πέρασε μπροστά από τα μάτια μου!…
Γράψε μου σύντομα Σονίτσκα, σε φιλώ. Η Ρόζα σου
Μη σε νοιάζει, Σονιούτσκα μου· πρέπει εν τούτοις να είσαι ήρεμη και ευτυχισμένη. Αυτή είναι η ζωή και πρέπει να τη ζήσουμε όπως είναι, θαρραλέα, ανυποχώρητα, χαμογελαστά – παρ’ όλα αυτά.
Υποσημειώσεις
[1] Το Μοιραίο Πιρούνι, μια σατιρική κωμωδία.
[2] Γερμανός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, γεννήθηκε το 1796, πέθανε το 1835.
[3] Ποίημα του Γκαίτε.
[4] Γεννήθηκε το 1828, πέθανε το 1875. Μαζί με το πολύ γνωστό ‘Η Ιστορία του Υλισμού’, έγραψε ένα ευρέως διαβασμένο έργο ‘Το Εργατικό Ζήτημα, η Σημασία του για το Παρόν και το Μέλλον’. Σοσιαλιστής στην προοπτική, ενδιαφέρθηκε αρκετά για την ίδρυση της Πρώτης Διεθνούς.
[5] ουαί τοίς ηττημένοις, (στη νεοελληνική: αλίμονο στους ηττημένους).
Απόδοση από την αγγλική μετάφραση και συμβουλευτικά από το πρωτότυπο γερμανικό κείμενο: Καίτη, ΓΣ, αδ
Πηγή: Iστοσελίδα του ΕΕΚ