Αλιεύσαμε από το Info-war.gr
Η 15η Ιανουαρίου αποτελεί από το 1919 ημέρα πένθους για όλους τους επαναστάτες σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Στις 15 Ιανουαρίου 1919, η νεαρή Γερμανική επανάσταση αποκεφαλίστηκε και η μοίρα της Ευρωπαϊκής Επανάστασης σφραγίστηκε με το διπλό φόνο του Κάρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Τίποτα από κείνη τη μέρα δεν πρέπει να ξεχαστεί. Ο ταξικός πόλεμος συνεχίζεται. Πρέπει να θυμόμαστε τι έκανε ο εχθρός, τι είναι ακόμα ικανός να κάνει. Εδώ είναι οι αποδείξεις: Ένα αρχείο της καθημερινής εφημερίδας του SPD Vorwats, επίσης ανακοινώσεις… Θα πρέπει να τις ξαναδιαβάζουμε σύντροφοι, τη στιγμή της κατοχής της Ρουρ, ενώ η πείνα κυριαρχεί στα σπίτια 30 εκατομμυρίων Γερμανών εργατών.
Στις 13 και 14 Ιανουαρίου του 1919, οι Σπαρτακιστές, οι Γερμανοί Κομμουνιστές της τιμημένης ομάδας Σπάρτακος, που, όχι πολύ πριν, ήταν η μόνη που αψήφησε τον Κάιζερ, και τον Λούντερντολφ πολεμούσαν στους δρόμους τους Βερολίνου κατά των στρατευμάτων της σοσιαλιστικής Κυβέρνησης. Η κυβέρνηση είχε προκαλέσει την εξέγερση απομακρύνοντας τον αρχηγό της κόκκινης αστυνομίας του Βερολίνου, τον σύντροφό μας Αϊχορν.
Η εργατική τάξη ήταν αποφασισμένη να διατηρήσει την εξουσία στην πρωτεύουσα. Πέρασαν από την άμυνα στην επίθεση και η πάλη για την εξουσία ξεκίνησε. Στις 14 Ιανουαρίου, η κυβέρνηση του SPD, φανερά αναστατωμένη, έκανε έκκληση στο λαό: «Πρέπει να υπερασπιστούμε τα σύνορά μας, εναντίον του νέου στρατιωτικού δεσποτισμού στη Ρωσία», αυτό γράφτηκε το 1919, σε μια εποχή που αρκετά ιστορικά θαύματα φαίνονταν αναγκαία για να σώσουν την Κομμουνιστική Ρωσία, περικυκλωμένη και πεινασμένη, υπό επίθεση από τον Κόλτσακ, Ντενίκιν και Γουντένιτς.
«Ο Μπολσεβικισμός, είναι συνώνυμος με το θάνατο της Ειρήνης, της ελευθερίας, του σοσιαλισμού…», έγραφαν οι ίδιοι άνθρωποι που, δυο μέρες αργότερα, θα άνοιγαν τρύπες στα κεφάλια του Καρλ και της Ρόζας! «Η σημερινή κυβέρνηση αποτελείται από σοσιαλδημοκράτες {…} εκπροσώπους της εργατικής τάξης {…}. Η σημερινή κυβέρνηση υπερασπίζεται τη δημοκρατία και το σοσιαλισμό…». Η έκκληση έχει τις υπογραφές: Εμπερτ, Σάϊντεμαν, Λάντσμπεργκ, Νόσκε, Βάϊσελ.
Στις 15 Ιανουαρίου, η νίκη της σοσιαλιστικής τάξης επιβεβαιώθηκε. Ο Λίμπκνεχτ, τον οποίο αναγνώρισαν και κατέδωσαν, συνελήφθη σ’ ένα προάστιο του Βερολίνου, στην Mannheimerstrasse 43, στο Βίλμερσντορφ. Η Vorwats πανηγύρισε. Την ίδια ημέρα η εφημερίδα είχε επιστρέψει στα παλιά γραφεία της από όπου η αστυνομία του Νόσκε είχε εκδιώξει τους Σπαρτακιστές ληστές. Ύστερα υπήρξε μία ημέρα σιγής. Αυτό είναι τάξη.
Στις 17 Ιανουαρίου την αυγή, οι εργάτες του Βερολίνου έμαθαν από τις εφημερίδες τους την τρομερή τραγωδία που δεν τους έλεγαν για 48 ώρες. Για 48 ώρες ο Καρλ και η Ρόζα ήταν νεκροί «θύματα του εμφύλιου πολέμου που οι ίδιοι ξεκίνησαν» έγραψε το ανώνυμο μέλος της συντακτικής επιτροπής του Vorwats που ορίστηκε για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα μετά το φόνο. Η επίσημη ανακοίνωση από το αρχηγείο της αστυνομίας – την ονόμασαν Polizeiprasidium – περιέγραψε το έγκλημα με όρους τέτοιας διοικητικής τρέλας που ντρέπεσαι για τους δολοφόνους. Απλά διαβάστε:
«Αφού συνελήφθη κατά τη διάρκεια της νύχτας στο Βίλμπερσντορφ, ο Καρλ Λίμπκνεχτ μεταφέρθηκε στο ξενοδοχείο ‘Εντεν όπου ήταν τα αρχηγεία της ‘Εφιππης Φρουράς. Από εκεί, επρόκειτο να μεταφερθεί στη φυλακή Moabit. Στις 9 π.μ. πλήθος μπλόκαρε τις εξόδους προς το ξενοδοχείο. Ο Λίμπκνεχτ φυγαδεύτηκε από μια πίσω πόρτα και μεταφέρθηκε σ’ ένα αυτοκίνητο. Τον προειδοποίησαν πως αν προσπαθούσε να διαφύγει, οι φρουροί θα χρησιμοποιούσαν τα όπλα τους» (Το κείμενο δίνει έμφαση σ’ αυτή την αδέξια ομολογία του εκ προμελέτης φόνου). «Το πλήθος περικύκλωσε το αμάξι. Κάποιοι άγνωστοι χτύπησαν με βία τον Λίμπκνεχτ στο κεφάλι. Αιμορραγούσε ακατάσχετα. Ο οδηγός επιτάχυνε. Για να αποφύγει τον όχλο αποφάσισε να παρακάμψει μέσα από το ζωολογικό κήπο. Κοντά στη Νέα Λίμνη το αυτοκίνητο σταμάτησε. Η μηχανή είχε χαλάσει εξαιτίας της υπερβολικής ταχύτητας. Και έπρεπε να επισκευαστεί. Ρώτησαν τον Λίμπκνεχτ αν ένιωθε αρκετά καλά να περπατήσει ως την Charlottenburget Chaussee όπου ήλπιζαν πως θα βρουν ταξί. Ο κρατούμενος απάντησε καταφατικά. Δεν ήταν όμως ούτε 30 μέτρα μακριά από το αυτοκίνητο όταν ο Λίμπκνεχτ προσπάθησε να ξεφύγει από τη συνοδεία του και άρχισε να τρέχει. Κάποιος που προσπάθησε να τον σταματήσει, έφαγε μαχαιριά στο δεξί χέρι» (πάλι το πρωτότυπο κείμενο δίνει έμφαση σ’ αυτό εδώ). «Καθώς ο Λίμπκνεχτ δεν σταμάτησε να τρέχει, παρά τις επαναλαμβανόμενες προειδοποιήσεις τον πυροβόλησαν αρκετές φορές. Έπεσε νεκρός επί τόπου».
Ο ζωολογικός κήπος του Βερολίνου είναι ένα τεράστιο πάρκο που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης και εγκαταλείπεται το βράδυ. Ο Λίμπκνεχτ μεταφέρθηκε εκεί για «να αποφύγει τον όχλο». Ο Λίμπκνεχτ δεν σκέφτηκε να πέσει στους θαμνώνες που υπάρχουν από τις δύο πλευρές όλων των μονοπατιών. Έτρεξε ευθεία γνωρίζοντας πολύ καλά ότι θα τον πυροβολήσουν. Τον είχαν προειδοποιήσει ότι θα τον σκότωναν αλλά δεν του είχαν περάσει χειροπέδες. Στα αρχηγεία της φρουράς τον είχαν αφήσει με μαχαίρι. Ευσυνεί-δητοι, οι στρατιώτες του Νόσκε επανέλαβαν τις προειδοποιήσεις τους πριν τον πυροβολήσουν και τον σκοτώσουν επί τόπου, έναν άντρα που τρέχει σ’ ένα κατασκότεινο δάσος στις 11 το βράδυ!
Για να σκαρώσουν αυτήν την αδέξια αφήγηση οι αρχές δεν χρειάστηκαν πάνω από 48 ώρες. Έπρεπε να βρουν κάποια εξήγηση, γιατί, αφού συνελήφθη χωρίς να προβάλλει το παραμικρό ίχνος αντίστασης στις 9.30 μ.μ., ο Λίμπκνεχτ σκοτώθηκε σ’ ένα έρημο μέρος δύο ώρες μετά!
Την ίδια στιγμή επίσης πέθαινε και η Ρόζα Λούξεμπουργκ. «Το απειλητικό πλήθος που περικύκλωνε το ξενοδοχείο Έντιν είχε προσπαθήσει αρκετές φορές να πιάσει την κυρία Ρόζα Λούξεμπουργκ. Οι φρουροί της κατάφεραν να την μεταφέρουν σχεδόν ως το αμάξι που είχαν ετοιμάσει γι’ αυτήν. Εκείνη τη στιγμή υπήρξε συμπλοκή. Η κυρία Ρόζα Λούξεμπουργκ διαχωρίστηκε από τη συνοδεία της και όταν την άρπαξαν ξανά από το πλήθος είχε χάσει τις αισθήσεις της. Την έβαλαν στην μπροστινή θέση του αμαξιού. Καθώς το αυτοκίνητο κινούνταν, ένας άγνωστος άντρας πήδηξε και πυροβόλησε εξ επαφής την αναίσθητη κυρία Ρόζα Λούξεμπουργκ. Το αυτοκίνητο κινήθηκε κατά μήκος του Kurfurstendamm προς το κέντρο του Βερολίνου. Όταν έφθασε στο κανάλι, άγνωστοι φώναξαν «Στοπ!». Ο οδηγός πιστεύοντας ότι ήταν περίπολος υπάκουσε. Το πλήθος περικύκλωσε το αυτοκίνητο φωνάζοντας: «Είναι η Ρόζα!». Το πτώμα της κυρίας Ρόζας Λούξεμπουργκ το άρπαξαν και το έσυραν στο σκοτάδι». Τα υπολείμματα της δολοφονημένης γυναίκας τα έριξαν στο κανάλι.
Σε όλη τη σύγχρονη ιστορία, η οποία είναι γεμάτη ποικίλες φρικαλαιότητες, υπάρχουν λίγες στιγμές τόσο φρικιαστικές όπως αυτή, αυτού του πλήθους των αστών, που είναι αποφασισμένοι να λιντσάρουν μία κρατούμενη, μία γυναίκα με γκριζαρισμένα μαλλιά που έχει λιποθυμίσει και που ήταν ένα από τα πιο δυνατά μυαλά του παγκόσμιου σοσιαλισμού. Θα πρέπει να επιστρέψουμε στην Παρισινή Κομμούνα για να βρούμε κάτι το συγκρίσιμο. Οι γυναίκες των Βερσαλλιών χρησιμοποιούσαν τις μύτες των ομπρελών τους – αναμφίβολα με μεγάλη αηδία – για να ακουμπήσουν εκείνα τα πτώματα των φρικτών Κομμουνάρων. Οι Βερολινέζοι του 1919 έσυραν τη Ρόζα Λούξεμπουργκ που ακόμη ζούσε κατά μήκος του πεζοδρομίου του καναλιού.
Την επόμενη μέρα η Vorwarts έγραφε: «Η σοσιαλδημοκρατία παρʼ όλες τις παρεκτροπές της δεξιάς και της αριστεράς, υπερασπίζεται την τάξη, την ανθρώπινη ζωή, την κυριαρχία της τάξης πάνω στη βία. Γι’ αυτό πολεμά! Κανένας δεν πιστεύει ότι μπορεί να αφοπλιστεί! Στο ίδιο τεύχος μπορούμε να δούμε τους ακόλουθους τίτλους και υπότιτλους: «Το τέλος του Μπολσεβικισμού», «Η Πετρούπολη μπροστά στο θάνατο» – «Αντεπανάσταση στη Ρωσία», «Φημολογείται ότι ο Γκόργκι το έσκασε για το Λονδίνο».
Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε. Ο κύριος δολοφόνος του Λίμπκνεχτ πέθανε τυχαία. Οι δολοφόνοι της Ρόζας Λούξεμπουργκ είναι γνωστοί αλλά δεν έχουν διωχθεί. Ένας από αυτούς, ο Runge ομολόγησε. Μπήκε 6 μήνες φυλακή επειδή ήταν αδιάκριτος. Ο δεσμοφύλακας Tanschick από τη φυλακή Moabit, που σκότωσε το Λέο Τίκο και έπειτα τον Dorrenbach, πήρε προαγωγή. Τέσσερα χρόνια έχουν περάσει. Τώρα έχουμε γευτεί τους καρπούς της νίκης που η Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία κέρδισε μ’ αυτό το κόστος. Εξαιτίας της, η προλεταριακή επανάσταση που μπορούσε να πετύχει στην Κεντρική Γερμανία, δεν νίκησε. Οι όμοιοι του Stinners, Thussen, οι εκατομμυριούχοι και πολλές βιομηχανίες ευημερούσαν. Ο κύριος Κούνο της γραμμής Αμβούργου – Αμερική είναι στην εξουσία.
Η Γερμανία των εργατών που το SPD απείλησε με πείνα και αποκλεισμό στα 1919 αν τόλμαγε να κάνει επανάσταση, δεν έκανε την επανάσταση και παρόλα αυτά πεινά. Η Γερμανία των εργατών που οι Σάϊντεμαν και σία απείλησε με συμμαχική επέμβαση ίσως αυτή τη στιγμή βλέπει τους Σενεγαλέζους να εισβάλουν στη Ρουρ. Ο φασισμός προβάλει. Οι Erzberger και Rathenau, επιφανείς αστοί με κάπως ριζοσπαστικές απόψεις δολοφονήθηκαν. Τον Λούντεντρολφ τον έχουν αφήσει στην ηρεμία και ο συνταγματάρχης Χίτλερ με ηρεμία οργανώνει τα αντεπαναστατικά του στρατεύματα στη Βαυαρία. «Τάξη, σεβασμός για την ανθρώπινη ζωή, κυριαρχία του νόμου, σοσιαλισμός» ήταν τα κύρια θέματα των σοσιαλδημοκρατών όταν ο Καρλ και η Ρόζα πέθαιναν. Η πραγματικότητα έχει άλλα ονόματα: πείνα, αποικιοποίηση της Γερμανίας από το ξένο κεφάλαιο, θρίαμβος της κερδοσκοπίας μεγάλης κλίμακας, κυριαρχία των κερδοσκόπων, επίθεση των εργοδοτών, εξοπλισμός των αντιδραστικών δυνάμεων.
Ως κομμουνιστές δεν εξετάζουμε την ιστορία μοιρολατρικά. Στην ταξική πάλη δεν υπάρχουν αναπόφευκτες ήττες ή νίκες. Υλικές, πνευματικές και ηθικές δυνάμεις συγκρούονται και οι ισχυρότεροι νικούν τις πιο αδύναμες. Τον Ιανουάριο του 1919, αν και σε θανάσιμο κίνδυνο η Ρωσική Επανάσταση στην πάλη της με την αντίδραση έφτασε το απόγειο της δυναμικής της να επεκτείνεται και να δημιουργεί. Η Ουγγαρία, οδηγούνταν προς τη σοβιετική κυριαρχία. Το επαναστατικό κίνημα ήταν σε άνοδο στην Ιταλία. Στα νικηφόρα κράτη είχε πραγματοποιηθεί αποστράτευση: ένοπλοι εργάτες επέστρεφαν από τα χαρακώματα και με βία περιόριζαν την πανίσχυρη οργή τους, παντού η φοβισμένη, δειλή μπουρζουαζία που είχε μείνει πίσω υποχώρησε μπροστά τους. Η προλεταριακή Γερμανία επιθυμούσε να πραγματοποιήσει το πρόγραμμα της κοινής ιδιοκτησίας, να ακολουθήσει το μεγάλο Ρώσικο παράδειγμα. Είχε ακόμα τέσσερα αξιομνημόνευτα μυαλά: το Φράνς Μέρινγκ, ένα διανοούμενο και ένα τολμηρό στοχαστή που αποτελούσε την καρδιά της ομάδας Σπάρτακος, το Λέο Τίκο (Γκοχίγκες), τον καλύτερο υπό τους οργανωτές, τους πιο ικανούς συνωμότες, τον Καρλ και τη Ρόζα. Η προλεταριακή Γερμανία μπορούσε να είχε νικήσει.
Η αστική και η σοσιαλιστική αντεπανάσταση χτύπησε τους τρεις από αυτούς τους διανοούμενους. Τότε ο γέρος Φράνς Μέρινγκ πέθανε στο ξαφνικό μαύρο απελπιστικό λυκόφως της ήττας. Η σοσιαλδημοκρατία κατάλαβε πολύ καλά ότι η τάξη που είχε αποκεφαλιστεί οδεύει προς την ήττα. Οι δολοφόνοι της ολοκλήρωσαν το έργο της εξαχρείωσης που είχε αρχίσει με την προδοσία του SPD. Αν αντί γι’ αυτό είχε πραγματοποιήσει το πιο θεμελιώδες σοσιαλιστικό καθήκον της, τί μέλλον θα άνοιγε για την εργατική τάξη της Ευρώπης, σίγουρα μετά από σκληρή πάλη. Το ζοφερό παρόν όμως λειτουργεί για να επιβραδύνει και να παρατείνει! Αν σκεφτούμε αυτό την ημέρα του Καρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Πρέπει να θυμόμαστε τι είναι ικανός ο εχθρός να κάνει. Στο έγκλημα της 15ης Ιανουαρίου του 1919, υπάρχει ένα μεγάλο ιστορικό μάθημα.
Υποσημειώσεις:
(1) Η Ένωση Σπάρτακος (γερμ., Spartakusbund, Σπάρτακουσμπουντ), γνωστή και ως Σπαρτακιστική Ομοσπονδία, ή απλά Σπαρτακιστές ήταν ένα αριστερό Μαρξιστικό επαναστατικό κίνημα που δημιουργήθηκε στη Γερμανία κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Το κίνημα ονομάστηκε έτσι από τον Σπάρτακο, ηγέτη της μεγαλύτερης εξέγερσης δούλων της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Ιδρύθηκε από τον Καρλ Λίμπκνεχτ, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, την Κλάρα Ζέτκιν, και άλλους.
(2) Ο Βικτόρ Σερζ (30 Δεκεμβρίου 1890 – 17 Νοεμβρίου 1947), ψευδώνυμο του Βίκτορ Λβόβιτς Κιμπάλτσιτς (ρωσ.: Ви́ктор Льво́вич Киба́льчич), ήταν Ρώσος επαναστάτης και γαλλόφωνος συγγραφέας και ιστορικός. Στην αρχή αναρχικός, έγινε μέλος του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος μετά την άφιξή του στην Πετρούπολη τον Ιανουάριο του 1919 και εργάστηκε για τη νεοσύστατη Κομιντέρν ως δημοσιογράφος, εκδότης/επιμελητής, μεταφραστής αλλά και ως πράκτορας. Έγραψε αφθονότατα πολιτικά άρθρα αλλά θα μείνουν τα μυθιστορήματά του. Και οι «Αναμνήσεις ενός επαναστάτη», ένα σχεδίασμα αυτοβιογραφίας που άρχισε να το επεξεργάζεται δέκα χρόνια πριν πεθάνει αλλά δεν πρόφτασε να το τελειώσει, είναι μια συναρπαστική αφήγηση, όχι μόνο χάρη στο λογοτεχνικό ταλέντο του συγγραφέα αλλά και επειδή το υλικό είναι πολύτιμο.