Όπως και οι μάγοι, συνεχίζουμε να πιστεύουμε πως αν εκφωνήσουμε την κατάλληλη λέξη (άμπρα – κατάμπρα) την κατάλληλη στιγμή όλα θα παν καλύτερα»
Αν δεν υπήρχαν οι ευχές, ίσως ο κόσμος να ’ταν καλύτερος. Διότι η ευχή υποκαθιστά τη συγκεκριμένη πράξη ή ενέργεια «για κάτι το καλύτερο» με μια άνευ νοήματος μαγική επίκληση για το «καλώς έχειν των πραγμάτων». (Η παμπάλαια ομηρική λέξη «ευχή» είναι σύνθετη, και παράγεται από το «ευ» και το «έχω». Συνεπώς, ευχή σημαίνει «έχειν καλώς», και κατά προέκταση «επιθυμία για το έχειν καλώς» των ανθρώπων και των πραγμάτων).
Όμως παρά την αρχαιότητα των ευχών, ο κόσμος συνεχίζει να «έχει κακώς» κι αυτό σημαίνει πως οι ευχές αποδείχτηκαν ολικά ανεπαρκείς για την τακτοποίηση των κακώς κειμένων.
Ωστόσο, όλες οι γλώσσες είναι κατάφορτες από ένα ατέλειωτο ευχολόγιο, πράγμα που σημαδεύει επίμονα τον άνθρωπινο πόθο για κάτι το καλύτερο. Δηλαδή, ο ρόλος της ευχής σταματάει στην κατάδειξη της επιθυμίας για ευτυχία, χωρίς βέβαια να υποδεικνύει κανέναν τρόπο για την επίτευξή της.
Η ευχή είναι μια έννοια όχι απλά μεταφυσική αλλά πρωτόγονα μαγική, που παραπέμπει στη «συμπαθητική μαγεία», δηλαδή στην πίστη του πρωτόγονου ανθρώπου πως είναι αρκετό να αναπαραστήσεις μια πράξη ή να εκφωνήσεις με ειδικό τρόπο το όνομα ενός πράγματος, κι αυτή η πράξη ή αυτό το πράγμα θ’ αποκτήσουν αυτόματα υπόσταση.
Αν δεν υπήρχαν οι ευχές, ίσως ο κόσμος να ’ταν καλύτερος. Διότι η ευχή υποκαθιστά τη συγκεκριμένη πράξη ή ενέργεια «για κάτι το καλύτερο» με μια άνευ νοήματος μαγική επίκληση για το «καλώς έχειν των πραγμάτων» Παίρνουμε και δίνουμε ευχές με μια απίθανη ευκολία.
’Αλλωστε, οι ευχές δε στοιχίζουν τίποτα, σε αντίθεση με τα δώρα που πρέπει να τα αγοράσει κανείς. (Τόσο το δώρο όσο και η ευχή λειτουργούν ψυχολογικά με τον ίδιο ακριβώς μαγικό τρόπο. Τούτη τη μαγική λειτουργία του δώρου θα τη δούμε μια άλλη φορά).
Η ευχητική δοσοληψία, καθώς και η δωροληψία, είναι μια υπόθεση καθημερινή, αλλά στις γιορτές έχουμε πάντα ένα ευχολογικό και δωροληπτικό «μπουμ». Διότι οι εορταστικές ημέρες έχουν μια «ιδιαιτερότητα», επίσης μαγικής τάξεως: Παρόλο που κι αυτές οι ημέρες έχουν εικοσιτέσσερις ώρες, παρόλο που κουβαλούμε και σ’ αυτές τα καθημερινά-μας βάσανα, παρόλο που η δυστυχία-μας λόγω ανεργίας ή από άλλα αίτια διογκώνεται ψυχολογικά αυτές τις μέρες εξαιτίας της απαίτησης για ευτυχία που επιβάλλει η ίδια η έννοια της γιορτής, παρόλα αυτά τα πολύ πεζά πράγματα, συνεχίζουμε να πιστεύουμε αφελώς πως η μαγική ευχή στο μαγικό περιβάλλον της γιορτής θα λειτουργήσει με πολλαπλάσια ένταση.
Δηλαδή, όπως και οι μάγοι, συνεχίζουμε να πιστεύουμε πως αν εκφωνήσουμε την κατάλληλη λέξη (άμπρα – κατάμπρα) την κατάλληλη στιγμή όλα θα παν καλύτερα. Μόλις περάσει η γιορτή διαπιστώνουμε με αφελή έκπληξη πως τίποτα δεν πήγε καλύτερα, αλλά αυτό δε μας εμποδίζει καθόλου να περιμένουμε την επόμενη γιορτή, όπου η πανάρχαιη πράξη της «συμπαθητικής μαγείας» θα επαναληφτεί για μυριοστή φορά και πάλι επί ματαίω.
Όπως και οι μάγοι, συνεχίζουμε να πιστεύουμε πως αν εκφωνήσουμε την κατάλληλη λέξη (άμπρα – κατάμπρα) την κατάλληλη στιγμή όλα θα παν καλύτερα Μ’ αυτά και μ’ άλλα, ο βίος-μας τελειώνει κάποτε, και στο χείλος του τάφου φωνάζουμε τον παπά να «διαβάσει» για λογαριασμό μας, αφού εμείς δεν μπορούμε να διαβάσουμε πια, την τελευταία ευχή για τη σωτηρία μας.
Μιας και οι ευχές δε μας ωφέλησαν σε τούτη τη ζωή, ας μας συνοδεύσουν τουλάχιστον στην άλλη, όπου είναι η πραγματική-τους θέση. Καθημερινά κολυμπάμε στο ευχητικό πέλαγος μιας ευκταίας ευτυχίας, που όλο κινάει να ’ρθει και ποτέ δε φτάνει. Και πώς να φτάσει με μαγικές επικλήσεις εκ του ασφαλούς και χωρίς αγώνα;
Η ευτυχία δεν είναι «εκ του Θεού», είναι «εκ των ανθρώπων». Πράγμα που το ξέρουν όλοι εκτός απ’ τους παπάδες και τους περί αυτούς που κατάφεραν ν’ ανταλλάξουν ταχυδακτυλουργικά την επίγεια δυστυχία-τους με την προσδοκώμενη ουράνια ευτυχία. Όμως , οι νορμάλ άνθρωποι γνωρίζουν πως ο ξορκισμός των «κακών πνευμάτων» επί της γης είναι υπόθεση περισσότερο επείγουσα απ’ τον ξορκισμό των «κακών πνευμάτων» στον ουρανό.
Και γι’ αυτό, κάνουν ευχές πριν καταλήξουν στις προσευχές. Καθημερινά κολυμπάμε στο ευχητικό πέλαγος μιας ευκταίας ευτυχίας, που όλο κινάει να ’ρθει και ποτέ δε φτάνει. Και πώς να φτάσει με μαγικές επικλήσεις εκ του ασφαλούς και χωρίς αγώνα; Η προσευχή είναι κι αυτή μια ευχή αλλά κατευθυνόμενη «προς»: το Θεό, τον Άγιο και γενικότερα προς μια «δύναμη» απρόσωπη και ασαφή. Και ακριβώς το απρόσωπο του παραλήπτη της προσευχής είναι που μας υποχρεώνει να τον στοχεύουμε πολύ προσεχτικά, προκειμένου να πετύχουμε τον αέναα κινούμενο στόχο.
Για τον ίδιο λόγο η ευχή-μας, αν θέλουμε να πάρει το πρόθεμα «προς» και να μετατραπεί σε προσευχή, πρέπει να εκτοξευτεί με πάρα πολύ μεγάλη δύναμη. Η αραιή «ψυχική ενέργεια» της ευχής είναι εντελώς ακατάλληλη για έναν τέτοιο σπουδαίο σκοπό. Συνεπώς πρέπει να πυκνώσουμε τούτη την ενέργεια με την άσκηση και αν δεν μπορούμε να το πετύχουμε μόνοι-μας δεν έχουμε παρά να συμβουλευτούμε επί του θέματος τις οδηγίες του Ιγνάτιου Λογιόλα, που έγραψε σχετική πραγματεία υπό τον τίτλο «Πνευματικές ασκήσεις» προς χρήση των Ιησουιτών μοναχών, αυτών που δια της Ιεράς Εξετάσεως παλούκωσαν ουκ ολίγους ανίκανους να προσευχηθούν με τον αρμόζοντα τρόπο. Είδαμε, λοιπόν, πως η ευχή και η προσευχή είναι το ίδιο πράγμα. Η διαφορά έγκειται μόνο στον παραλήπτη της μαγικής επίκλησης:
Η ευχή απευθύνεται σε ανθρώπους, η προσευχή σε θεούς και πνεύματα άμεσα εξαρτημένα απ’ αυτούς. Φυσικά, πρέπει να τροποποιήσει κανείς το περιεχόμενο της μαγικής επίκλησης, για να μην μπερδευτούν οι παραλήπτες: Αν η προσευχή δεν είναι κατάλληλα διαμορφωμένη μπορεί να εκληφθεί ως ευχή και να την εισπράξει κατά λάθος κάποιος άνθρωπος. Σε μια τέτοια απευκταία περίπτωση, θα διαπράξουμε το αμάρτημα της ειδωλωλατρείας ή προσωπολατρείας, πράγμα που είναι το ίδιο σε τελική ανάλυση.
H ευχή και η προσευχή είναι το ίδιο πράγμα. Η διαφορά έγκειται μόνο στον παραλήπτη της μαγικής επίκλησης: Η ευχή απευθύνεται σε ανθρώπους, η προσευχή σε θεούς και πνεύματα άμεσα εξαρτημένα απ’ αυτούς Το «καλημέρα», «καλησπέρα» και τα συναφή, καθώς και το «μπάι μπόι», «τσιάο», «αλό» και οι ανάλογοι ξενόγλωσσοι βαρβαρισμοί που πλούτισαν το ήδη πλούσιο ευχολόγιο της ελληνικής γλώσσας, δεν είναι παρά κοινές και καθημερινές ευχές —τόσο κοινές και καθημερινές που έχασαν πια το αρχικό μεταφυσικό-τους περιεχόμενο και μετατράπηκαν σε σκέτους ήχους.
Έτσι το «καλημέρα», για παράδειγμα, δε σημαίνει ακριβώς «σας εύχομαι μίαν καλή ημέραν» αλλά «σας είδα»: Λέμε σε κάποιον «καλημέρα» για να δηλώσουμε, απλώς, πως βρίσκεται εδώ και λίγη ώρα εντός του οπτικού-μας πεδίου, ότι δηλαδή η παρουσία-του δεν πέρασε απαρατήρητη, πράγμα που θα ήταν απρέπεια.
Όσο για την «καλή σου μέρα», γνωρίζουμε από πείρα πως το καλό ή το κακό της ημέρας του κυρίου που χαιρετίσαμε είναι τελείως άσχετο απ’ την ευχή μας. Άλλωστε, τίποτα δεν αποκλείει ο εν λόγω κύριος να βρεθεί κάτω απ’ τους τροχούς ενός αυτοκινήτου αμέσως μετά την ευχή-μας —και παρά την ευχή-μας. Ακόμα, όλοι ξέρουμε από οδυνηρή εμπειρία πως είναι κουτό να λες καλημέρα και να το εννοείς, όταν και ο χαιρετών και ο χαιρετώμενος εισπνέουν το γνωστόν αθηναϊκόν νέφος, η καταστροφική ύπαρξη του οποίου απέχει άπειρες ρυπαντικές μονάδες απ’ την αρχική μεταφυσική αφετηρία της ευχής. Η απομεταφυσικοποίηση λοιπόν όλων των ευχών είναι ένα γεγονός.
Οι ευχές έχουν μετατραπεί σε κενούς τύπους ευγένειας, που ωστόσο διατηρούν αταβιστικά ένα μέρος από το αρχικό μεταφυσικό-τους περιεχόμενο, έτσι για να μην ξεχνάμε τον πρωτογονισμό-μας. Πάντως καλό είναι, τώρα στους πεζούς καιρούς-μας, για έγκυρες και αποτελεσματικές ευχές να καλείτε τον παπά.
Αυτός, εκτός από το Ευχολόγιο (βιβλίο ιερό με ξόρκια δια πάσα νόσον και πάσα μαλακίαν) διαθέτει και το δυστυχώς παρακμασμένο Ευχέλαιον, που είναι ένα από τα εφτά μυστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Πρόκειται όντως για ένα πολύ μυστηριώδες μυστήριο, μιας και σ’ αυτό η ευχή και το λάδι αποτελούν αμάλγαμα πολύ μεγάλης μαγικής δύναμης. Αν ούτε το Ευχέλαιο λύσει το επίμονο πρόβλημά σας, τότε δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν: Είτε το πρόβλημά σας είναι τάξεως ψυχολογικής, οπότε θα χρειαστείτε ψυχίατρο — ψυχαναλυτή, είτε είναι τάξεως κοινωνικής, οπότε θα χρειαστεί να εγγραφείτε στο συνδικάτο ή σε κάποιο κόμμα.
Κείμενα στο Έθνος – Βασίλης Ραφαηλίδης