τη Δευτέρα το βράδυ είδα στην ΕΡΤ σε μορφή ντοκιμαντέρ την επιστολή που σου απηύθυνε η Γαλλίδα συνεργάτης σου Ελοντί Λελού, με αφορμή τα 7 χρόνια που πέρασαν από τα θάνατό σου, στις 24 Ιανουαρίου 2012.. Μου άρεσε η ιδέα και σκέφτηκα να την μιμηθώ.
Λοιπόν, θέλω να σου πω, ότι δεν βίωσα το πένθος σου όταν έφυγες, δεν αφέθηκα. Κι όπως λένε οι ψυχολόγοι, αν το πένθος δεν το βιώσεις ως το βάθος του, σε στοιχειώνει και γίνεται κάτι σαν εφιάλτης. Έτσι λοιπόν εφτά χρόνια μετά το θάνατό σου έχει γυρίσει μέσα μου.
Μπορεί βέβαια κι ο εφιάλτης να μην προέρχεται από το απωθημένο πένθος, αλλά από τις μαύρες εικόνες που γεμίζουν το κάδρο των ημερών.
Θυμάσαι ασφαλώς πως το χειμώνα του 1990-91, όταν γύριζες στη Φλώρινα το “Μετέωρο βήμα του πελαργού”, ο Αυγουστίνος Καντιώτης και οι μαύροι παπάδες, χτύπαγαν τις καμπάνες της Φλώρινας για να σε εμποδίσουν να γυρίσεις την ταινία, και σε αφόρισαν!…
Αυτά ήταν δραματικά, αλλά και γραφικά. Γελάγαμε με τα καμώματα. Κι εσύ κι εμείς.
Ε, λοιπόν, Θόδωρε Αγγελόπουλε, προχθές την Κυριακή, οι μαύροι αυτοί παπάδες, και κάποιες χιλιάδες άλλοι, ήρθαν στην Αθήνα και διαδήλωσαν στο Σύνταγμα, μαζί με πολλούς καρναβαλιστές, μασκαρεμένους μακεδονομάχους και αρχαίους μακεδόνες – αλλά δεν είχαν τη χαρά και την ανατροπή της Αποκριάς, κατέβηκαν σε πανελλαδική κάλυψη από το σοβαρά κανάλια που δεν θα παίξουν ποτέ το ντοκιμαντέρ σου, ή τις ταινίες σου, με στήριξη και σύμπραξη γνωστών πολιτικών και με τη συνοδεία των υστερικών κραυγών μιας παλιάς αριστερής τραγουδίστριας: “ζήτω η Μακεδονία, ζήτω η Μακεδονία”- μαζί με εξοπλισμένους χρυσαυγίτες, μαζί με έναν φόβο που απλώνεται στη χώρα κι ένα νεοφασισμό που διεισδύει σαν δηλητηριώδες αέριο από τις χαραμάδες της ζωής μας.
Λοιπόν Θόδωρε Αγγελόπουλε, τα σκοτάδια είναι εδώ κι εσύ δεν είσαι. Κι αυτό δεν είναι καλό. Μια κρύα μοναξιά μας περιτριγυρίζει. Γιατί δεν περιμένουμε την επόμενη ταινία σου που θα μας πει και πάλι για το μέλλον, ξύνοντας τις πληγές, παλιές και πρόσφατες, αλλά κοιτώντας πιο πέρα από το τοπίο της ομίχλης που θολώνει το βλέμμα μας.
Όταν είχες γυρίσει τις ταινίες που ονόμασες “Τριλογία της σιωπής”, κι ήταν μόλις το 1988, είχες πει: “Το αίσθημα που είχα από μια ορισμένη εποχή και μετά, ήταν ένα αίσθημα σιωπής. Σαν κάπου να σωπαίνουν σιγά-σιγά όλα. Με την έννοια ότι … – θα το πω με παραδείγματα γιατί νομίζω έτσι θα γίνει πιο κατανοητό: Όταν έφτασα στο Παρίσι για να σπουδάσω δεν προλάβαινα να δω πράγματα που ήθελα να δω και ν’ ακούσω πράγματα που ήθελα ν’ ακούσω. Τόσα πολλά ήταν. Τόσες πολλές οι προτάσεις, αισθητικές, πολιτικές, κοινωνικές, φιλοσοφικές…
Μετά το ’80 ξαναγυρίζοντας έμοιαζε ο ίδιος χώρος να έχει σωπάσει. Κι αυτό δεν είναι δική μου εντύπωση…”
Αλλά Θόδωρε Αγγελόπουλε, συμπλήρωνες την διαπίστωσή σου με ένα είδος επαγγελίας, σσν να μην ήθελες να μας αφήσεις μετέωρους μέσα σ’ ένα παρόν σιωπής, η οποία παράγει πάντα αβεβαιότητα και απογοήτευση.
Καθώς πίστευες στις ανθρώπινες δυνάμεις και στην Αριστερά, στο νέο που γεννιέται κάθε μέρα κι όχι στις νοσταλγίες, έλεγες πως αυτό ο κύκλος της σιωπής θα βρει το σημείο να σπάσει: “Η εντύπωσή μου, λοιπόν, είναι ότι περνάμε ένα διάστημα, μια καμπύλη σιωπής, θα μπορούσε να ονομαστεί περίοδος αναμονής, σα να πρόκειται να γεννηθεί κάτι καινούργιο, που δεν ξέρουμε ακόμα, όμως, τα ακριβή του χαρακτηριστικά. Ας πούμε, ένα καινούργιο όνειρο ή όραμα.
Αυτό που πρόκειται ν’ αντικαταστήσει τη σιωπή η οποία υπάρχει αυτή τη στιγμή”.
Αλλά, από το 1988 έχουν περάσει πάνω από 30 χρόνια, Θόδωρε Αγγελόπουλε, κι η σιωπή συνεχίζεται και το καινούργιο όνειρο δεν έχει εμφανιστεί. Εμείς βέβαια περιμένουμε υπομονετικά τη δικαίωσή σου. Αλλά δεν περιμένουμε μια νέα σου ταινία να μας μιλήσει για το κενό μας, να κάνει μια πρόβλεψη, να δει εκείνα που τα μάτια μας δεν μπορούν να δουν.
Γιατί στις ταινίες σου (και με τις ταινίες σου) μας έβρισκες έναν τόπο να σταθούμε για να δούμε τον κόσμο.
Και νοιώθουμε αβέβαιοι, αμήχανοι, πιο μόνοι.
Σαν να μας άφησες να δεις τι ψάρια πιάνουμε.
Σαν να διάλεξες μια αναχώρηση Θόδωρε Αγγελόπουλε, καθώς ένοιωθες πως ο κόσμος που σε ανάστησε, σε τροφοδότησε και σε ενέπνευσε αποχωρούσε.
Σαν από το 2012, όταν εμείς ζούσαμε την ευφορία μιας άνοιξης των κινημάτων, στις πλατείες, στους δρόμους, στις σκέψεις μας, να είχες δει την επακόλουθη σιωπή.
Το είχες πει εξ άλλου, σαν να ήθελες να μας προειδοποιήσεις, πως σου είναι δύσκολο να κάνεις ταινίες πια, πιο δύσκολο και από την εποχή της δικτατορίας, γιατί τώρα ο αντίπαλος είναι αόρατος, δεν τον βλέπεις και υπάρχει παντού.
Κι επειδή τότε, στο μεγάλο αμφιθέατρο των Χημικών στο Πολυτεχνείο, τόσο γεμάτο από νέους ανθρώπους δεν ξέρω αν είχε ποτέ υπάρξει, μας έλεγες: “Η απουσία που υπάρχει αυτή την εποχή είναι η έλλειψη συλλογικού οράματος (πως τό’ξερες από τότε;) κι αυτό κάνει τα πράγματα να μοιάζουν με σιωπή… Εγώ το όραμα δεν το βλέπω αλλιώς παρά ένα ξετύλιγμα από το ατομικό στο συλλογικό”
Και στο μεταξύ, Θόδωρε Αγγελόπουλε, απ’ όταν έφυγες, ο κόσμος γέμισε πρόσφυγες. Τώρα η Ελλάδα έκανε συμφωνία με την Τουρκία και την ΕΕ, και τους κρατάει κλεισμένους σε hot spot, τους ξαναγυρίζει πίσω, η Ευρώπη κλείνει τα σύνορα – να πάλι τα σύνορα Θόδωρε Αγγελόπουλε, να περνάνε τόσα σύνορα και να είναι πάλι εδώ, όπως έλεγες – η θάλασσα τους πνίγει, η ζωή τους πνίγει και μας πνίγει.
Α, προχθές στη Μυτιλήνη πέθανε κι η γιαγιά Μαρίτσα, που έσωσε κάποια στιγμή την ανθρωπιά μας, το φιλόξενο Δία μας, τον αλληλέγγυο προλετάριό μας, σαν για να μας πει, κι εκείνη, πως μας αφήνει μόνους να τα βγάλουμε πέρα με τις ορδές των αρχαιολατρών που αγνοούν την αρχαιότητα, τον πολιτισμό, τη χώρα μας, τη μικρή τιμιότητα που είναι μεγάλη.
Δεν είδες αναχωρώντας έγκαιρα (;) μια πειθαρχημένη κυβέρνηση με αριστερό όνομα, ένα ακόμα σπασμένο άγαλμα αλλά χωρίς ανάπλου, κι ένα δημοψήφισμα, όπου ο κόσμος ένοιωσε πως μπορεί να σηκώσει το κεφάλι, αλλά αμέσως μετά η κυβέρνηση με το αριστερό όνομα το τσάκισε, και τώρα το υψωμένο κεφάλι σέρνεται κλωτσοσκούφι. Θα σε πλήγωνε αυτό εσένα που έλεγες πως “η κριτική που κάνω μέσα από τις ταινίες μου είναι με το δικαίωμα ενός ανθρώπου δεμένου με την Αριστερά”.
Ε λοιπόν, για τη δική σου Αριστερά τα πράγματα είναι όπως τά ’ξερες κι όσα έχεις πει ισχύουν απολύτως. Λένε τα ίδια, κάνουν τα ίδια και δεν βλέπουν τις ταινίες σου!
Πως να βρουν το νέο συλλογικό όραμα;
Δεν βλέπουν τον εαυτό τους στις εκρήξεις που ακούγονται από το σιωπηλό σου Παρίσι, ούτε σ’ εκείνες που ακούστηκαν πριν κάποια χρόνια στη Αθήνα, και, φοβάμαι, ούτε σ’ εκείνες που θ’ ακουστούν αργά ή γρήγορα κι αλλού. Έχασαν τον τρόπο να βλέπουν και να ακούν;
Λοιπόν, πρέπει να ξέρεις πως μας λείπεις, πιο πολύ από ποτέ. Θυμάμαι τον ποιητή που αναχώρησε, δεν ήθελε να σηκώσει άλλο το βάρος της ήττας, ήταν μεγάλος πια, που να σταθεί, τι να πιστέψει! Ζήτησε να μείνει ήσυχος, να αποσυρθεί στην αιώνια σιωπή του και στην αιώνια προσδοκία των ποιημάτων του.
Εσύ ήσουν από μια επόμενη γενιά. Συνέχισες να κάνεις ταινίες. Έπρεπε να σπάσεις και να μεταφέρεις το άγαλμα του Λένιν από το Δούναβη στη δύση, να βρει εκεί τις δυνάμεις που θα το … Συναρμολογήσουν, άραγε; (“Αυτή η σπουδαία σύλληψη των ανθρώπων, αυτή η πολύ μεγάλη ιδέα για έναν κόσμο δικαιοσύνης, ο Λένιν, όσα έγιναν…”, έλεγες).
Έπρεπε να μιλήσεις ξανά για το νόημα της ζωής και των λέξεων, και την αιωνιότητα συν μια ακόμη μέρα που αξίζει να τη ζήσεις.
Έπρεπε να μιλήσεις για τους νέους δρόμους που αναζητεί η Ελένη στη σκόνη του χρόνου.
Έπρεπε να μιλήσεις για την κρίση, για τους πρόσφυγες και τις καινούργιες διαδρομές της θάλασσας και των ονείρων.
Αλλά έπρεπε και να σιωπήσεις, έτσι και τόσο, που να μην ταράζουν τη σιωπή σου οι απαιτήσεις μας;
Αλλά, εμείς, Θόδωρε Αγγελόπουλε, το ζούμε σαν ορφάνια αυτό. Σα να μας λείπει η μάνα μας όταν γυρίζουμε σπίτι απ’ το σχολείο, ποιος θα μας βάλει να φάμε, ποιος θα μας σκεπάσει τη νύχτα, ποιος θα μας δώσει θάρρος, ποιος θα μας πει μια ιστορία για να πορευτούμε;
Όταν, Θόδωρε Αγγελόπουλε διαβάσεις το γράμμα, μη το πάρεις ως απόγνωση, μη στάξει δάκρυ στο ποτήρι σου, γιατί να ξέρεις, αν και δεν έχουμε πολλές υποσχέσεις να σου δώσουμε, έχουμε μια: θα κάνουμε ό,τι μπορούμε, παρ’ όλο που ό,τι μπορούμε είναι λιγότερο χωρίς εσένα.
Αλλά και πάλι όχι, όχι. Ξέρω τι θα απαντούσες αν άκουγες μια τέτοια νοσταλγία. Θα μας ξαναθύμιζες πως δεν μπορείς να δει κανείς το μέλλον χωρίς αυτό που γεννιέται στο παρόν. “θα γυρίσω με άλλα ρούχα και με άλλο όνομα, αλλά θα με γνωρίσεις”.
Θα θύμιζες το “Μελισσοκόμο” που στην τελική του πράξη έστελνε σήματα στη γη. Κι αυτό είναι πάντα μια νέα γέννηση και μια καινούργια προσδοκία.
Και, φαντάζομαι, θα μας συμβούλευες, αντί να νοσταλγούμε τις παλιές ωραίες μέρες και τους παλιούς ωραίους ανθρώπους τους, να αναζητήσουμε τους άλλους και τους εαυτούς μας, το “ξετύλιγμα από το ατομικό στο συλλογικό”, ν’ ακούσουμε τη “βουή του δρόμου” όπως έλεγες.
Δηλαδή να δούμε τις δυνάμεις της εποχής μας κι ό,τι γεννιέται σ’ αυτήν την “περίοδο αναμονής”.