Πηγή: Info-war 8/7/2021

Του Ανδρέα Κοσιάρη

Οι δυνάμεις των ΗΠΑ εγκατέλειψαν την αεροπορική βάση στο Μπάγκραμ του Αφγανιστάν στις 3 τα ξημερώματα της περασμένης Παρασκευής λίγο-πολύ σαν κλέφτες. Δεν ειδοποίησαν ποτέ τον Αφγανικό στρατό που επρόκειτο να αναλάβει τη διαχείριση της βάσης και φεύγοντας, έκοψαν το ρεύμα, δίνοντας την ευκαιρία σε έναν μικρό στρατό από πλιατσικολόγους να μπουκάρει και να λεηλατήσει ό,τι μπορούσε.

Η «αποχώρηση» αυτή είναι συμβολικά ενδεικτική ολόκληρης της 20ετούς παρουσίας του αμερικανικού στρατού στο Αφγανιστάν. Είκοσι χρόνια από τότε που εισέβαλαν στη χώρα, φαινομενικά για να διαλύσουν τους Ταλιμπάν λόγω της υποστήριξής τους στην Αλ Κάιντα του Οσάμα Μπιν Λάντεν, οι Αμερικανοί αφήνουν τη χώρα όπως άφησαν και τη βάση του Μπάγκραμ. Λεηλατημένη, διαλυμένη και με τους Ταλιμπάν σε ίσως οριακά πιο ισχυρή θέση.

Η βάση του Μπάγκραμ ήταν δημιούργημα του Σοβιετικού στρατού τη δεκαετία του 1950. Οι Αμερικανοί την ανακατασκεύασαν και την επέκτειναν, κάνοντάς τη κέντρο των επιχειρήσεών τους στη χώρα. Από το Μπάγκραμ σηκώνονταν τα βομβαρδιστικά που έριχναν τόνους βομβών σκοτώνοντας μαχητές των Ταλιμπάν αλλά και εκατοντάδες χιλιάδες αμάχους.

Δίπλα στη βάση του Μπάγκραμ λειτουργούσε και το Κέντρο Κράτησης Παργουάν, όπου χιλιάδες «ύποπτοι» κρατήθηκαν και ανακρίθηκαν με αυτό που το αμερικανικό newspeak αποκάλεσε «βελτιωμένες τεχνικές ανάκρισης» — δηλαδή, βασανιστήρια. Ξυλοδαρμοί, επιθέσεις με σκυλιά, αλυσοδέσεις σε τοίχους και ταβάνια, σεξουαλικοί εξευτελισμοί, στέρηση ύπνου, ήταν μερικές μόνο από τις «τεχνικές» που συχνά οδηγούσαν στον θάνατο του «υπόπτου».

Αν τέτοιου είδους «τεχνικές» σας φαίνονται ασύμβατες με έναν «πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας» και μάλλον τρομοκρατικές στη φύση τους, θα πρέπει να σας θυμίσουμε και ότι η παρουσία των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν ξεκίνησε με μία σφαγή.

Στα τέλη του 2001, λίγες εβδομάδες έπειτα από την εισβολή, περίπου 1500-2000 αιχμάλωτοι μαχητές των Ταλιμπάν που είχαν παραδοθεί στις δυνάμεις των ΗΠΑ και τους ντόπιους συμμάχους τους, εκτελέστηκαν δια πυροβολισμών και δια ασφυξίας μέσα σε κοντέινερ, στην έρημο Νταστ-ε Λέιλι στον βορρά της χώρας. Οι εκτελέσεις διαπράχθηκαν από τις δυνάμεις του (σήμερα) στρατάρχη Αμπντούλ Ρασίντ Ντοστούν, με μάρτυρες να κάνουν λόγο για επίβλεψη των αμερικανικών δυνάμεων στη σφαγή. Ο Ντοστούν θα γινόταν στέλεχος της στηριζόμενης από τις ΗΠΑ κυβέρνησης του Χαμίντ Καρζάι και αντιπρόεδρος της χώρας από το 2014 έως το 2020.

Οι ΗΠΑ ξόδεψαν περίπου 143 δισεκατομμύρια δολάρια για την «ανακατασκευή» του Αφγανιστάν σε αυτά τα 20 χρόνια, ποσό μεγαλύτερο (έπειτα από προσαρμογή στον πληθωρισμό) από τα χρήματα που δόθηκαν στην Ευρώπη μέσω του σχεδίου Μάρσαλ στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Μηδαμινό ποσοστό από αυτά τα χρήματα κατέληξε να βελτιώσει τις ζωές των Αφγανών. Η συντριπτική πλειοψηφία χρηματοδότησε κυβερνήσεις-μαριονέτες, διεφθαρμένους πολέμαρχους και στρατάρχες, χωρίς κανένα αντίκρυσμα στον υποτιθέμενο «κύριο στόχο», την ήττα των Ταλιμπάν.

Άλλωστε πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Οι «κακοί» Ταλιμπάν είχαν εξοπλιστεί από τις ΗΠΑ δυο δεκαετίες και πλέον νωρίτερα, όταν ήταν ακόμα «μαχητές της Ελευθερίας» που αντιστέκονταν στη Σοβιετική εισβολή στη χώρα. Στο διάστημα που ο αμερικανικός στρατός έψαχνε τον Οσάμα Μπιν Λάντεν στα ερημικά βουνά του Αφγανιστάν, αυτός κρυβόταν στο συμμαχικό των ΗΠΑ έδαφος του Πακιστάν, σύμφωνα με αναφορές υπό το άγρυπνο μάτι των μυστικών υπηρεσιών της (συμμαχικής με τις ΗΠΑ, επαναλαμβάνουμε) χώρας. Μετά την «εύρεση» και εκτέλεση του «αρχιτρομοκράτη», οι ΗΠΑ χρηματοδότησαν και εξόπλισαν στοιχεία της υπό διάλυση Αλ Κάιντα, για να τα χρησιμοποιήσουν στους «δι’ αντιπροσώπου» πολέμους τους στην περιοχή.

 

Οι δεδηλωμένοι «στόχοι» της εισβολής στο Αφγανιστάν δεν ήταν ποτέ το πραγματικό κίνητρο των ΗΠΑ. Αν μπορούμε να ξεκαθαρίσουμε στο μυαλό μας έναν πραγματικό στόχο, αυτός θα ήταν η ίδια η χρηματοδότηση του «ατέλειωτου πολέμου». Τρισεκατομμύρια δολάρια ρίχτηκαν με τη σέσουλα σε εταιρείες πολεμικού υλικού, εργολάβους ιδιωτικών στρατών και κατασκευαστικές εταιρείες, στις πιο κερδοφόρες δύο δεκαετίες για το περίφημο «στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα» των ΗΠΑ.

Ένα άλλο κίνητρο των ΗΠΑ ήταν και η πλήρης αποσταθεροποίηση της ευρύτερης περιοχής. Όχι ότι υπήρχε και πολλή σταθερότητα προηγουμένως, πάλι με υπέρμετρο μερίδιο ευθύνης των μεγάλων Δυτικών δυνάμεων. Όμως αρχής γενομένης με τις εισβολές σε Αφγανιστάν και Ιράκ, οι ΗΠΑ εξήγαγαν, φυσικά όχι «δημοκρατία», αλλά τον ατελείωτο πόλεμό τους σε Συρία, Λιβύη, Σομαλία, Υεμένη, στηρίζοντας πάντοτε τα αγαπημένα τους καταπιεστικά καθεστώτα και ανατρέποντας άλλα.

Η «αποχώρηση» των Αμερικανών, σαν κλέφτες που κατέλαβαν ένα σπίτι για μια εικοσαετία, δεν σημαίνει το τέλος των βασάνων των Αφγανών και των λοιπών ανθρώπων της Κεντρικής Ασίας, της Αραβικής χερσονήσου και της Μέσης Ανατολής.

Οι Ταλιμπάν επελαύνουν στο Αφγανιστάν και οι βομβαρδισμοί των ΗΠΑ αναμένεται να συνεχιστούν, απλά από μία «ασφαλέστερη» απόσταση. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ αναζητά άλλες βάσεις σαν το Μπάγκραμ, σε άλλες χώρες της περιοχής, προετοιμαζόμενο να περικυκλώσει την Κίνα όπως περικύκλωσε πιο κοντά μας τη Ρωσία.

Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν μπορεί να εγκαλείται ως «αποτυχημένος» στα άρθρα γνώμης του κυρίαρχου Δυτικού Τύπου. Όμως ήταν αποτυχημένος μόνο αν πάρουμε στα σοβαρά τους επίσημα διατυπωμένους στόχους του. Για τα «θέλω» της στρατιωτικής και βιομηχανικής ελίτ της Δύσης ήταν άκρως επιτυχημένος. Κι ας φεύγουν οι στρατιώτες πια σαν κλέφτες.