Πηγή: nikostereo

Ήταν 3 του Φλεβάρη του 1989, πριν απο 32 χρόνια,  όταν έφυγε από τη ζωή ο Τζον Κασσαβέτης, αυτός ο σημαντικός κινηματογραφιστής του αμερικανικού ανεξάρτητου σινεμά και ένας αδιαμφισβήτητα γνήσιος ανυπότακτος Έλληνας.

Παρά το γεγονός ότι ήταν δημοφιλέστατος ηθοποιός, η πραγματική κληρονομιά του Κασσαβέτη είναι η δουλειά του πίσω από τις κάμερες.

Κι αυτό γιατί ήταν αναμφίβολα ένας από τους πρωτεργάτες του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά, ψάχνοντας τρόπους χρηματοδότησης που θα προσυπέγραφαν τον αδέσμευτο χαρακτήρα των ταινιών του.

Ο ανυπότακτος λοιπόν εικονοκλάστης προκάλεσε τις παραδεδομένες νόρμες για την κινηματογραφική μορφή, την ίδια στιγμή που έβαλε στο στόχαστρο και τον ίδιο τον τρόπο της παραγωγής ταινιών.

Ο πιονέρος λοιπόν της αυτοχρηματοδότησης και της αυτο-διανομής των ταινιών στις κινηματογραφικές αίθουσες θα άνοιγε τον δρόμο για όλους τους κατοπινούς ανεξάρτητους σκηνοθέτες και κινηματογραφιστές, βοηθώντας τους να κόψουν μια και καλή τον ομφάλιο λώρο με την εξάρτηση του Χόλιγουντ και τον ακραίο έλεγχο που ασκεί στην παραγωγή.

 

Για όλους τους παραπάνω λόγους αποφασίσαμε να κάνουμε στην εκπομπή «Μουσική στο Celluloid», ένα ραδιοφωνικό αφιέρωμα στη ζωή του ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτη που θα τα έβαλε με το ίδιο το χολιγουντιανό «κύκλωμα». Πάμε λοιπόν να φωτίσουμε μερικές στιγμές απο τη ζωή του Τζον Κασσαβέτη(ς).

Ο Ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός Τζον Κασσαβέτης είναι ένας από τους πρωτεργάτες του αμερικανικού ανεξάρτητου κινηματογράφου, με ταινίες όπως οι «Σκιές» (1958), «Πρόσωπα» (1968) και «Μια γυναίκα εξομολογείται» (1974). Πνεύμα ανυπότακτο, συγκρούστηκε ως σκηνοθέτης με τα μεγάλα στούντιο του Χόλιγουντ θέλοντας ο ίδιος να έχει τον έλεγχο της δουλειάς του, γι’ αυτό και οι περισσότερες ταινίες του ήταν αυτοχρηματοδοτούμενες. Προτάθηκε τρεις φορές για Όσκαρ, από ένα για κάθε ιδιότητά του.

 

Από τη Ν. Υόρκη στη Λάρισα

Ο Τζον Κασσαβέτης γεννιέται στις 9 Δεκεμβρίου 1929 στη Νέα Υόρκη, στην εποχή του μεγάλου οικονομικού «κραχ», ως ο νεότερος από τους δύο γιους των ελλήνων μεταναστών Νικόλα και Κατερίνα Κασσαβέτη. Πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Λάρισα, όπου κατέφυγε η οικογένειά του τα χρόνια της μεγάλης ύφεσης, ενώ στην ηλικία των έξι ετών μιλούσε μόνο ελληνικά. Δεν ήταν ποτέ καλός μαθητής, αγαπούσε τα σπορ και στο σινεμά τον ξετρέλαιναν οι ταινίες του Τζέιμς Κάγκνεϊ. Πήγε σε διάφορα κολέγια χωρίς κανένα να του κινήσει την επιθυμία να συνεχίσει τις σπουδές του. Κάποια στιγμή αποφάσισε να δώσει εξετάσεις στην American Academy of Dramatic Arts, βλέποντας ότι θα είναι κοντά σε πολλές όμορφες κοπέλες. Παραδόξως εκεί θα έβρισκε τη γυναίκα της ζωής του, μία πανέμορφη ξανθιά κοπέλα, κόρη ενός πολιτικού από το Ουισκόνσιν, την Τζίνα Ρόουλαντς, την οποία παντρεύτηκε το 1954, αμέσως μετά την αποφοίτησή του.

«Σκιές» και Βενετία

Ο Κασσαβέτης θα έπαιρνε την πρώτη του σημαντική δουλειά στην τηλεόραση στην πετυχημένη σειρά «Omnibus» και πιο συγκεκριμένα στην ενότητα της «Paso Doble», όπου έπαιξε σε πάνω από 80 επεισόδια, ενώ άρχισαν να καταφθάνουν και οι πρώτες προτάσεις από το Χόλιγουντ. Γρήγορα απέκτησε και τη φήμη του καβγατζή, μαλώνοντας με σκηνοθέτες, σεναριογράφους και κυρίως τους παραγωγούς. Η Τζίνα Ρόουλαντς την ίδια εποχή τα πήγαινε πολύ καλά στο θέατρο και, εκμεταλλευόμενος τη φήμη της, ανοίγει ένα στούντιο για άνεργους ηθοποιούς. Στο εργαστήρι αυτό γεννήθηκε και το πρώτο του φιλμ «Σκιές», μία ταινία που πραγματοποίησε με την οικονομική ενίσχυση της οικογένειας και των φίλων του και ίσως η πρώτη ανεξάρτητη παραγωγή στις ΗΠΑ. Μέσα από αυτοσχεδιασμούς νεαρών ηθοποιών, αφηγείται τη ζωή τριών Αφροαμερικανών αδελφών στο διανοουμενίστικο Μανχάταν. Με την κάμερα στο χέρι, μεγάλο ασπρόμαυρο κόκκο και με αθάνατα κομμάτια του Μίνκους ως μουσική υπόκρουση, γίνεται γνωστός στη Νέα Υόρκη, στα κλαμπ, στα στέκια διανοούμενων.

Το 1959 είναι μια κομβική χρονιά για το μέλλον του, καθώς μπαίνει στους κόλπους των διασημοτήτων παίζοντας τον ντετέκτιβ-πιανίστα Τζόνι Στακάτο, στην ομότιτλη σειρά του NBC.

Έτσι, οι «Σκιές», που είχαν γνωρίσει μόνο οι «κουλτουριάρηδες» της Νέας Υόρκης, παίζονται στο Λονδίνο, ενώ ενθουσιάζουν κοινό και κριτικούς και βραβεύονται στο Φεστιβάλ της Βενετίας και στη συνέχεια διανέμονται στην Αμερική με βρετανική διανομή, ως φιλμ εισαγωγής, γιατί ο Κασσαβέτης δεν κατάφερε να βρει διανομέα για το αμερικανικό κοινό.

Όπως συμβαίνει ορισμένες φορές με τους πρωτοπόρους της Αμερικής, ειδικά στην τέχνη, η καταξίωση έρχεται από την Ευρώπη και μετά επιστρέφει πίσω. Ο Κασσαβέτης είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ανάλογων περιπτώσεων, καθώς η Ευρώπη υποχρέωσε την Αμερική να τον ανακαλύψει και στο τέλος να τον αποδεχθεί.

Η σύγκρουση με τον Στάνλεϊ Κράμερ

Οι ιθύνοντες της Paramount, που τους έχει εντυπωσιάσει και πιστεύουν ότι ο Κασσαβέτης έχει αρχίσει να μπαίνει στα κοστούμια του Χόλιγουντ, τον καλούν να γυρίσει το δράμα «Όταν ο πόθος προστάζει» (1961), αλλά για μία ακόμη φορά το ευρύ κοινό της Αμερικής τού γυρνάει την πλάτη. Η ταινία είναι εισπρακτική αποτυχία και η Paramount λύνει το συμβόλαιο μαζί του αμέσως.

Αν και ακατανόητο, τον επόμενο χρόνο η United Artists τον καλεί να σκηνοθετήσει το κοινωνικό δράμα «Το παιδί μας σε περιμένει», ένα φιλμ για τη ζωή των αυτιστικών παιδιών, με την Ρόουλαντς, τον Μπαρτ Λάνκαστερ και την Τζούντι Γκάρλαντ. Παρά τους δισταγμούς του, ο Κασσαβέτης, που γνωρίζει από πρώτο χέρι τι σημαίνει μεγάλο στούντιο, δέχεται. Ο σκηνοθέτης και μεγαλοπαραγωγός Στάνλεϊ Κράμερ (παρότι εκφραστής ενός κοινωνικού σινεμά, αλλά πάντα ένας «παίχτης» των μεγάλων στούντιο) του αφαιρεί το δικαίωμα να μοντάρει την ταινία του και ο Κασσαβέτης συγκρούεται με σφοδρότητα μαζί του, θέτοντας εαυτόν εκτός των μεγάλων στούντιο του Χόλιγουντ. Μετά την επίδειξη ισχύος από τα στούντιο, ο Κασσαβέτης θα μείνει σπίτι, θα κοιτάξει τα παιδιά του και θα αρχίσει το γράψιμο. Για δύο χρόνια γράφει συνεχώς, από σενάρια και θεατρικά μέχρι μυθιστορήματα.

 

Από τον Πολάνσκι στα «Πρόσωπα»

Αν και η θεματολογία και η σκηνοθετική του άποψη δεν ταίριαζε με το μοτίβο της πλειοψηφίας των αμερικανικών ταινιών, ο Κασσαβέτης ηταν αποφασισμένος να κάνει κι άλλες ταινίες και έτσι επέστρεψε στην υποκριτική.

Ένας παλιός του γνώριμος, ο συνεργάτης του στην παραγωγή των «Σκιών» Μακέντρι, του προτείνει να γυρίσει τα «Πρόσωπα». Τα γυρίσματα κρατούν έξι μήνες και το μοντάζ τρία χρόνια! Στη διάρκεια της περιπέτειας του μοντάζ, θα παίξει σε μερικές ταινίες, ενώ θα προταθεί για το Όσκαρ Β΄ Ανδρικού Ρόλου στη γνωστή πολεμική ταινία του Τζον Όλντριτς «Και οι 12 ήταν καθάρματα» (1967). Τον αμέσως επόμενο χρόνο θα γίνει σούπερ σταρ πρωταγωνιστώντας στο θρίλερ «Το Μωρό της Ρόζμαρι» του Ρομάν Πολάνσκι. Τα χρήματα που θα πάρει από την επιτυχία του ως ηθοποιός θα πάνε όλα στην ολοκλήρωση του δικού του φιλμ, ενώ, όπως παραδέχεται και ο ίδιος, περνά τη δημιουργικότερη περίοδο της ζωής του.

Στα «Πρόσωπα», ενώ δίνεται η εντύπωση ότι οι ηθοποιοί αυτοσχεδιάζουν, στην πραγματικότητα υπάρχει ένα σφιχτό και καλογραμμένο σενάριο. Ο Κασσαβέτης ανήκει στους σκηνοθέτες που αγαπούν τους ηθοποιούς και ως εκ τούτου καταφέρνει να βγάλει απ’ αυτούς τον αυθορμητισμό και τις καλύτερες επιδόσεις τους, κόντρα στα στερεότυπα του Χόλιγουντ. Η Ρόουλαντς είναι εκθαμβωτική. Και όμως η ταινία του πάει άκλαυτη στην ειδική προβολή που έγινε στην Καλιφόρνια, για να έρθει και πάλι η Βενετία να του δώσει την ώθηση που χρειάζεται. Επιστρέφει από τη ιταλική πολιτεία των δόγηδων με πέντε βραβεία και η ταινία του γίνεται καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία, ενώ προτείνεται και για το Όσκαρ Σεναρίου.

Αμέσως μετά γυρίζει τη δραματική κωμωδία «Σύζυγοι» προσθέτοντας στο καστ της ταινίας και τα «άτακτα παιδιά» Πίτερ Φολκ και Μπεν Γκαζάρα. Ακόμη μία ανέλπιστη επιτυχία για τον Κασσαβέτη, ο οποίος δεν προδίδει τις αρχές του, χρησιμοποιώντας και ερασιτέχνες ηθοποιούς, ψάχνοντας χρήματα από δω και από κει και βάζοντας υποθήκη το σπίτι του, για να ολοκληρώσει την ταινία του.

Το κοφτερό δράμα του Κασσαβέτη, απολύτως ανεξάρτητο οικονομικά, θα γινόταν τεράστια εισπρακτική επιτυχία, την ίδια στιγμή που ο καλλιτεχνικός του θρίαμβος θα αναγνωριζόταν με δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ (σημαντικό πράγμα για μη χολιγουντιανή δουλειά) και πέντε ολόκληρα βιβλία στη βενετσιάνικη Μόστρα!

Όπως ήταν αναμενόμενο, η επιτυχία της ταινίας θα έφερνε μπόλικα χολιγουντιανά τηλεφωνήματα στον Κασσαβέτη, με τους παραγωγούς να του υπόσχονται απόλυτη ελευθερία κινήσεων, πλήρη έλεγχο των γυρισμάτων και το πολυπόθητο για κάθε σκηνοθέτη του Χόλιγουντ final cut.

Ο «Ευρωπαίος Σκηνοθέτης»

Έχοντας εξασφαλίσει χρήματα από τις συμμετοχές του σε ταινίες, ο Κασσαβέτης μαζί με τη συζηγο του Ρόουλαντς χρηματοδοτούσαν οι ίδιοι τις ταινίες τους. Ο Τζον σκηνοθετούσε και η Τζίνα πρωταγωνιστούσε. Στούντιο ήταν το σπίτι τους και το υπόλοιπο κάστινγκ αποτελούνταν από φίλους ηθοποιούς, που θα πληρώνονταν μετά το τέλος της παραγωγής. Τα γυρίσματα γίνονταν το Σαββατοκύριακο με αποτέλεσμα μια ταινία να χρειάζεται περίπου δύο χρόνια, για να ετοιμαστεί .

Το ανεξάρτητο εγχείρημά του είχε πετύχει, ήταν ώρα λοιπόν για τον Κασσαβέτη να συμβιβαστεί. Αφού συμφώνησε ακόμα και τις παραμικρές λεπτομέρειες με την Universal, ξεκίνησε να δουλεύει το 1971 την ταινία «Μίνι και Μόσκοβιτς», το οποίο και ολοκληρώνεται χωρίς απρόοπτα.

Ο Κασσαβέτης δεν είχε ξεχάσει βέβαια την αγάπη του για την αυτοχρηματοδότηση, επιστρέφοντας στο ανεξάρτητο σινεμά με το αριστούργημά του «Μια Γυναίκα Εξομολογείται» (1974), ταινία που θα έφερνε στη Ρόουλαντς υποψηφιότητα για Όσκαρ Ηθοποιίας. Σειρά είχε κατόπιν το φιλμ νουάρ που σκάρωσε με τον από χρόνια φαν του, Μάρτιν Σκορσέζε, τον «Θάνατο Ενός Κινέζου Μπούκι» (1976), ταινία που δεν κατάφερε να βρει το κοινό της, με προβλήματα να σημειώνονται ακόμη και στη διανομή της.

Την δεκαετία του 1980, ο Κασσαβέτης συνέχισε να εργάζεται ως ηθοποιός αλλά διακατέχοντας πάντα από εναν πετυχημένο πυρετό δημιουργίας

Όταν έρχονται οι «Νύχτες Πρεμιέρας» (1977) και ο Κασσαβέτης ήταν πλέον αναγκασμένος να επιστρέψει στην οικονομική θαλπωρή των μεγάλων χολιγουντιανών στούντιο. Υπογράφει με την Columbia το 1980 για να γυρίσει την «Γκλόρια», με τη σύζυγό του εξαιρετική στον πρώτο ρόλο. Εδώ έρχεται και πάλι η αποθέωση από τη Βενετία, απ’ την οποία θα αποπλεύσει με το Μέγα Βραβείο, ενώ για την «Ερωτική Θύελλα» (1984) θα κερδίσει την Αργυρή Άρκτο στο Βερολίνο. Επίσης, το 1977, θα πρωταγωνιστήσει μαζί με τον Κερκ Ντάγκλας στο εξαιρετικό θρίλερ του Μπράιαν Ντε Πάλμα «Οργισμένος Γίγαντας».

Οι ταινίες αναγνωρίστηκαν στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα ο σκηνοθέτης να αποκτήσει το παρατσούκλι «Ευρωπαίος Αμερικανός». Το έργο του παρέπεμπε στο «νέο κύμα» του Ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Ο Κασσαβέτης ενδιαφερόταν για τις ιστορίες και τα υποσυνείδητα προβλήματα των απλών καθημερινών ανθρώπων, κυρίως της εργατική τάξης. Η γυναίκα αλλά και ο ρόλος του καλλιτέχνη ήταν επίσης κεντρικά σημεία στα έργα του.

«Ο κόσμος έχει ξεχάσει πώς να ταυτίζεται και να ανταποκρίνεται. Αυτό που προσπαθώ να κάνω μέσα από τις ταινίες μου είναι να χτίσω κάτι με το οποίο το ακροατήριο να μπορεί να συνδεθεί», δήλωνε.

 

Η ματιά του ήταν ρεαλιστική, τα πλάνα του κοντινά και το στυλ του παρέπεμπε σε φιλμ ντοκιμαντέρ. Με επιρροές από τον Τζον Φορντ, τον Όρσον Ουέλς και κυρίως τον Φρανκ Κάπρα, συνήθιζε να λέει πως «ίσως δεν υπήρχε Αμερική, ίσως υπήρχε μόνο ο ο Κάπρα»

 
 

Οι περίφημοι αυτοσχεδιασμοί και η «μυική τέχνη»

Από το 1956 ο Κασσαβέτης μαζί με τη Ρόουλαντς έκαναν μαθήματα στο δικό τους εργαστήρι υποκριτικής στη Νέα Υόρκη. Ο Τζον υιοθέτησε τη μέθοδο της «μυικής τέχνης», μία κινησιολογική πρακτική που ήθελε τον ηθοποιό να επαναλαμβάνει συνεχώς τις ίδιες κινήσεις, μέχρι να τις πραγματοποιεί μηχανικά. Σε πολλές ταινίες του χρησιμοποιήθηκε αυτή η υποκριτική μέθοδος, παράλληλα με πολλούς αυτοσχεδιασμούς των ηθοποιών. Αν και ορισμένοι υποστήριξαν ότι ο Κασσαβέτης ποτέ δεν είχε έτοιμο σενάριο για τα έργα του, με αποτέλεσμα οι ηθοποιοί να δρουν αυτόνομα, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Το σενάριο ήταν πάντα γραμμένο, αλλά ο Τζον προτιμούσε οι ηθοποιοί του να έχουν πρωτοβουλία και ελευθερία στην υποκριτική τους.

«Ποτέ δεν σταματούσε το γύρισμα, ό,τι κι αν γινόταν. Αν σου έπεφτε κάτι, απλά συνέχιζες. Αυτή η ελευθερία δυνάμωσε τις φήμες περί αυτοσχεδιασμού», δήλωσε πολύ αργότερα η Τζίνα Ρόουλαντς.

 

«Ο Τζον έγραφε το σενάριο όχι όπως θα έπρεπε να μιλούν οι άνθρωποι, αλλά όπως πραγματικά μιλάνε – αργκό, απλή συζήτηση- έδινε μια τόσο φυσική αίσθηση στις ταινίες του, που οι θεατές νόμιζαν ότι όλοι οι διάλογοι ήταν της στιγμής», έλεγε χαρακτηριστικά.

 

Το Τέλος ενός πρωτοπόρου

Το 1984 διαγνώστηκε με καρκίνο και ο γιατρός του έδωσε έξι μήνες ζωής. Ο Κασσαβέτης διέψευσε τη διάγνωση του γιατρού και παρά τα προβλήματα υγείας συνέχισε να δουλεύει πυρετωδώς.

Τα σοβαρά προβλήματα αλκοολισμού, που τον βασανίζουν για χρόνια, θα του δημιουργήσουν μεγάλα προβλήματα και στη δημιουργική έμπνευση και η ανάθεση της Columbia για το «Big Trouble», με τους Πίτερ Φολκ, Άλαν Άρκιν, Τσαρλς Ντέρνινγκ,και την Μπέβερλι Ντ’ Άντζελο, θα αποτελέσει το κύκνειο άσμα του.

Παρά την κακή κατάσταση της υγείας του, συνεχίζει να εργάζεται πυρετωδώς, με τον ίδιο να στρέφεται στο σανίδι όταν πια δεν μπορούσε να βρει χρηματοδότηση για τα φιλμ του.

Το θεατρικό έργο «Woman of Mystery» θα είναι η τελευταία δουλειά του στο σανίδι, παράσταση που θα κάνει πρεμιέρα στο Λος Άντζελες το 1987.

Πέθανε στις 3 Φεβρουαρίου 1989 από κίρρωση του ηπατος, έχοντας γράψει περισσότερα από 40 σενάρια και χωρίς να τελειώσει την τελευταία του ταινία, «She’s So Lovely». Οχτώ χρόνια αργότερα, την ολοκλήρωσε ο γιος του, Νικ. Ο Τζον Κασσαβέτης απέκτησε με τη γυναίκα του τέσσερα παιδιά και όλα ασχολούνται με τον κινηματογράφο