Πηγή: Katiousa
«Εγώ θα μείνω με τους εργάτες να τραγουδήσω
(…) για των ψαράδων τον ωκεανό,
για το ψωμί των παιδικών μας αηδονιών,
και για την αγροτιά και για τ’ αλεύρι μας,
τη θάλασσα, το ρόδο και το στάχυ,
τους σπουδαστές, τους ναύτες, τους φαντάρους,
για όλους τους λαούς σ’ όλους τους τόπους,
για τη λυτρωτική τη θέληση
των πορφυρών λαβάρων της αυγής.
Πάλεψε πλάι μου, κι εγώ θα σου χαρίσω τα όπλα όλα της ποίησής μου…»
Ο μεγάλος Χιλιανός ποιητής Πάμπλο Νερούδα, από τους μεγαλύτερους ποιητές του 20ού αιώνα, σύνδεσε τη ζωή του και το έργο του με τις αγωνίες και τους αγώνες των εργατών όλου του κόσμου. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νεφτάλι Ρικάρντο Ρέγιες και γεννήθηκε στο Παράλ, στις 12 του Ιούλη 1904.
Μαθητής Γυμνασίου δημοσιεύει ποιήματά του σε εφημερίδες και περιοδικά, με ψευδώνυμα κρυφά από τον πατέρα του που δεν του το επιτρέπει.
Φοιτητής της γαλλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγο, μετέχει στους φοιτητικούς αγώνες.
Το 1923 δημοσιεύει το πρώτο του ποιητικό βιβλίο «Ηλιοβασιλέματα».
Το 1927 μπαίνει στο διπλωματικό Σώμα.
Από το 1934 έως το 1937 είναι διπλωμάτης στην Ισπανία. Παίρνει μέρος στη μάχη του ισπανικού λαού. Το 1937 γράφει την ποιητική συλλογή «Ισπανία στην καρδιά».
Το 1942 και το 1943 γράφει δυο «Τραγούδια αγάπης για το Στάλινγκραντ».
Στις 15 του Ιούλη 1945 οργανώνεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Χιλής, του οποίου εκλέγεται και γερουσιαστής. Διώκεται για τη δράση του, περνάει στην παρανομία και καταφεύγει περιπετειωδώς στην Αργεντινή. Από εκεί φτάνει στο Παρίσι, όπου Πικάσο, Ελυάρ και Αραγκόν φροντίζουν να του δοθεί πολιτικό άσυλο και γαλλικό διαβατήριο.
Το 1948 κι ενώ βρίσκεται στην παρανομία, ο Πάμπλο Νερούδα ολοκληρώνει το μνημειώδες έργο του «Κάντο Χενεράλ», στο οποίο υμνεί τους αγώνες των λαών της Λατινικής Αμερικής, αλλά και των καταπιεσμένων όπου γης.
Το 1950 γίνεται μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης. Επισκέπτεται την ΕΣΣΔ, όπου γνωρίζει σπουδαίους Σοβιετικούς δημιουργούς και τον Τούρκο ποιητή Ναζίμ Χικμέτ. Το 1951 τού απονέμεται το βραβείο Στάλιν.
Από το 1952 έως το 1957 ζει στη Χιλή.
Η σπουδαία τραγουδίστρια, στιχουργός, συνθέτης, συγγραφέας και ποιήτρια Δανάη Στρατηγοπούλου – Χαλκιαδάκη (Δανάη), το 1965 ταξιδεύει για πρώτη φορά στη Χιλή, γνωρίζεται με τον Νερούδα και συνδέονται με βαθιά φιλία. Στη διάρκεια της χούντας των συνταγματαρχών, αυτοεξόριστη στο Σαντιάγο της Χιλής, θα μεταφράσει το μνημειώδες 11τομο «Κάντο Χενεράλ», που βραβεύεται σε διεθνή διαγωνισμό στη ΓΛΔ και αποσπά τα εγκωμιαστικά σχόλια του Γιάννη Ρίτσου. Η Δανάη θα πει για τον Νερούδα: «Είναι ο άνθρωπος που ταυτίστηκε με τον κόσμο της δουλειάς, τον πάντα αδικημένο σ’ αυτόν τον πλανήτη. Και όχι με λόγια. Είναι ο ποιητής, που η ποίησή του δεν είναι καμωμένη από λόγια, αλλά από έργα…».
Στις 11 του Σεπτέμβρη 1973 εκδηλώνεται στη Χιλή αμερικανοκίνητο στρατιωτικό πραξικόπημα, με επικεφαλής τον στρατηγό Αουγκούστο Πινοσέτ. Η νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» ανατρέπεται. Ο σοσιαλιστής Πρόεδρος, Σαλβαδόρ Αλιέντε πέφτει νεκρός στο Προεδρικό Μέγαρο με το όπλο στο χέρι. Με την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος ο Πάμπλο Νερούδα θα γράψει το ποίημα «Σατράπες».
Ο Πάμπλο Νερούδα μετά την εκλογική νίκη της «Λαϊκής Ενότητας» είχε αναλάβει πρέσβης της χώρας του στο Παρίσι. Με επιβαρυμένη υγεία επιστρέφει στη Χιλή τον Γενάρη του 1973. Μια βδομάδα πριν το πραξικόπημα, ο χιλιάνικος λαός τιμά τον ποιητή του, στο Στάδιο του Σαντιάγο. Παρών και ο ίδιος παρά την άσχημη κατάσταση της υγείας του.
Τα γεγονότα που ακολουθούν επιδεινώνουν κι άλλο την υγεία του. Βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό, ενώ η χούντα του αρνείται και την ιατρική περίθαλψη. Θα φύγει από τη ζωή λίγες μέρες αργότερα, στις 23 του Σεπτέμβρη 1973.
Γράφοντας για τον θάνατο του μεγάλου ποιητή, ο Αντόνιο Σκάρμετα σημειώνει:
«Ενώ ψυχορραγούσε, το σπίτι του στην πρωτεύουσα, σε μια πλαγιά του λόφου Σαν Κριστόμπαλ, λεηλατήθηκε. Τα τζάμια καταστράφηκαν και το νερό από τους ανοιχτούς σωλήνες προκάλεσε πλημμύρα. Τον ξενύχτησαν ανάμεσα στα ερείπια.
Η ανοιξιάτικη νύχτα ήταν κρύα και αυτοί που έμειναν άγρυπνοι δίπλα στο φέρετρο ήπιαν απανωτά φλιτζάνια καφέ ως το ξημέρωμα. Γύρω στις τρεις το πρωί, έφτασε εκεί και μια μαυροφορεμένη κοπέλα, αφού σύρθηκε στο λόφο, παραβαίνοντας την απαγόρευση της κυκλοφορίας.
Την άλλη ημέρα, ανάτειλε ένας διακριτικός ήλιος.
Από το Σαν Κριστόμπαλ μέχρι το κοιμητήρι, η πομπή μεγάλωνε, ώσπου, περνώντας μπροστά από τα ανθοπωλεία του σταθμού του Μαπότσο, ένα σύνθημα τίμησε το νεκρό ποιητή και ένα άλλο τον Πρόεδρο Αλιέντε. Οι στρατιώτες κύκλωναν την πομπή με προτεταμένες τις λόγχες.
Γύρω από τον τάφο οι παριστάμενοι τραγούδησαν τη Διεθνή»…
«Ήτανε της τύχης μου να υποφέρω όσα υπόφερα και της τύχης μου να αγωνιστώ όπως αγωνίστηκα, να αγαπήσω και να τραγουδήσω όπως τραγούδησα. Γνώρισα σε διάφορα σημεία της Γης το θρίαμβο και την ήττα, έχω ζωντανή στη μνήμη μου τη γεύση του ψωμιού, αλλά και τη γεύση του αίματος. Τι περισσότερο μπορεί να θέλει ένας ποιητής; Η ζωή μου στάθηκε η ίδια η ποίησή μου και η ποίησή μου υπήρξε το στήριγμα όλων των αγώνων μου. Αν και πολλά βραβεία μού δόθηκαν, κανένα δεν μπορεί να παραβληθεί με το τελευταίο βραβείο. Να είμαι ο ποιητής του λαού μου…» Πάμπλο Νερούδα