Η παραγωγή ενέργειας από διάφορα είδη βιομάζας παρουσιάζεται σαν πανάκεια η οποία πληροί όλες τις επιθυμητές προδιαγραφές: ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, μείωση της ρύπανσης του περιβάλλοντος (των αερίων του θερμοκηπίου και των αποβλήτων), συνεταιριστικές επιχειρήσεις, μείωση του κόστους παραγωγής ηλεκτρικού και χαμηλότερες τιμές ενέργειας. Όμως ο διάβολος βρίσκεται στις λεπτομέρειες, οι οποίες ακυρώνουν πολλά, αν όχι όλα, από τα αναμενόμενα οφέλη. Το μόνο «ανανεώσιμο» που προκύπτει από τη χρήση βιομάζας είναι οι επιδοτήσεις, τις οποίες επωμίζονται οι φορολογούμενοι.
του Μιχάλη Γιαννεσκή στο ThePressProject
Πριν μερικά χρόνια τα φωτοβολταϊκά προωθούνταν ως μια ιδανική – και όντως ανανεώσιμη – μέθοδος για τη μείωση του κόστους ενέργειας. Οι αρχικά γενναιόδωρες επιδοτήσεις των φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων μειώθηκαν σταδιακά και σήμερα μόνο μεγάλες τέτοιες μονάδες είναι συμφέρουσες.
Μια παρόμοια κατάσταση έχει αρχίζει να διαμορφώνεται πρόσφατα με τις μονάδες παραγωγής ενέργειας από βιομάζα, με τη σημαντική διαφορά ότι πολλές επιστημονικές μελέτες υποδεικνύουν ότι η βιομάζα δεν αποτελεί ανανεώσιμη πηγή ενέργειας και σε πολλές περιπτώσεις οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της αξιοποίησής της είναι χειρότερες από αυτές που προκαλούνται από τη χρήση συμβατικών καυσίμων.
Βιομάζα, βιοκαύσιμα και βιορευστά
Βιομάζα είναι το βιοδιασπώμενο μέρος γεωργικών προϊόντων, αποβλήτων και υπολειμμάτων, της δασοκομίας και των δασών, όπως και των βιομηχανικών και αστικών αποβλήτων. Τα υγρά ή αέρια καύσιμα που παράγονται από βιομάζα και χρησιμοποιούνται για κάθε είδους μεταφορικό μέσο αποτελούν τα βιοκαύσιμα, ενώ αυτά που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ή θερμικής ενέργειας αποτελούν τα βιορευστά.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) προωθεί τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η οδηγία 2009/28/EC συνιστά ένα σημαντικό μέρος της ενεργειακής πολιτικής της. Η χρήση βιομάζας στην παραγωγή ενέργειας θεωρείται κρίσιμη για την επίτευξη των στόχων της οδηγίας, καθότι περίπου τα 2/3 της «ανανεώσιμης» ενέργειας στην ΕΕ προέρχονται από την καύση βιομάζας.
Η ΕΕ προωθεί τη χρήση βιομάζας εδώ και αρκετά χρόνια και η οδηγία του 2009 αναφέρει ρητά ότι «οι εκπομπές αερίων από βιοκαύσιμα και βιορευστά θα θεωρούνται μηδενικές». Μόνο πρόσφατα η ΕΕ έχει αρχίσει να προβληματίζεται σχετικά με την βιωσιμότητα των μονάδων παραγωγής ενέργειας από βιομάζα και την παραγωγή αερίων του θερμοκηπίου από αυτές (παράδειγμα η παραδοχή της ΕΕ ότι οι εκπομπές αερίων από την καύση ξύλου είναι μεγαλύτερες από αυτές που δημιουργούνται από ορυκτά καύσιμα – εδώ, σελ. 106 – και οι τροπολογίες που προτάθηκαν στο Στρασβούργο στις 6 Δεκεμβρίου 2017).
Κίνδυνοι για την υγεία και το περιβάλλον
Η καύση βιομάζας παράγει όχι μόνο ενέργεια, αλλά και ρύπους βλαβερούς για την υγεία. Ενώ υπάρχουν σημαντικές επιστημονικές καινοτομίες για τον περιορισμό των επικίνδυνων ρύπων, όπως καταλύτες και καταλυτικά συστήματα για την κατακράτηση οξειδίων του αζώτου, οι προτεινόμενες λύσεις δεν είναι οικονομικά συμφέρουσες σε πολλές περιπτώσεις, ιδίως για μικρές μονάδες, και πολύ συχνά δεν εφαρμόζονται.
Ένα κύριο πρόβλημα ρύπανσης που δημιουργούν οι μονάδες καύσης βιομάζας είναι τα οξείδια του αζώτου. Επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι η καύση φυτικών ελαίων από τροποποιημένες μηχανές ντίζελ παράγει σημαντικά αυξημένες (κατά περίπου 40%) εκπομπές οξειδίων του αζώτου σε σύγκριση με τη καύση του ιδίου του ντίζελ. Η παραγωγή ενέργειας από βιομάζα έχει γενικά μικρότερο αποτύπωμα οξειδίων του άνθρακα και μεγαλύτερο αποτύπωμα οξειδίων του αζώτου από την καύση ορυκτών καυσίμων (φυσικό αέριο, κάρβουνο, πετρέλαιο). Ωστόσο τα εν λόγω αποτυπώματα διαφέρουν κατά περίπτωση: η οργάνωση Wetlands International έχει υπολογίσει ότι η παραγωγή φοινικέλαιου στην Ινδονησία προκαλεί εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) δεκαπλάσιες από αυτές των ορυκτών καυσίμων.
Η ΕΕ και οι υποστηρικτές της χρήσης της βιομάζας ισχυρίζονται ότι έχει μηδενικό αποτύπωμα CO2. Η ενεργειακή νομοθεσία της ΕΕ βασίζεται στην υπόθεση ότι οι καλλιέργειες για την παραγωγή καυσίμων βιομάζας απορροφούν ποσότητες CO2 ισοδύναμες με αυτές που εκπέμπονται κατά την καύση της βιομάζας, και ότι συνεπώς αποτελεί ανανεώσιμη πηγή ενέργειας που δεν ρυπαίνει το περιβάλλον. Η χρήση καυσίμων για τη μεταφορά της βιομάζας από τις τοποθεσίες που καλλιεργείται (για παράδειγμα Ινδονησία, Βραζιλία) μέχρι τους σταθμούς παραγωγής ενέργειας (στην Ευρώπη και αλλού) συνήθως δεν συμπεριλαμβάνεται στους εν λόγω υπολογισμούς. Επιπλέον, η ποσότητα CO2 που απορροφάται στον τόπο της καλλιέργειας επιστρέφεται στο περιβάλλον χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, κοντά σε αστικές περιοχές ή και ακόμα σε εθνικά πάρκα, όπως η λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, στην οποία θα αναφερθούμε εκτενέστερα παρακάτω.
Η τακτική τροποποιήσεων των αρχικών αδειών λειτουργίας
Σε ορισμένες περιπτώσεις οι εταιρείες παραγωγής ενέργειας αποκτούν αρχικά άδειες για την καύση ενός είδους βιομάζας και μετέπειτα αναζητούν τροποποιήσεις των αδειών ώστε να επιτρέπεται η χρήση διαφορετικής πρώτης ύλης. Σε μια τέτοια περίπτωση στην Βρετανία η αρχική άδεια δόθηκε για την καύση άχυρου και τροποποιήθηκε για τη χρήση χημικά επεξεργασμένων λυμάτων, τα οποία εκπέμπουν εντελώς διαφορετικούς ρύπους. Παρομοίως, στη λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου άδεια για καύση αποβλήτων γεωργικών δραστηριοτήτων (όπως ελαιοτριβείων) τροποποιήθηκε αρχικά ώστε να επιτρέπει τη χρήση συνθετικού αερίου ως πρώτη ύλη και μετέπειτα βιορευστά.
Επιπλέον, διάφορες μονάδες στην Ευρώπη αδειοδοτούνται αρχικά για να χρησιμοποιήσουν τηγανέλαια ως καύσιμα, διαφημίζοντας την καύση τους ως μια ιδανική αντιμετώπιση αποβλήτων. Εν τούτοις, καταλήγουν να χρησιμοποιούν φυτικά έλαια όπως φοινικέλαιο, καθότι οι ποσότητες διαθέσιμου τηγανέλαιου είναι περιορισμένες, ενώ η περισυλλογή και η μεταφορά τους είναι δαπανηρές.
Το οικονομικό όφελος των επενδυτών συνιστά επιβάρυνση των φορολογουμένων
Οι επιδοτήσεις για την παραγωγή ενέργειας από βιομάζα είναι εξαιρετικά γενναιόδωρες. Οι επιδοτήσεις γίνονται από το κράτος, και εν μέρει στηρίζονται από κονδύλια της ΕΕ μέσω του Εταιρικού Συμφώνου για το Πλαίσιο Ανάπτυξης (ΕΣΠΑ). Βέβαια, τόσο οι κρατικές, όσο και οι Ευρωπαϊκές, επιδοτήσεις επιβαρύνουν άμεσα τους φορολογουμένους. Στην Ελλάδα οι εταιρείες παροχής ρεύματος αγοράζουν το ρεύμα που παρέχουν από 37-42 ευρώ τη μεγαβατώρα, ενώ οι παραγωγοί ρεύματος από βιομάζα επιδοτούνται για 20 χρόνια από το κράτος για κάθε μεγαβατώρα που παράγουν με 106-225 ευρώ, ειδικά όταν η μονάδα είναι μικρού μεγέθους.
Συνεπώς δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί διάφορες εταιρείες οι οποίες δραστηριοποιούνται στην παραγωγή ενέργειας από βιομάζα. Οι ιστοσελίδες πολλών από αυτές προσφέρουν (εξ ολοκλήρου, μέρος ή μέσω συνεταιρικών σχημάτων) άδειες παραγωγής ενέργειας σε επενδυτές.
Θα μπορούσαν να υπάρχουν τέτοιου είδους επενδύσεις χωρίς τις σχετικές επιδοτήσεις; Δύο άτομα που έχουν ασχοληθεί με τις επιπτώσεις των σταθμών παραγωγής ενέργειας από βιομάζα, η κ. Almuth Emsting από το Biofuelwatch της Βρετανίας, και ο κ. Μιχάλης Χατζής, χημικός και μέλος της πρωτοβουλίας πολιτών «Λιμνοθάλλαζα», απάντησαν κατηγορηματικά «Όχι».
Ο κ. Χατζής ανέφερε σχετικά ότι «στην προσπάθεια που γίνεται για την ιδιωτικοποίηση του ηλεκτρικού ρεύματος τα φωτοβολταϊκά, όπως και αυτές οι μονάδες [βιομάζας] αποτελούν την αιχμή του δόρατος για να σπάσουν οι αντιδράσεις και οι αντιλήψεις των πολιτών, αποδεχόμενοι τη συμμετοχή των πολιτών σε αυτή την προσπάθεια ιδιωτικοποίησης, ή δημιουργούν την εντύπωση ότι ο κάθε πολίτης θα μπορούσε να δημιουργεί τη δική του μονάδα. Για αυτό και επιδοτούν πολύ ισχυρά τους μικρούς επενδυτές, όπως αυτούς στη Λιμνοθάλασσα [Μεσολογγίου]. Αργότερα, αρχίζουν μια διαδικασία μείωσης των επιδοτήσεων, καθιστούν αυτές τις μονάδες μη συμφέρουσες, οι επενδυτές τις εγκαταλείπουν, ή για την ακρίβεια πωλούν μαζικά τις άδειες σε μεγαλύτερους επενδυτές, οι οποίοι κατέχουν σχεδόν όλη την αγορά, όπως συμβαίνει και με τα φωτοβολταϊκά, και επιτυγχάνεται ο στόχος ο ζητούμενος που είναι η σταδιακή και γρήγορη ιδιωτικοποίηση της παραγωγής [ενέργειας]».
Η ιδιάζουσα περίπτωση της Λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου
Οι άδειες που δόθηκαν για την κατασκευή μονάδων παραγωγής ενέργειας από βιορευστά στη λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου κυριολεκτικά «βγάζουν μάτι». Πως αδειοδοτήθηκαν τέσσερις μονάδες μέσα σε ένα Εθνικό Πάρκο, έναν υδροβιότοπο και ιχθυοπαραγωγικό τόπο με σπάνια οικοσυστήματα που προστατεύεται από τις συνθήκες Natura και Ramsar;
Διαβάστε τη συνέχεια στο ThePressProject