Δεν είμαι κακός άνθρωπος. Απλώς μερικές φορές τα πρωινά, πηγαίνοντας τα παιδιά στο σχολείο, ακούω στο ραδιόφωνο (παρά τη θέλησή μου) Άρη Πορτοσάλτε. Και επειδή ως γνωστόν και το σπασμένο ρολόι λέει σωστά την ώρα δύο φορές την ημέρα, ο Άρης Πορτοσάλτε είχε δίκιο να υπερασπίζεται με πάθος τη Μαρέβα στην υπόθεση της χρήσης του Ηρωδείου για επίδειξη μόδας. Μία ερώτηση μόνο: μία γυναίκα που παριστάνει ότι αγαπάει τα παρθενωνοντούβαρα και κάνει διεθνή τουρνέ κραυγάζοντας “μπρινγκ μπακ δε μαρμπλς”, εμπορευματοποιεί την Ακρόπολη λιγότερο ή περισσότερο από την κόκα κόλα, τον Γκούτσι και τη Μαρέβα;

tromak

του Κωνσταντίνου Πουλή στο ThePressProject

Κάθε που γίνεται μια τέτοια κουβέντα, εμφανίζεται βροντερός ο Γιώργος Σεφέρης, που ουρλιάζει στις πέντε το πρωί, γιατί είδε εφιάλτη πως “Θα πελεκήσουν τούτες τις κολόνες σε σχήμα σωληνάριου της οδοντόπαστας!” Ας μην αφεθούμε στον πανικό. Όλα είναι διαφήμιση οδοντόπαστας.

Ο Πορτοσάλτε εξηγούσε πως η επίθεση στη Μαρέβα είναι επίθεση στην επιχειρηματικότητα. Να εξηγήσω λοιπόν για ποιον λόγο συμφωνώ με αυτό το σκεπτικό, έστω και κατόπιν εορτής, τώρα που η εκδήλωση ακυρώθηκε. Όταν η κόκα κόλα είχε κάνει μια διεθνή καμπάνια χρησιμοποιώντας διάφορους τουριστικούς προορισμούς, ανάμεσά τους τον πύργο της Πίζας και του Άιφελ, περιέλαβε και την Ακρόπολη, δηλώνοντας μάλιστα μετά τον σαματά που οδήγησε στην απόσυρση της καμπάνιας ότι “δεν γνώριζαν τα αισθήματα που τρέφουν οι Έλληνες για την Ακρόπολη”. Σιγά τα αισθήματα. Όσο η λατρεία για το αρχαίο κάλλος συμβαδίζει με το οικονομικό συμφέρον, είναι πολύ εύκολο να έχει κανείς αισθήματα για την Ακρόπολη. Όπως στις ελληνικές ταινίες, που παριστάνει κανείς τον φτωχό για να διαπιστώσει αν είναι αληθινή η αγάπη ή ο άλλος έχει θαμπωθεί από τα πλούτη, έτσι κι εδώ: τα ειλικρινή αισθήματα διαπιστώνονται μόλις αφαιρεθεί το συμφέρον. Ας υποθέσουμε ότι για μια φορά χρειάζεται να βάλει το χέρι στην τσέπη ο Έλλην αρχαιολάτρης, για να συντηρήσει τα ντουβάρια και τα αισθήματά του, αντί να είναι οι τουριστικές του ατραξιόν. Ποιος θα το έκανε; Όλο και κάποιος θα το έκανε, φαντάζομαι. Τίποτε δεν μπορείς να αποκλείσεις, όπως δεν μπορείς να αποκλείσεις ένας πτωχός να ερωτευτεί ειλικρινώς μια ζάπλουτη γυναίκα, και τούμπαλιν.

Ας θέσουμε λοιπόν ένα ερώτημα σε όλους τους αρχαιολάτρες που κόπτονται για τον πολιτισμό μας: θα αντάλλασσες την περιουσία σου, με μία συγκίνηση που δεν έχει νιώσει κανείς ποτέ μέχρι σήμερα, από τον κόσμο της αρχαίας τέχνης; Δεν εννοώ αυτές που αγοράζεις με ένα εισιτήριο, που δεν συνιστά καμία θυσία. Εννοώ για παράδειγμα δίνοντας ένα σπίτι, να αποκτήσεις τη δυνατότητα να ακούσεις την αρχαία μουσική, όπως ήταν στην αρχαιότητα και χάθηκε για πάντα. Ούτε να δημοσιεύσεις ούτε να αφηγηθείς αυτό που άκουσες. Να είσαι όμως ο μοναδικός άνθρωπος από όλο τον σημερινό κόσμο που μπόρεσε να ακούσει την αρχαία μουσική. Θα το έκανες; Βλέπω κιόλας τα χέρια που σηκώνονταν μαχητικά στην αρχή να μαραίνονται σιγά σιγά. Δεν κάνω τον έξυπνο, κι εγώ το σπιτάκι μου θα διάλεγα. Μην παρεξηγηθώ: Ανήκω κι εγώ στον πολιτισμό της οδοντόπαστας, όπως τόσοι άλλοι.

Ο σκηνοθέτης που ανεβάζει κάθε καλοκαίρι και μία παράσταση τραγωδίας, εμπορεύεται την τραγωδία. Άμα θέλει κιόλας να πουλήσει την πραμάτεια του στο εξωτερικό, τότε είναι ακόμη πιο σίγουρο ότι θα ασχοληθεί με την τραγωδία, και είναι προφανές για μένα ότι τη χρησιμοποιεί. Είναι προφανές, διότι στις εννέα από τις δέκα περιπτώσεις οι ηθοποιοί δεν καταλαβαίνουν τι λένε στις παραστάσεις τραγωδίας, παρατονίζουν το κείμενό τους. Κι αν τύχει να είναι και λίγο τσιριμπίμ τσιριμπόμ η σκηνοθεσία, τύπου “σημασία δεν έχει το κείμενο, αλλά…”, τότε ακόμη περισσότερο αναρωτιέσαι: γιατί η τραγωδία; Γιατί πιάνει πολλά στο παζάρι, είναι η απάντηση. Και η Ακρόπολη, και το Ηρώδειο, και η Επίδαυρος κλπ. Το ίδιο το Υπουργείο Πολιτισμού, όταν ασχολείται με τις αρχαιότητες, ουσιαστικά λειτουργεί σαν τοπικό ταξιδιωτικό πρακτορείο που κανονίζει εκδρομές στα αξιοθέατα της περιοχής. Το Πευκί έχει καραβάκι για τη Σκιάθο, η Αθήνα πούλμαν για την Επίδαυρο.

Αν αφήσουμε τα μεγάλα λόγια κατά μέρος, πόσοι είναι αυτοί που μπορούν να εξηγήσουν τη διαφορά αρχιτεκτονικής αξίας ανάμεσα στην Ακρόπολη και τον Πύργο του Άιφελ; (Που από αισθητική άποψη είναι μάλλον σαν σκαλωσιά που βάζεις για να κάνεις κάνα μερεμέτι στην Ακρόπολη, παρά σαν κτίριο)

“Ο Ηρώδης”, όπως έλεγαν το Ηρώδειο τον 19ο αιώνα, είχε παίξει πρωτοποριακό ρόλο στην αναβίωση του δράματος (μάλιστα στον φυσικό του χώρο, το αρχαίο θέατρο), με την παράσταση της Αντιγόνης το 1867. (Πιο πριν είχε περιβόλια και στο Ηρώδειο, πριν να ξεκινήσει η αξιοποίηση). Υπήρχε από τότε μεγάλη συζήτηση για τη χρήση του Ηρωδείου, αλλά και για τη χρήση της αρχαίας γλώσσας, αντί για μετάφραση. Εγώ μιλώ ως κάποιος που έχει παίξει θέατρο στο Ηρώδειο (Ορέστης στις Ευμενίδες) και μάλιστα στα αρχαία Ελληνικά, οπότε μιλώ ως συμμέτοχος μιας πολύ πρόσφατης προσπάθειας αρχαιολογικής αναβίωσης του δράματος στο Ηρώδειο, για την οποία έχω εν πολλοίς αισθήματα ευγνωμοσύνης για την ευκαιρία που μου δόθηκε και ταυτοχρόνως είμαι βέβαιος ότι ισχύουν και για κείνη την προσπάθεια όσα γράφω εδώ.

Η διαδεδομένη άποψη πως η εμπορευματοποίηση είναι το αντίθετο της κουλτούρας χρήζει τροποποίησης, με δεδομένο ότι ήδη η δική μας εμπειρία με την Ακρόπολη συνιστά ισχυρό παράδειγμα για το αντίθετο: μιας εμπορευματοποίησης που συμβαίνει μαζί και χάρη στη διατράνωση της μοναδικότητας. Πρόκειται για την κουλτούρα ως το κατ’ εξοχήν εμπόρευμα. Μάλιστα, το λεγόμενο “συμβολικό κεφάλαιο” είναι συχνά κανονικότατο κεφάλαιο, όταν πρόκειται για τον τουρισμό. Το γεγονός ότι η αίθουσα των ελγινείων μαρμάρων εκμισθώνεται, βιώνεται ως ιεροσυλία από τους Έλληνες, ενώ κανείς δεν ενοχλείται από την τουριστική αξιοποίηση. Μα ο τουρίστας μπορεί να είναι απείρως πιο αντιπνευματικό ον από τον μόδιστρο. Παρεμπιπτόντως, η στάση του οίκου Chanel που έφτιαξε μια Ακρόπολη στο Παρίσι για να μη χρειαστεί τη δικιά μας, λέγοντας ότι η Ελλάδα είναι ιδέα, μου φαίνεται πιο ουσιαστικά δημιουργική από τη γενική υπεράσπιση των μνημείων εναντίον της αγοράς. Μα η Ελλάδα είναι ιδέα, γι’ αυτό ακριβώς και δεν ανήκει καθόλου σε οποιονδήποτε Ελληνάρα που φοβάται μην του φάει τον Αριστοτέλη ο σκοπιανός, λες και κάτι θα του λείψει.

Διαβάστε τη συνέχεια στο ThePressProject